"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Δεκαπενταυγουστιάτικη δόξα…

Ένας ακόμη Αύγουστος (Χ.Ν., 12-8-13, αποσπάσματα, Στ.Γ.Κ.)

(…)

ΟΜΩΣ, ο Αύγουστος είναι κυρίως τα φρεσκοασπρισμένα ξωκλήσια -τα διάσπαρτα στην Ελλάδα- που γιορτάζουν την Πλατυτέρα των Ουρανών. Είναι η κατάνυξη των ημερών του Δεκαπενταύγουστου, που συγκρίνεται μόνο με αυτήν του Θείου Πάθους. Είναι ο στοχασμός των υμνωδών της Κοίμησης που παραπέμπει σε Μεγαλοβδομαδιάτικες στιγμές.

ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ στη Χάρη Της προηγείται όλων των δραστηριοτήτων μας. Όλοι, λίγο πολύ, ζητούμε τη μέρα Αυτή «εξαιρέτως» την αρωγή Της… Απευθυνόμαστε στη Μάνα της Χριστιανοσύνης και όλης της Ανθρωπότητας, μια και η Αγιοσύνη της είναι Οικουμενική.

ΟΤΑΝ βλέπεις  τον απλό κόσμο να σιμώνει με ευλάβεια, αφοσίωση και προσδοκία το (οποιοδήποτε) εικόνισμά Της, να κάνει γονυκλισίες και να ακουμπά το τρεμάμενο χέρι ή το κάθιδρο μέτωπο στο εικόνισμα, διαπιστώνεις πως η λατρεία προς το πρόσωπό Της εμπεριέχει κάτι το μυστικιστικό, το  πολύ ανθρώπινο, το τελετουργικό. Η Μεγαλόχαρη, ως Μητέρα του Θεού, είναι το πιο κοντινό μας πρόσωπο προς Αυτόν…

ΑΛΛΑ, ας αφεθούμε στον ποιητικό λόγο που υμνεί τον γλυκασμό των Αγγέλων. Στο ποίημα «Ότι ο Θάνατος της Θεομήτορος εστάθη η Θεϊκή Αγάπη» (1) του Αντώνιου Στρατηγού (1691;-1758), ποιητή γεννημένου στην Κέρκυρα αλλά καταγόμενου από την Κρήτη, «γευόμαστε» τη λαμπρότητα και την ομορφιά -τον «γλυκύν θάνατον»- της Κοιμήσεως της Θεοτόκου:

«Eίχε λάμψ’ η αυγή εις την οποίαν

ώρισεν ο Θεός ν’ αποσηκώση

στ’ άστρα από τον κόσμον την Mαρίαν

κι ως Kυράν του παντός να στεφανώση.

Aπείκασεν ευθύς νεύσιν την θείαν

ο Έρωτας… Γοργά όθεν να σώση

χρυσόπτερος πετά στην Παναγίαν

και θάνατον γλυκύν αυτής να δώση!

Tότ’ ευλαβής βέλος χρυσόν τεντώνει

και κείνην την καρδιάν την αναμμένην

με φλόγες θεϊκές γλυκά πληγώνει!…

Aν η Kόρη νεκρά έτζι απομένη,

τούτο τον νουν τινος ας μη θολώνη,

γιατί πόθον θανή δεν υπερβαίνει!…»

…Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ είναι η δόξα, το αγλάισμα της καλοκαιρινής φύσης. Είναι  ο θρίαμβος της διαφάνειας των πάντων που μας μιλούνε «ευφρόσυνα» διώχνοντας τα  «σκοτάδια» της ψυχής μας. Είναι το απέραντο γαλάζιο του ουρανού, η  γλαυκή και γλυκοκυματούσα θάλασσα, είναι η βαρυφορτωμένη φύση με τους ώριμους και γλυκείς καρπούς της, είναι η δροσιά των μελτεμιών και το αιφνίδιο ρίγος των κυμάτων που προαναγγέλλουν την αρχή του τέλους του καλοκαιριού… Είναι που ο χρόνος αρχίζει και μετράει αντίστροφα, αφού, μετά τη γιορτή της Παναγίας, αρχίζει η επιστροφή των «αδειούχων». Επιστροφή στα τόσα άλυτα προβλήματα και τις πρόσθετες έγνοιες που θα φέρει το κοντινό φθινόπωρο. Και ο σκληρός χειμώνας δεν είναι μακριά.

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ύφος του αυγουστιάτικου καλοκαιριού, μας απομακρύνει για λίγο απ΄ την απαισιόδοξη ενατένιση των πραγμάτων. Αυτή η θερινή πληθωρική δόξα της φύσης ενέπνευσε και εμπνέει τους ποιητές. Είτε υπάρχει κρίση είτε όχι. Ο δικός μας, ο Χανιώτης ποιητής, ο Γ. Μανουσάκης, γράφει στο «Μεγάλο μάτι του ηλιοτρόπιου» (2):

«… Δόξα στα ξερά χόρτα

που χρυσώνει ο ήλιος

δόξα στους οξειδωμένους σγουρούς βράχους

στο κόκκινο χώμα

και στις τούφες των θάμνων

δόξα στο μοναχικό κυπαρίσσι

που δείχνει με τον ίσκιο του

το δρόμο της νύχτας

δόξα στα βούρλα που αποίκισαν την άμμο

και στην έκλυτη θάλασσα

που αργά ξυπνά

με μια βαθειά ανάσσα

έτοιμη για καινούργια ερωτικά παιχνίδια»

… ΜΕΡΕΣ αποθέωσης της φύσης, αλλά και μέρες γιορτινής συνένωσης ανθρώπων, τόπων, ζωής, θανάτου, κτιστού, άκτιστου, σάρκας, ψυχής, καθημερινότητας, ελπίδας, παρόντος, μέλλοντος…

ΝΑΙ! Οι ευλαβείς, οι βαρύνουσες μέρες του Δεκαπενταύγουστου δεν επιδέχονται ερμηνείες. Μοιάζουν με εκείνες του Ακατάληπτου Θείου Πάθους. Τις δέχεσαι με την καρδιά, ή τις απορρίπτεις με το «λογικό» σου. Όμως αυτές μένουν εκεί, για όσους τις χρειάζονται, για όσους τις ατενίζουν σαν θείο φως και οδηγό τους… (…) Στ.Γ.Κ.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

-(1) πηγή: Άνθη Ευλαβείας, επιμ. Αθανάσιος Καραθανάσης, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 20

-(2) Γ. Μανουσάκης, «Τα Ποιήματα» 1967-2007, Τ. Β’ Ανέκδοτα-Αθησαύριστα, σελ.141, σε φιλολογική επιμέλεια Αγγελικής Καραθανάση-Μανουσάκη, εκδ. Γαβριηλίδη, 2013


Σχολιάστε