"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Jean Roudaut: un prof de francais et un ecrivain exceptionnel (1929-)

 

 

 

 

 

[ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΡΜΟΤΑΤΑ την αγαπητή ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΑΤΣΟΥ, συνάδελφο και συμφοιτήτριά μου στο ΑΠΘ. Είχαμε μέχρι το 1963, ως φιλόλογο της Γαλλικής Λογοτεχνίας τον κ. Ρουντώ, που μας είχε διδάξει το έργο του ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ, "Ο Ξένος", ένα έργο με πολλαπλά μηνύματα και επίκεντρο  το παράλογο (l' absurdite de vivre). Υπέροχος στη διδασκαλία, δύσκολος στην παρακολούθηση, αλλά πλουσιότατος στις γνώσεις. Συγκρίνοντας το επίπεδό μας, με εκείνο των αποφοίτων του Μπακαλορεά στη Γαλλία, έλεγε πως οι Αποφοιτοι του γαλλικού Λυκείου, είχαν περισσότερες γνώσεις από έναν απόφοιτο του ΑΠΘ. Υπερβολες; Δεν νομίζω, επειδή ήταν ελάχιστες οι εξαιρέσεις των πολύ καλών πτυχιούχων...

Όσο για τις γνώσεις του ίδιου, ο διευθυντής σπουδών του Γαλλικού Τμήματος (Section Francaise) της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Ζιλμπερ Μπρον, έλεγε για τον Ζαν Ρουντώ: "Πρόκειται για ένα άτομο, κατά πολύ πιο μορφωμένο από έναν εξαιρετικά μορφωμένο άνθρωπο!"

Η πιο  κάτω ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ του Ρουντώ (το κείμενο μας το έστειλε η ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Γ.), είναι ένα μικρό δείγμα γραφής του..., Στ.Γ.Κ.]:

 

 

==========================

Από το βιβλίο, “Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα. Κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών”, Ολκός, 1995

———-

Ζαν Ρουντώ (γενν. 1929)

Συγyραφέας, κριτικός και πανεπιστηµιακός δάσκαλος. Στο διάστηµα 1957-1964 δίδαξε γλώσσα και λο1οτεχνία στο Γαλλικό Τµήµα του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η θέληση του Θεού εκδηλώνεται µε διάφορες µορφές: συχνά οι θεοί εξα-πατούν την προσδοκία µας.

Έτσι πιστεύουν οι Βάκχες του Ευριπίδη. Και ο ταξιδιώτης που φτάνει στη Θεσσαλονίκη µε την επιθυµία να δει τα µωσαϊκά που βρίσκονται εκεί και να τα παραβάλει µε τη λαµπρή εικόνα που δηµιούργησε µέσα του το όνειρο, σίγουρα θα απογοητευθεί. Στον Άγιο Γεώργιο, όπου είναι ακόµα εντοιχισµένος ο µιναρές (γιατί οι Τούρκοι µετέτρεψαν σε τζαµί το ρωµαϊκό µνηµείο και τη µετέπειτα χριστιανική εκκλησία), δεν βλέπει τίποτα, αν δεν έχει προβλέψει να πάρει κιάλια. Όταν τα µάτια του συνηθίσουν στο ηµίφως (το σκοτάδι του εσωτερικού τού φαίνεται ακόµα πιο µαύρο γιατί, έξω, η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στους άσπρους τοίχους τον έχει τυφλώσει), ανακαλύπτει, σκαρφαλωµένα ψηλά, µερικά χρωµατιστά υπόλείµµατα. Τότε αρχίζει η εργασία του. Ενώ είχε έρθει να θαυµάσει µεγάλες εικόνες, είναι αναγκασµένος να αρκεστεί σε µερικές σκόρπιες κηλίδες. Θα πρέπει να επιδοθεί σε µια εpγασία φαντασιακής αποκατάστασης.

Θα διακρίνει µε κάποια προσπάθεια τα αποµεινάρια µιας µεγάλης αρχιτεκτονικής κατασκευής, που επικαλύπτει το εσωτερικό της ίδιας της ροτόντας, από την κορυφή της οποίας ανοίγονται διάδροµοι που έχουν από τις δύο πλευρές µισοτpαβηγµένα παραπετάσµατα και παγώνια, παγώνια προκλητικά που ορθώνονται, ενάντια σε κάθε λογική, πάνω στο αέτωµα µνηµειωδών πυλών· τέτοια επιθετικά παγώνια καµαρώνουν και σήµερα στον κήπο της µονής Βλατάδων και πετούν, µε θόρυβο ξεσχισµένων σεντονιών, στα χαµηλότερα κλαδιά των πεύκων, ξεδιπλώνοντας ολάνοιχτα τα φτερά τους και χτυπώντας µε τέτοια µανία το ξερό και άκαµπτο φτέρωµά τους, που κλείνεις τα µάτια από φόβο µήπως σε αγγίξει µια τούφα φτερών και σου σχίσει το πρόσωπο µε καµιά θανατηφόρα χαρακιά· απειλητικά και αποκρουστικά παγώνια που βγάζουν ηλίθιες κραυγές, ή παγώνια σιωπηλά, σαν αυτά εδώ, που επί δεκατέσσερις αιώνες τώρα θέτουν ερωτήµατα και μαγεύουν τους αποπλανημένους, πουλιά-φύλακες των διαδρόμων, πουλιά που συμβολίζουν τον τελετουργυω θάνατο, γϋπες με ρούχα γιορτινά.

 


Το βλέμμα τρυπάει το σκοτάδι που προστατεύει σαν τελευταίο πέπλο αυτά τα μωσαϊκά (λες και η ζέστη, η απόσταση, η φθορά, η παραγνώριση τους δεν ήταν αρκετά για να απομακρύνουν τους περίεργους}, και ανακαλύπτει κάτω από τις γαλαρίες κεφαλές αποστόλων με μισοκατεστραμμένα σώματα, που αιωρούνται στο διάστημα χωρίς βάση, ενώ η φθορά της πέτρας σιγοτρώει και τις ίδιες τις κεφαλές, φθορά στην οποία τα παγώνια μοιάζουν να αντιστέκονται καλύτερα.

Για να ξαναβρεί τον αρχικό διάκοσμο της ροτόντας, ο θεατής πρέπει να συμπληρώσει τα τμήματα των μωσαϊκών που έχει μπροστά του, να τα συνδέσει με τις τοιχογραφίες, ώσπου να γίνει, αυτός που είχε μπει εδώ αθώα, όχι μόνο η βάση του οικοδομήματος στο κέντρο του οποίου στέκεται, αλλά και ο ζωγράφος, αν όχι ο αρχιτέκτων. Παρασύρεται λοιπόν σε μια περιπέτεια που δεν είχε καθόλου επιζητήσει: να αποκαταστήσει την ενότητα του διάκοσμου, να δώσει σάρκα και οστά σε ιδέες.

Θα πρέπει κατόπιν να επισκεφθεί την Αγία Παρασκευή και τον Αγιο Δημήτριο, να πάει στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων, να κλειστεί στην κάθε εκκλησούλα, να διατρέξει ολόκληρη την πόλη. Αλλά και τότε, θα ανακαλύψει μόνο μερικά σημεία αναφοράς. Πηγαίνοντας από το ένα χτίριο στο άλλο, έχει να διασχίσει πολλούς αιώνες. Γιατί την εργασία αποκατάστασης που πρέπει να κάνει στον χώρο, μπροστά στα μωσαϊκά του Αγίου Γεωργίου, πρέπει να την κάνει και στον χρόνο. Τα έργα αποκαλύπτονται μόνο σε διαφορά με άλλα έργα, συνδέονται μεταξύ τους με ενδιάμεσες απουσίες, γίνονται κατανοητά όταν η φαντασία επινοήσει άλλες δημιουργίες.

Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλη, κλειστή, σκοτεινή μέσα στο άπλετο φως, πόλη που ο ταξιδιώτης δεν κατέχει τα κλειδιά της.

Με την πρώτη ματιά η πόλη μοιάζει θύμα έκρηξης ηφαιστείου. Απ’ όλες τις μεριές ξεπετιούνται πολυώροφες οικοδομές. Το γενικό σχέδιο της πόλης είναι ακόμα αβέβαιο, η λογική όμως που το διέπει είναι προφανής: να εξαλειφθούν τα τουρκικά ίχνη μιας πόλης που, από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ. (άπλωνε ώς τη θάλασσα τα ακανόνιστα τετράγωνα της σκακιέρας της) είναι ελληνική μόλις από το 1912· να γκρεμιστούν τα χαμηλά σπίτια με τις κεραμιδένιες στέγες και να ανεγερθοϋν τεράστιες, φθαρμένες ήδη, πολυκατοικίες, να οικοδομηθεί μια καινούργια πόλη χωρίς μυστήριο και χωρίς ύφος στη θέση της παλιάς, που με τις σοφές καμπύλες της ακολουθούσε πιστά την κίνηση του εδάφους.

 


 

Πρέπει εδώ να ανοίξω μια παρένθεση και να μιλήσω για τον διαφορετικό χαραχτήρα της άνω πόλης, παρένθεση που θά ‘πρεπε να είναι, σε αυτό το κείμενο, μια νησίδα, ένα καταφύγιο, όπως ακριβώς είναι στη Θεσσαλόνίκη η άνω πόλη, που είναι χτισμένη αμφιθεατρικά και ξεχωρίζει:

από τη θάλασσα ώς την Εγνατία Οδό απλώνεται η κάτω πόλη: ύστερα, από την Εγνατία ώς τον Άγιο Δημήτριο στους πρόποδες του λόφου, μια έκταση με ακαθόριστα όρια που δεν ανήκει στην κάτω πόλη, αλλά όπου εκείνη εισβάλλει σε διάφορα σημεία φυτεύοντας αληθινές αγκίδες στην καρδιά των ελικοειδών και κακοστρωμένων δρόμων, από τους οποίους μόνο ένας ανεβαίνει στην Ακρόπολη, τέλος, περιτριγυρισμένη από παλιά τείχη, επισκευασμένα και συμπληρωμένα σε όλες τις εποχές της Ιστορίας, η άνω πόλη με το φρούριο που εξισορροπεί με το βάρος της το μεγάλο σημερινό γιαπί που την κυκλώνει: ειναι ό,τι απομένει από την παλιά τουρκική πόλη, που απειλείται όπως ο πάγος από τη ζέστη.

(… το πρώτο χιόνι του χειμώνα. Δεν έπεσε άλλο. Κράτησε. μόνο δύο μέρες, και έλιωσε αφήνοντας πού και πού μερικές πλάκες, σαν να απολεπιζόταν η γη. Τα παιδιά το έπιαναν αδέξια, το ανακάτευαν με τη σκόνη και τις πέτρες, το έσφιγγαν στα χέρια τους για να το προστατέψουν. Η υγρασία και η βροχή ξαναγύρισαν στην πόλη, κυλώντας στους βράχους της άνω πόλης και στα καλντερίμια, μετατρέποντας τους κάτω δρόμους σε καφετιά παγοδρόμια και σε βούρκο).

Μικρή στην έκταση, αληθινός βράχος με απότομες πλαγιές, είναι καμωμένη από άσπρους κύβους με κόκκινες στέγες. Είναι γεμάτη αδιέξοδα, κηπάκους, μονώροφα σπίτια χτισμένα γύρω από ασβεστωμένες αυλές ασβεστωμένοι είναι και οι δρόμοι, όσο πλησιάζουμε στην κορυφή. Η παλιά πόλη δεσπόζει από ψηλά στις εφταώροφες πολυκατοικίες που φθίνουν στα πόδια της, πλάι στην ακίνητη θάλασσα, παλιά κουρασμένη και νυσταλέα σκύλα. Ο άνεμος σαρώνει τη συστάδα των πεύκων στο πλάτωμα όπου φωλιάζουν ζωντανά παγώνια, απλά αντίγραφα των πετρωμένων ζώων του Αγίου Γεωργίου δροσερή, παλλόμενη, φοράει τον βασιλικό μανδύα με τα διάτρητα τείχη, και προκαλεί τον Καβαλάρη: είναι η τελευταία αντίσταση στους βάλτους, στη θάλασσα και στον θάνατο. Ψηλή πόλη, πυραμίδα με χιλιάδες φλόγες μέσα στη νύχτα.

Η σημερινή πόλη χτίζεται σαν να μην είχε προϋπάρξει τίποτε άλλο. Στριμωγμένη ανάμεσα σε εφταώροφες πολυκατοικίες, μια θαυμάσια εκκλησούλα δυο μέτρα ψηλή, είναι καταδικασμένη να πεθάνει από ασφυξία. Είναι μισοθαμμένη, ο τοίχος του νάρθηκα γεμάτος σκασίματα. Ο τοίχος της αψίδας έχει καταρρεύσει και ο τρούλος γέρνει όπως ένας κοινός πύργος. Η εκκλησία περιέχει ένα βιτρό με μια άποψη της Ιερουσαλήμ. Καθώς όμως είναι δύσκολο να μαντέψεις για ποια πόλη πρόκειται, ο ζωγράφος πρόσθεσε στις γωνίες μερικές άσχετες αλλά απαραίτητες σκηνές απομονώνοντάς τες με μια μαύρη γραμμή.

Η καινούργια πόλη δεν προεκτείνει την παλιά, την καταργεί. Τα τελειωμένα κτίρια ελάχιστα ξεπερνούν σε αριθμό τις υπό κατασκευήν πολυκατοικίες, και στο κέντρο υψώνονται ακόμα διάφορες σκαλωσιές (φαίνεται ότι δεν θα λείψουν ποτέ οι σκαλωσιές, όσο υπάρχει έστω και μία σπιθαμή οικοπέδου όπου να μπορούν να τοποθετηθούν τα θεμέλια μιας πολυκατοικίας), έτσι, η πόλη μοιάζει ρημαγμένη και κατεστραμμένη, γεμάτη λάκκους. Η ζωή δεν κατορθώνει να τη γεμίσει. Λιμνάζει χαμηλά, όπως η ακίνητη, επίπεδη, αηδιαστική θάλασσα που της γλείφει τα πόδια. Μισερή, φθϊνουσα, ράθυμη ζωή που δεν έχει αρκετή δύναμη για να ανεβεί σε αυτές τις τεράστιες για τα μέτρα της πολυκατοικίες.

[ ... ]

Αυτές οι γραμμές που θα ήθελαν να είναι ένας τρόπος για να κατανοήσουμε την αντανάκλαση των πραγμάτων, θα πρέπει να διαφυλάξουν και την αποσπασματική όψη της πόλης, τον ελλειπτικό χαραχτήρα της ζωής στην πόλη, τη γνώση του τόπου όπου ζουν οι άνθρωποι, τις αναμνήσεις: μισοχτισμένες πολυκατοικίες ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα υποστυλωμένων ή γκρεμισμένων τοίχων. Η πόλη είναι ευανάγνωστη σήμερα γιατί είναι ακόμα κατακερματισμένη. Σε δέκα χρόνια θα προσποιείται κάτι, αλλά θα είναι απατηλό: καταμεσής στο όνομά της θα υπάρχει πάντα ένα κενό. Το παρελθόν της παραμένει, κρυμμένο αλλά ζωντανό:

Πόλη δημοκρατική με τους σφαγιασμένους ζηλωτές της, εβραϊκή με τον ξεριζωμένο πληθυσμό της,

ισλαμική με τους μιναρέδες της, από τους οποίους απομένει ένας μόνο: ο μιναρές του Αγίου Γεωργίου,

πόλη απόντων.

(Trois villes orientees, Gallimard, 1967, σελ. 91-93, 102-104, 118)

 

=========================================================================================

 

Jean Roudaut est un professeur, critique et écrivain français, né à Morlaix le 1er juin 1929.

Agrégé de lettres, il a été professeur de littérature française.

Il a enseigné, entre autres, aux universités de Salonique, de Pise, de Fribourg (Suisse).

Il collabore régulièrement à la revue, puis à la collection Théodore Balmoral.

Biographie

Jean Roudaut est né à Morlaix le 1er juin 1929. Agrégé de lettres modernes, il a enseigne, comme lecteur de français, à l’Université de Salonique (1956-1963), puis à Pise (1963), avant d’être nommé professeur ordinaire de littérature française moderne et contemporaine à l’Université de Fribourg (1974-1991). Depuis 1991, il vit entre Paris et la Bretagne. Auteur d’un des premiers livres sur Michel Butor (Michel Butor ou le livre futur, 1964), Jean Roudaut s’est imposé comme un spécialiste des rapports entre littérature et peinture (Une ombre au tableau, 1988, Le Bien des aveugles, 1992). Il a également publié des ouvrages de référence sur les villes imaginaires dans la littérature française (Les douze portes, 1990) et sur Louis-René des Forêts (1995).

Théorie littéraire

Ecrivain et critique proche du Nouveau Roman (Nathalie Sarraute, Samuel Beckett), Jean Roudaut est un des meilleurs spécialistes de Michel Butor et de Robert Pinget. Son intérêt pour la littérature contemporaine (Julien Gracq, René Char, Henri Thomas, Louis-René des Forêts, Georges Perros, Jacques Réda) ne le détourne pas de l’histoire des idées et de la critique thématique, à la façon de l’Ecole de Genève (Jean Starobinski). C’est ainsi que Roudaut a étudié dans ses essais certains thèmes dans la littérature française : le thème de la peinture, le thème des villes imaginaires, le thème des bibliothèques, le thème du rêve. Son enseignement à l’Université de Fribourg a porté essentiellement sur la littérature française moderne et contemporaine (XIXe et XXe siècles).

Longtemps collaborateur du Magazine littéraire, Jean Roudaut a publié de nombreux articles de critique littéraire dans différentes revues (Les Cahiers du Sud, Critique, Mercure de France, Les Cahiers du chemin, Le Magazine littéraire, La Nouvelle Revue Française, Le Nouveau Recueil, Théodore Balmoral).

 

 


Σχολιάστε