"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Νίκος Χλωρός: ένας σιωπηλός ήρωας (μικρό αφιέρωμα, 17-11-1989)

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημείωση: στην πάνω αριστερά φωτογραφία του 1964-κατεβαίναμε με λεωφορείο να υποδεχθούμε στη…

Λάρισσα τον “Γέρο της Δημοκρατίας”- ο Νίκος βρίσκεται πρώτος αριστερά, με το πικρό, όπως πάντα χαμόγελό του… Στ.Γ.Κ.]

 

[Ο Νίκος Χλωρός, φτωχός φοιτητής της Φιλοσοφικής, αλλά ιδεολόγος δυνατός, ήταν της ευρύτερης παρέας μου,

στο ΑΠΘ στις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. .. Το παρακάτω μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του,

γραμμένο πριν 36 χρόνια  στην εφημερίδα τα "Χανιώτικα νέα", μένει πάντα επίκαιρο... Στ.Γ.Κ.]

==================================================================

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ


Πριν 15 χρόνια (σ.σ. Από το 1989 που γράφτηκε το σχόλιο στα “Χ.ν.”) τέτοιο καιρό και μόλις ένα χρόνο μετά το Πολυτεχνείο. ξαναβάδισες στην όμορφη πόλη σου, τη Σαλονίκη… Ξανάβλεπες φίλους και «συντρόφους ρημαγμένους», κι όλα δείχνανε πως τίποτε δεν σε είχε πειράξει! Το αδύνατο σώμα σου ήταν όπως τότε που βροντοφώναζες στην περίοδο του Ανένδοτου, του 1-1-4, του μεγάλου εκείνου ξεσηκωμού μας για «Ψωμί, Παιδεία, Δημοκρατία…»


Θυμάσαι τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, που άλλοι πηγαίναν στ’ άστρα κι εμείς σπουδάζαμε στα υπόγεια; Θυμάσαι τους αγώνες μας για ένα πιάτο φαΐ στη Λέσχη κι ένα φτηνό εισιτήριο στο λεωφορείο; Θυμάσαι τότε που πρωτοκυκλοφόρησε το «Άξιον Εστί» κι εσύ με το δίσκο «υπό μάλης» να μας δίνεις συνωμοτικά κάποιο ραντεβού σε κάποιο σπίτι, για να τον ακούσομε και να τον αναλύσουμε; Θυμάσαι τις κρύες μέρες του χειμώνα που ξυπνούσαμε πολύ πρωί για να πιάσουμε μια θέση (1) κοντά στην ξυλόσομπα της Φοιτητικής Βιβλιοθήκης (στη Βασιλίσσης Όλγας);

 

Και πώς να ξεχάσω εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες, με βροχή ή χιόνι, που δεν μας έφτανε η κουβέρτα και τυλίγαμε τα σώματά μας κατάσαρκα με εφημερίδες, για να μην πουντιάσουμε;
Κι έπειτα ήρθε εκείνη η μικρή «Άνοιξη» του Γέρου, που μας μίλησε για δημοκρατία, «δωρεάν παιδεία» κι άλλα πολλά, που όμως «βούλιαξαν» πολύ νωρίς στη δίνη των γεγονότων που ακολούθησαν την πτώση του: Αποστασία, κυβερνήσεις – ανδρείκελα, κι έπειτα η εφτάχρονη δικτατορία! Κυνηγητό για τις ιδέες, «εξορίες» σε απόμερα τάγματα ή νησιά όπου ο ήλιος, ο Θεός κι εσύ ξέρατε την αλήθεια…

Σε καλέσανε μάρτυρα κατηγορίας σε κάποια δήθεν «δίκη» εξάρθρωσης παράνομης (κομμουνιστικής) οργάνωσης, με πολλά στελέχη, που τώρα πολιτεύονται! «Όφειλες» σαν στρατιώτης της χούντας να κεραυνοβολήσεις τους «προδότες» που θελήσανε να στραφούν κατά της πατρίδας! Κι όμως στάθηκες απέναντι στους στρατοδίκες, ύψωσες το ισχνό κορμί σου. Τα μάτια σου άστραψαν, το χλωμό σου πρόσωπο φωτίστηκε και είπες σταθερά αυτά τα λόγια, τα
τελευταία που ακούστηκαν:

  • Κάποιο λάθος κάνετε κύριοι! Η θέση μου δεν θα πρεπε να ‘ναι εδώ! Θα ‘πρεπε να βρίσκομαι κι εγώ απ’ την άλλη πλευρά, εκείνη των κατηγορουμένων!

Όλοι πάγωσαν… Από τότε κανείς δεν έμαθε για σένα τίποτε.

Λίγα χρόνια αργότερα ήρθαν οι μέρες του Πολυτεχνείου: «Α! Ήταν μεγάλες εκείνες οι μέρες, τα πλήθη τρέχανε στους δρόμους, η εξέγερση έριχνε πάνω απ’ την πόλη τη σκάλα σαν προσευχή, μέρες, σαν ένας λαός από κεριά σκορπισμένα κάτω από την άσφαλτο… Κι εμείς που ζήσαμε, δεν έχουμε τώρα τα σπίρτα παρά μόνο για τα τσιγάρα μας…», καταπώς τα λέει με πικρία ο ποιητής.

 

Κι εσύ; Βασανισμένος, λεηλατημένος, ήλθες να ξαναπερπατήσεις στην πόλη σου μετά τη μεταπολίτευση, τότε που όλοι κράταγαν «περγαμηνές» αντιστασιακές! Με βλέμμα απλανές, ελαφρό μειδίαμα και λιγόλογες προτάσεις χαιρετούσες όσους πια σε αναγνώριζαν. Δεν πρόλαβες να δεις τις άλλες «λεηλασίες» που ακολούθησαν, γιατί το τσακισμένο σου κορμί δεν άντεξε να σε κρατήσει στη ζωή.

Ε! φίλε… Πέθανες μες στη σιωπή, όπως ήρθες. Τώρα πολύς θόρυβος, πολλή κουβέντα χωρίς νόημα! Δεν ζεις, εσύ τουλάχιστον τη «λεηλασία» και τον θάνατο των οραμάτων της γενιάς μας…


ΣΤ. Γ. ΚΛΩΡΗΣ

 


 

 

 


Σχολιάστε