"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Παιδοπολίτικα (“Αγ. Ειρήνη”, 1948-1949)

ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ (από ό,τι θυμούμαι)

ΟΙ ΠΑΙΔΟΠΟΛΕΙΣ ήταν το δεύτερό μας σπίτι… Τα ορφανά του Εμφυλίου (κι από τις δυο παρατάξεις) ήμασταν botte a botte (= ο ένας δίπλα στον άλλο): στο φαγητό, στο θάλαμο, στη λέσχη, στο παιχνίδι, στο σχολείο, στις εκδηλώσεις. Εκεί κάναμε εμείς την πρώτη σιωπηρή συμφιλίωση. Κανείς μας δεν ενδιαφερόταν, αν ο άλλος ήταν γιος αντάρτη ή εθνικόφρονα. Είχαμε κοινές πληγές, ζητούσαμε κοινή θεραπεία. Οι φιλίες, αλλά και οι συγγένιες που δημιουργήθηκαν-προσωπικά με στεφάνωσε γιος αντάρτη- έμειναν ανεξίτηλες, αθάνατες… Θείο δώρο των Παιδοπόλεων.

Η ΖΩΗ στις παιδοπόλεις και αργότερα στην πόλη- τη μεγάλη Σαλονίκη μας-μας ωρίμασε βίαια…  Πρώτα η Λητή, έξω από τη Θεσσαλονίκη, η οποία έγινε βορά των ανταρτών, έπειτα η «Αγία Ειρήνη» στην οποία μας πήγαν, αμέσως μετά την επίθεση των ανταρτών, και βρισκόταν στο Ντεπό.

ΤΟ ΠΑΛΙΟ νεοκλασικό σπίτι, με τα μαρμάρινα σκαλιά, την εσωτερική ελικοειδή σκάλα και τον πανέμορφο μικρό τρούλο ψηλά στην κορφή του, φάνταζε παραμυθένιο παλάτι στα παιδικά μάτια μας. Κάποτε καταφέραμε να ανεβούμε την εσωτερική σκάλα του “πύργου” μέχρι την κορυφή κι από εκεί να αγναντέψουμε τη θάλασσα, αλλά και το λιμάνι της πόλης.

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ κοιμόντουσαν στο… ανάκτορο, εμείς τα αγόρια στα στρατιωτικά τολ, σε κρεβάτια εκστρατείας ή σιδερένια. Σε ξεχωριστούς χώρους. Και βέβαια όλοι οι νεοφερμένοι-αγόρια ή κορίτσια-περνούσαμε από αυστηρό έλεγχο, γιατί οι ψείρες ήταν κάτι το… συνηθισμένο μεν, αλλά φοβερό. Ειδικά τα βράδια, δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε. Έβραζαν τα ρούχα, μας κάνανε κούρεμα με την ψιλή, ζεστό συχνό μπάνιο με πράσινο σαπούνι, λοιμοκαθαρτήριο.

ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ μας χωρούσε όλους. Και αγόρια και κορίτσια. Είχαμε τις πάνινες αυτοσχέδιες μπάλες, τα ψεύτικα αμερικάνικα παιχνίδια, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα βαμβάκια (στο μεγάλο τολ), τις αυστηρές κυρίες των τιμών. Η κα Γενική, η αρχηγός μας, ήταν λιγομίλητη, γιατί άντε να κουμαντάρεις 700 παιδιά. Τα πιο πολλά είχαμε νυχτερινή ενούρηση- συνέπεια κι αυτό του Εμφυλίου και της απώλειας αγαπημένων προσώπων. Υπήρχε βέβαια και το ποινολόγιο που ήταν συνήθως στερητικό (φαγητό, παιχνίδι κ.λπ.). Ήταν κι ο κυρ-Μάνος ο άντρα της κας Γενικής, με το φορτηγό του και το βαρύ ύφος του.

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ, είχαμε τα εφιαλτικά όνειρα, τόσο γι αυτά που περάσαμε, όσο και για το άγνωστο μέλλον μας. Ο φόβος του θανάτου μας είχε χαράξει, όπως και κάτι αμερικανικές προπαγανδιστικές ταινίες, με κινούμενα σχέδια (Ντίσνει) που μιλούσαν για τον κομμουνισμό έμμεσα, “ευχάριστα” και εικονογραφημενα. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτε.

ΑΥΤΟ που μας ενδιέφερε ήταν ότι χάσαμε γονείς, συγγενεις, φίλους και βρισκόμασταν κλεισμένοι, τουλάχιστον σε ένα χώρο ασφαλή μεν,  αλλά άγνωστο που θα οδηγούσε… (Στ.Γ.Κ.)

 

Υ.Γ. Στη φωτογραφία της εποχής (1947-1949) αγόρια και κορίτσια μαθαίνουν αριθμητική στο ύπαιθρο. Το μεγάλο αριθμητάρι και τα φοβισμένα μάτια των παιδιών που κοιτούν τον δάσκαλο -που δεν φαίνεται- τα λένε όλα.



1 σχόλιο

  1. Ο Δάσκαλος της φωτογραφίας δεν λείπει, είναι εκεί, είναι ο μικρός Νικόλαος Τσελεπής, που τώρα βρίσκεται στην Σουηδία.

Σχολιάστε