"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Παιδοπολίτικο Συμπόσιο

 

 

 

 

ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΦΙΛΩΝ

 

 

 

  • «Μνήμη ονομάζουμε τη διατήρηση των παραστάσεων και ανάμνηση την ανάπλασή τους. Οι άνθρωποι δεν ανήκουν όλοι στον ίδιο τύπο. Άλλοι είναι μνημονικοί και άλλοι αναμνηστικοί…» [Στοβαίος, «Ανθολόγιον», Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης»]

ΚΑΘΕ χρόνο την Κυριακή των Μυροφόρων, στις υπώρειες του Βερμίου -στη Βέροια- και στην άλλοτε ιστορική Μονή Δοβρά (σημερινή «Καλή Παναγιά») συναντιούνται πολλοί συμπαιδοπολίτες φίλοι…
Από όλη τη Μακεδονία, για ένα κοινό προσκύνημα.

ΣΑΝ άλλοι καβαφικοί «Ποσειδωνιάται», εκκλησιάζονται, μνημονεύουν τους «εκλιπόντες», ξαναθυμούνται τα παλιά καλά χρόνια και «συμποσιάζονται» σε φιλική βεροιώτικη ταβέρνα. Γελούν, κλαίνε κι ανανεώνουν το ραντεβού τους για τον επόμενο χρόνο… Εκεί, στο χώρο της «Καλής Παναγιάς», από το 1950 κι έπειτα, στεγάστηκε η ομώνυμη Παιδόπολη που φιλοξένησε εκατοντάδες ορφανά του Εμφυλίου-κι απ΄ τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις!

ΔΕΝ έτυχε ποτέ να πάω στα «συμπόσιά» τους, αν και καλούμαι κάθε χρόνο… Η φετινή όμως χρονιά είχε αντίστροφη πορεία. Ένα σπουδαίο «Άλμπουμ» (σε ηλεκτρονική μορφή), με εκατοντάδες φωτογραφίες συμπαιδοπολιτών του τότε, με «επισκέφτηκε» στα Χανιά. Δουλειά επίπονη, μακρόχρονη, άθλος πραγματικός του Λέοντα Γερασίμου που σε ένα δίωρο DVD έκλεισε χίλιες σαράντα φωτογραφίες (1040) των παιδικών μας χρόνων!

…ΞΕΡΕΤΕ, όσο μεγαλώνουμε, γινόμαστε επιεικέστεροι με το παρελθόν μας. Πέστε τα χρόνια που πέρασαν, πέστε η κρισιμότητα του κάθε τώρα, απαλύνουν τις σχέσεις μας με τους άλλους του τότε. Γινόμαστε πιο συγχωρητικοί. Η συγχώρεση σε «όσους-μας- έπραξαν το κακό» (με τους θανάτους «αριστερών» ή «δεξιών») επιβάλλεται από τα πράγματα.

ΣΙΓΟΥΡΑ, 65 χρόνια μετά τον αιματηρό Εμφύλιο, οι παιδικές μνήμες μάς κυνηγούν ακόμη. Πίσω απ΄ τη συγχώρηση βέβαια, δεν διαγράφουμε και τη λήθη των συμβάντων. Έστω κι αν η καταλλαγή στην ψυχή μας, όταν «ξαναζούμε» τηλεφωνικά, ηλεκτρονικά, οπτικά ή φωτογραφικά τα χρόνια εκείνα στις Παιδοπόλεις, έχει επικρατήσει μέσα μας.

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ να λυτρωθείς από τις μνήμες των (κάθε) άδικων συμβάντων, έρχεται αργά ή γρήγορα (δε γίνεται αλλιώς) ο καιρός να τις αποτινάξεις από τα συναισθηματικά φορτία τους μεταλλάσσοντάς τες, όσο μπορείς, σε τέχνη… Πότε γίνεται αυτό; Όταν κατανοήσεις τις αμφίπλευρες συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν αυτές, όπως ας πούμε τον Εμφύλιο όπου «ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό, και η κόρη κατέδιδε τους γονείς της»! Η συγχώρεση, μού ’μαθε η χαροκαμένη μάνα μου, σε οδηγεί σε δρόμους μακρύτερους από την αγάπη. Δεν είχε άδικο…

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ όχι σπάνια, να καλείς κι εσύ νοερά σε «Συμπόσιο Μνήμης» τους παιδικούς σου φίλους: εκείνους με τους οποίους κοιμήθηκες στο ίδιο παγωμένο τολ τότε που μιλούσαν τα όπλα έξω, στην ίδια βρεγμένη σκηνή τον καιρό των αλληλοεπιδρομών στα χωριά μας, στο ίδιο διπλό σιδερένιο κρεβάτι τα σκοτεινά χρόνια της δεξιάς, στο ίδιο φωτεινό φτωχικό δωμάτιο στα «ηρωικά» φοιτητικά μας χρόνια.
ΠΟΛΛΟΙ οι φίλοι. Διασκορπισμένοι σήμερα σε όλες τις ηπείρους.

Πώς να τους «συγκεντρώσεις» όλους, όταν μένεις και τόσο μακριά τους; Έτσι τους «ξαναζείς» διασωσμένους μέσα από παλιά σεντούκια και κιτρινισμένα άλμπουμ, με μισοσβησμένα ονόματα, σπασμένα γεγονότα και ιστορίες. Τους «ξαναβλέπεις» ακινητοποιημένους σε μια ασπρόμαυρη στιγμή, στα τέλη του ’40, του ’50 ή του ’60. Βλέποντάς τους, οι αναμνήσεις ξεπηδούν, σαν φλόγες που, με το πρώτο φύσημα του αγέρα, ξαναφωτίζουν τα σκοτεινά σοκάκια του μυαλού σου… Τι είναι η μνήμη, αν δεν είναι μερικές ασπρόμαυρες ψηφίδες που έρχονται κάθε λίγο και λιγάκι να συμπληρώσουν την απέραντη τοιχογραφία της «Άλλης Χώρας» μας;

ΕΙΧΑ «συνδαιτυμόνες» χθες (των Μυροφόρων) τα περισσότερα παιδιά. Έτσι όπως κάλεσε τους πολεμικούς συντρόφους του, χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ο ποιητής Τ. Σινόπουλος (1917-1981) στο «Νεκρόδειπνό» του. Τμήμα του παραφράζουμε αυθαίρετα για να «χωρέσουμε» κι εμείς τους «συμποσιαστές» μας:

 


 

 

«Δάκρυα με καίγανε, μονάχος έβλεπα,
τι ήμουν εγώ, να συνομιλώ με παλιοκαιρίτικες ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Για ώρες ζωντανεύανε χαμένα πρόσωπα κι ονόματα, κι απ΄
τα παράθυρα του νου μου έμπαινε
μια τρυφερότητα -χρυσό σκοτεινιασμένο φως- τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και
καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο τα έγκατα. Κι ήρθανε ένας – ένας ξεπροβάλλοντας στ’ ασπρόμαυρο το φόντο:


ο Μάκης – ο «αριστερός» κουμπάρος μου, ο Θωμάς (από την Ουγγαρία), ο Κρίτων κι ο Κώστας ο Γιαννιώτης, ο Βασίλης, ο Λέων, ο άλλος Κώστας, ο Θεοδόσης κι ο Αργύρης (οι ανταρτόπαιδες), ο Στέφανος…
Μια σκούρα πάχνη οι όψεις τους,
κι η ημέρα όπως έλιωνε απ΄ το λυγμό της,
να ’τους, κατέφτασαν και ο Μπαρμπής κι ο Γούλας, οι Βενέτηδες, ήρθε κι ο Ηλβανίδης.
Ξεθωριασμένοι στο μισόφωτο, Μουχλούλης, Σπυρόπουλος, Λέφκας, Στράτος, Παναγιώτης, Παπαδόπουλος ο Γιώργης,
Βαστούσανε κιθάρες και φλογέρα.


Στον ήχο τους αλάφραινε η ψυχή μου, ο χώρος μου εμύρισε άνθη. Χαρούμενα τους φώναξα, «εδώ ‘μαι»!
Κι έπειτα, ήρθαν ο Τσιαπάλης κι ο Τσιπάρης, ο αδελφός μου ο Κώστας, ο Κυριάκος, ο Ανέστης, ο Τσάλιος,
Ήρθε κι ο Παντελής, κι ο Σταύρος ο ψηλός (…)
Πήραμε τον κατήφορο της μνημοσύνης: στάχτες παντού, χαμένα αιμάτινα χώματα, σίδερο και σφαίρες,
καμένες πόρτες των σπιτιών μας. Το ‘βλεπες καλά πως από δώ πέρασε ο θάνατος –το άδικο αδελφοκτόνο φονικό.
Κι έρχονταν κι άλλοι, κι άλλοι…
Μπροστά ο Τραπεζουντίδης, ο Λαγγούρας, ο Παλιοντζίκας, ο Παλιούρας, πιο πίσω η Ασημακοπούλου, η Ζάρου, ο Τακίδης, η Σοφία, η Στέλλα, η Χρύσα, η Νίτσα, η Εύα, η Χρυσούλα, ο Παντρεμένος, ο Γερμανός, η Στεφανίδου…


Μες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε οι δάσκαλοί μου, ο Βούλγαρης, ο Δούκας, ο Πολυμένης, η γλυκιά Μιχαηλίδου;
Σε τι ανάκτορο τους έβαλε εκείνη η αχλύ του μύθου, ώστε κανείς πια να μην ξέρει πού να βρίσκονται τώρα, πώς να΄ ναι πια τα σώματά τους; (…)
Λέω: Πώς μεγαλώσαμε με τόση φρίκη πίσω μας; Πώς ζήσαμε με τόση καλοσύνη, τόσα παιδιά, τόσο αγαπημένοι φίλοι; (…)
Τώρα, στον κάμπο των μετέπειτα, καταχνιά, θολούρα κι αγωνία. Τότε ερχόταν πάντα η άνοιξη, την άκουγες, βήμα το βήμα έφτανε και μας έθρεφε σαν τα δεντρά, σαν τους ανθούς των λουλουδιών που φούσκωναν στο πρώτο μαγιάτικο νερό.


…Ήτανε μέρες του σαράντα εφτά, του πενήντα, του πενήντα έξι, του εξήντα ένα…»
…ΜΕΡΕΣ ζωής και θανάτου εκείνες. Λίγο να υποχωρούσες, να λιποψυχούσες, να δείλιαζες, να πάρεις μιαν άστοχη απόφαση και χανόσουν: σε σύνθλιβε η ιστορία «σου».
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ το «Συμπόσιο» σήμερα των φίλων. Τα ξαναείπαμε, επήλθε και πάλι η καταλλαγή, το σφιχταγκάλιασμα των «δυο πλευρών», η σταθερή πορεία της ζωής μόνο μπρος…

 

Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

 

Υ.Γ.

Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον αγαπητό και ειλικρινέστατο παιδικό μας φίλο Θωμά Ηλιόπουλο που είχε την καλοσύνη να αναδημοσιεύσει το παραπάνω κείμενο για τους Παιδοπολίτες στη μεγάλης κυκλοφορίας Αυστραλιανή εφημερίδα “Νέος Κόσμος”,  στη γνωστη πια και ενδιαφέρουσα στήλη του “Σκεπτόγραμμα”, με την παρακάτω μικρή εισαγωγή:

ΤΟΥ ΘΩΜΑ Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ («Νέος Κόσμος», Αυστραλία, 9-5-14)

[Το κείμενο είναι του φίλου ζωής και συμμαθητή μου  Σταύρου Καλαϊτζόγλου, από τα "Χανιώτικα Νέα" ( 5-5-14 ) και με εκφράζει απόλυτα. Θα με βρείτε στις λεκτικές φωτογραφίες κάπου στη μέση, αν μερικοί από σας θα θέλατε να ξέρετε κάτι από ένα παρελθόν που έμεινε στη μνήμη μας και ζει σήμερα μόνο στην  στην ανάμνηση όλων μας.]


1 σχόλιο

  1. Φίλε, Σταύρο, να είσαι καλά το ”Παιδοπολίτικο συμπόσιο ” είναι καταπληκτικό. Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ καιρό να διαβάσω κείμενά σου και τώρα που βρίσκομαι σε γαλήνη από υποχρεώσεις μπήκα στον πειρασμό να μάθω τί γράφεις. Θαύμασα, πραγματικά, την πέννα σου και το ευχαριστήθηκα. Ο Μάκης που σε γνώρισε, μου είπε κάποια μέρα γιά σένα, αυτός παιδάκι μου ήταν καταπληκτικός στο γράψιμο από την Α’ Γυμνασίου.
    Επιθυμώ να είσαι καλά και να μας γράφεις με την ωραία σου γραφίδα.

Σχολιάστε