"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

ΨΥΧΗΣ ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ…* (Χ.ν., 24-2-25, μνήμη Γιώργη και Βικτορίας)

 

 

 

 

 

ΨΥΧΗΣ ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ…*

 

(…) “ΜΟΝΟΝ εγώ, το alter ego σου, στέκω και σε θρηνώ όσο θα είσαι ακόμη μια ορατή επί γης απουσία. Μόνη εγώ θα σε κλαίω, μέχρι να γίνεις χωμάτινη ανάμνηση ή στάχτη: ανάμνηση για τους τωρινούς και αμυδρή σκιά για τους κατοπινούς σου…

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ένας λαός -ο Κρητικός- που σε ακολουθεί, σώμα μου, με λόγια και μετά το θάνατο:

 

Στις τρεις του τρίζει το κορμί/ και στις εννιά διαλάται

Κι αν πεις για τα σαράντα του/ κορμί πια δε λογάται!”

 

ΜΙΑ ασπρόμαυρη φωτογραφία θα΄σαι στο μυαλό των δικών σου… Ένα μετείκασμα φωτός που, όταν πια περάσει η πρώτη οδυνηρή εμπειρία, θα ξεθωριάσει· στα δε μνημόσυνα θα βλέπουν ένα πρόσωπο -το πρόσωπό σου- και θα σταυροκοπιούνται, όσοι θα σε θυμούνται ακόμη.

 

ΕΣΕΝΑ που μόλις πριν λίγο καιρό, έσφυζες από ζωή. Πίστευες πως θα νικούσες τη μοίρα με τη δυνατή κράση σου και την ορμή για ζωή! Καημένο μου, δεν πρόλαβες να συνειδητοποιήσεις πως το κάθε σώμα αποτελείται από δυο αντιμαχόμενους κόσμους: τα ξένα ανθρωποβόρα μικροβιώματα κι αυτό που λέμε “σώμα μου”. Η διαμάχη των δυο, απ’ το πρώτο κιόλας φως μας, αποβλέπει στη ν ί κ η: η ζωή ή ο θάνατος; Αλλά, κάθε τι που γεννιέται εδώ, δεν σέρνει το θάνατο και την ανάσταση του -κατά πως λένε οι θρησκείες των ανθρώπων; Πολλαπλοί θάνατοι, πολλαπλές αναστάσεις (8).

 

ΚΑΘΕ μέρα σε ζούσα. Αναρωτήθηκες το πώς και το γιατί της κάθε μας στιγμής; Πως βρέθηκες στην κοιλιά της μάνας σου, πώς έγινες έμβρυο, πώς πήρες το σχήμα του ανθρώπου και τράφηκες από το σώμα που σε φιλοξένησε; Αναρωτήθηκες ποτέ για ποιο σκοπό γεννήθηκες, μεγάλωσες, μορφώθηκες, εργάστηκες, τιμήθηκες, μετάνιωσες, αρώστησες, πέθανες;

ΘΥΜΑΣΑΙ που μαζί διαβάζαμε ένα υπέροχο ποίημα του πρόωρα χαμένου Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη (9), εμπνευσμένο από τη ρήση του Μελεάγρου, Γήρως γαρ γείτων εγγύθεν Αΐδεω”; Θυμάσαι τον τραγικό σου διάλογο, εσύ με το “εγώ” σου;

 

Αυτό το σώμα είναι δικό μου

Κάποιος μού τό ‘δωσε

μοναδικό, αναντικατάστατο.

Κάποτε διασκελούσε όλο τον κόσμο

ζητώντας να τον κατακτήσει.

Τώρα οι αρμοί του τρίζουν

λες κι άρχισε κιόλας η αποσύνδεση.

Στιγμές στιγμές μοιάζει να αιωρείται

ωσάν να δοκιμάζει να μ’ αφήσει.

 

Τί σχέση έχει αυτό με τον ημεροδείχτη

με την εναλλαγή των εποχών

με τις χρονολογίες της ιστορίας;

 

Ποιος τό’ μπλεξε έτσι καταχθόνια μ’ όλα τούτα;

Οι δυο μας είμαστε ένα.

Γιατί εκείνο φθείρεται κι αλλάζει

κι εγώ εξακολουθώ να μένω ανάλλαχτος;

Θέλουν να μας χωρίσουν

μα δεν τους τ’ αφήνω.

 

Δίχως του πού να πάω άστεγος

ζητιάνος που κανείς δε θα του ανοίγει;”

 

ΑΝΑΘΙΒΑΝΩ τις μικρές χαρές μας. Πώς άστραφτε το βλέμμα σου στην κάθε ομορφιά τριγύρω μας και πόσο το ευχαριστιόμουν κι εγώ κοντά σου! Πώς γέλαγε όλη η φύση μ΄ένα τρανταχτό σου γέλιο, όταν σε μια διασκέδαση με την παρέα τραγουδούσες, ή βύθιζες προκλητικά τα μάτια σου στα μάτια μιας πανέμορφης γυναίκας; Λησμονιούνται τα ταξίδια στα βάθη της ψυχής σου, μέσα από τις σελίδες ενός συναρπαστικού βιβλίου; Ή, όταν αντίκριζες με δέος μια απίθανη δύση, ένα ανοιξιάτικο λουλούδι; Κι όταν οσφραινόσουν το μεθυστικό θυμάρι του Αυγούστου στις χανιώτικες Μαδάρες; Κι όταν πρωτόβλεπες την άγρια ομορφιά των δεκαοχτάρικων κοριτσιών…;

ΘΥΜΗΣΟΥ το πώς ένιωσες, όταν πρωτάγγιξες το απαλό δέρμα του νεογέννητου παιδιού σου· την άφατη χαρά, όταν αργότερα τα χειλάκια του σε πρωτοφίλησαν! Θυμήσου τον πρώτο έρωτά σου, την ατέλειωτη “μάχη” των “εις γάμου κοινωνίαν” κορμιών. Έπειτα, το ευεργετικό ζεστό μπάνιο, ή την υπέροχη δροσιά της θάλασσας του καλοκαιριού… Αλλά, θυμήσου και το ριπίδι του παγερού χειμωνιάτικου ανέμου, το λεπτό, σαν υφάδι, χάδι της φθινοπωρινής βροχής· θυμήσου, το καυτό χέρι του βαριά άρρωστου φίλου σου στο νοσοκομείο, το ψυχρό παγωμένο μέτωπο της μάνας που έφυγε, το ατέλειωτο κρυφό δάκρυ σου και το ξέσπασμα των λυγμών, όταν έμενες μόνος…

 

ΘΥΜΗΣΟΥ τις αμήχανες κινήσεις σου κάθε φορά που άλλα έλεγες στην παρέα και άλλα πίστευες. Ήταν τότε που οι αλήθειες οι δικές σου δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με το ψέμα της γλώσσας σου, την υποκρισία του μυαλού σου, το φόβο της απώλειας φίλων… Θυμήσου τον ευτελισμό του σώματός σου από τις κάθε είδους ε ξ ο υ σ ί ε ς, τις εμμονές σου, τη λεκτική βία που κατέληγε στον ακρωτηριασμό της προσωπικότητάς σου, τον δεσποτισμό σου σε ασθενέστερα από το δικό σου σώματα. Κι ακόμη, θυμήσου την προσπάθεια της ύπαρξής σου να αναδειχθεί στον περίγυρό σου ως ο ακαταμάχητος!

 

ΘΥΜΗΣΟΥ το πρόσωπο-face-που δημιούργησες στα “μέσα κοινωνικής δικτύωσης” με ψεύτικες φωτογραφίες, άσχετες με το ποιος ήσουν πραγματικά. Θυμήσου τη φροντίδα να ελέγχεις τις κινήσεις σου, το ποια αρώματα φορούσες για να σαγηνεύσεις άλλα σώματα. Θυμήσου τα τατουάζ στα χέρια σου, τη μάχη με τη μόδα για την ανάδειξη της ευπλασίας ου σώματός σου, ή την απόκρυψη των ελαττωμάτων του. Θυμήσου τη σκλαβιά σου από τους κανόνες” της Εκπαίδευσης, αλλά και της Θρησκείας. Ήσουν άραγε, “ψυχής σήμα” κατά Πλάτωνα (“Γοργίας”, [493] α), ή μήπως “ναός Θεού”, κατά Απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. 3:16);

 

ΘΥΜΗΣΟΥ τόσες και τόσες περιττές μα και πολύτιμες λέξεις. Τα τόσα αντιφατικά σου συναισθήματα, τα αδικαιλόγητα νεύρα σου που φούσκωναν τις φλέβες στο λαιμό σου κοντεύοντας να σπάσουν” την καρδιά σου… Θυμήσου και την έπαρσή σου, σαν άκουγες το χειροκρότημα των οπαδών σου… Όλα τώρα πάγωσαν.

 

ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ φίλε μου, όταν οι δυο μας φύγουμε…; Ίσως το μόνο που μπορούμε να θυμόμαστε, όταν σβήσουν όλα, είναι αυτό που έλεγε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (10):

 

«Όταν το τέλος πλησιάζει, δεν μένουν πια αναμνήσεις εικόνων. Μένουν μόνο λέξεις. Δεν είναι διόλου παράξενο ότι ο χρόνος έχει συγχύσει αυτές που κάποτε με αντιπροσώπευαν με εκείνες που υπήρξαν σύμβολα της μοίρας του ανθρώπου που με συνόδευσε τόσους αιώνες. Ήμουν ο Όμηρος. Σύντομα, θα΄ μαι ο Κανένας. Όπως ο Οδυσσέας. Σύντομα, θα είμαι όλοι. Θα είμαι νεκρός».

 

ΠΟΙΑ μοναξιά σε καρτερεί…; Ποια περιπλάνηση εμένα; Και π ο ύ και π ό σ ο χρόνο, άραγε, θ’ αναζητά ο ένας μας τον άλλο;

Η εναγώνια ποίηση της Βικτορίας Θεοδώρου, μας το αποκαλύπτει (11):

 

Πού θα΄σαι όταν θα φεύγω,

όταν θα με καλεί ο βαρκάρης;

 

Πού θα’ μαι όταν θα με ζητάς

και θ΄αποκρίνεται το κύμα;

 

Στ’ Ακρωτηριού τις κουμαριές

θα βόσκει αχόρταγα η ψυχή μου

και σε θαλασσινή πηγή θα ξεδιψάει”

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(…)

-(8) «Το μόνο που υπάρχει, έλεγε, είναι το σώμα μας, γεννημένο για να ζήσει και να πεθάνει υπό συνθήκες διαμορφωμένες από σώματα που έζησαν και πέθαναν πριν από μας…» (Φίλιπ Ροθ, «Καθένας», εκδ. Πόλις, σελ. 66, Αθήνα, 2006)

-(9)Γ.Μανουσάκη, «Το σώμα μου κι εγώ», Στ΄ακρωτήρια της ύπαρξης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2003, σελ. 76)

-(10) Χόρχε Λούις Μπόρχες (1899-1986), “Ο Αθάνατος”, μετφρ. Αχ. Κυριακίδης

-(11) Βικτορία Θεοδώρου (1925-2019), ποιήτρια. Από ανέκδοτη συλλογή, ευγενική παραχώρηση της κόρης της Ειρήνης Σπανουδάκη. (21-2-25)

 

 

 

* Με την ευκαιρία του πρώτου Μεγάλου ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ (22 Φεβρουαρίου ’25), το παραπάνω κείμενο (απόσπασμα), βραβευμένο από την “Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών” (ΠΕΛ, 2024)

 

 

 


Σχολιάστε