Ο γλωσσικός βιότοπος του Παπαδιαμάντη και οι δικές μας οφειλές (Τασούλα ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΝΠ)
Posted on 1 Οκτ, 2024 in Κείμενα | 0 comments
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2024/09/24/
glossikos-biotopos/
τῆς ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μὲ νωπὴ ἀκόμη τὴν ἡδεῖα μνήμη τοῦ ἐξαίρετου Συμποσίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη
ποὺ ὀργάνωσε ἡ Περιφέρεια Θεσσαλίας ἀπὸ τὶς 19 ἕως τὶς 22 Σεπτεμβρίου 2024 στὴ Σκιάθο,
καταθέτω μὲ τὸ παρὸν κείμενο ὁρισμένες σκέψεις γιὰ τὴν παπαδιαμαντικὴ γλώσσα, μαζὶ μὲ τὶς
θερμὲς εὐχαριστίες μου πρὸς τὸν Κώστα Κουτσουρέλη, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ γνώση καὶ τὴν εὐαισθησία
του συνέβαλε καταλυτικὰ στὴν ἄρτια ὀργάνωση καὶ πραγματοποίηση τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ τριημέρου.
Στὰ μαθητικά μου χρόνια διδάχτηκα τὴ «Σταχομαζώχτρα». Ὅταν βρέθηκα στὰ διδακτικὰ ἕδρανα,
δίδαξα «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας» καὶ ὅταν ἀνέλαβα μέλος συγγραφικῆς ὁμάδας σχολικοῦ ἐγχειριδίου
προορισμένου νὰ ἀποτελέσει ὕλη πανελλαδικῶν ἐξετάσεων συμμετεῖχα στὴν ἀνθολόγηση τοῦ
διηγήματος «Ὄνειρο στὸ κῦμα».
Τὸ ἐρώτημα «τὸν καταλαβαίνουμε πράγματι;», τὸ ὁποῖο θέτει πρὸς συζήτηση
σὲ στρογγυλὴ τράπεζα τὸ Συμπόσιο, εἶναι καὶ γιὰ μένα ἰδιαίτερα οἰκεῖο, αἰσθάνομαι
ὅμως πὼς στὸ βάθος λανθάνει ἕνα ἄλλο, ποὺ ἐπιτακτικὰ προβάλλει τὴν ἀνάγκη γιὰ
ἐπιτέλεση ἑνὸς χρέους: «ὀφείλουμε σήμερα νὰ δημιουργήσουμε τὶς προϋποθέσεις ὥστε
ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ παραμείνει καὶ τὸν εἰκοστὸ πρῶτο αἰῶνα
ἄρρηκτη καὶ παράλληλα γόνιμη καὶ δημιουργική;».
Ὅσοι διατυπώνουν τὶς γνωστὲς ἐνστάσεις γιὰ τὸ ἐμπόδιο, ὅπως ἰσχυρίζονται, τῆς καθαρεύουσας
ποὺ καθιστᾶ δυσερμήνευτο καὶ μὴ διδάξιμο τὸν Παπαδιαμάντη ἠθελημένα ἢ ἄθελά τους ἀγνοοῦν
πὼς ὁ γλωσσικὸς κόσμος τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου δὲν περιορίζεται στὴ λόγια ἐκδοχὴ τῆς
ἑλληνικῆς —ποὺ ἀναμφίβολα ἀποτελεῖ λαμπρὴ καὶ αὐτὴ παρακαταθήκη τῆς γραπτῆς μας
παράδοσης—, ἀλλὰ συνιστᾶ ἕνα πολυφωνικὸ γλωσσικὸ σύμπαν, μιὰ ὑπεραιωνόβια βασιλικὴν δρῦν.
Τὸ ὅποιο χρέος μας ἑπομένως ἀφορᾶ τὴ σωτηρία ἑνὸς βιότοπου. Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ ἕνα
ἀπειλούμενο γλωσσικὸ οἰκοσύστημα, τὸ ὁποῖο στεγάζει ὅλο σχεδὸν τὸν πολυποίκιλο καὶ πολύμορφο
γλωσσικό μας πλοῦτο, τὸν γραμματειακὰ ἢ διὰ τῆς προφορικῆς παράδοσης κληρονομημένο: λέξεις
ὁμηρικές, τῶν λυρικῶν ἢ τῆς δραματικῆς ποίησης, λέξεις τῆς ἀττικῆς πεζογραφίας, τῆς Ἁγίας γραφῆς,
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑμνωδῶν κι ἀκόμα λέξεις λαϊκὲς τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, ἐκφράσεις καθημερινὲς
καὶ ἄλλες προερχόμενες ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ψηφῖδες μιᾶς μοναδικῆς
πολυμορφίας καὶ πολυτυπίας, συνυπάρχουν ἁρμονικὰ ἐπεξηγώντας συχνὰ ἄλληλες, καὶ ὅλες μαζὶ
συναποτελοῦν μιὰν ἰδιότυπη γλωσσικὴ κιβωτό. Ἔτσι, ἡ ἐπικοινωνία ἐν γένει ἀλλὰ καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου βαθμιαῖα μετατρέπεται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, σὲ πολύτιμη μαθητεία στὴ γλώσσα.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἀκυρώνει κάθε ἀπόπειρα ἐνδογλωσσικῆς μετάφρασής του, διότι ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος νὰ μεταφράσει τὸ ἔργο του. Συχνά, ἀντὶ νὰ ἐπεξηγήσει τὸν λόγιο τύπο μὲ ἕναν τῆς κοινῆς λαϊκῆς γλώσσας,
«μεταφράζει» τὸν λαϊκὸ ἰδιωματικὸ γλωσσικὸ τύπο μὲ μία λόγια λέξη οἰκεία, ὅπως θεωρεῖ, στοὺς
πεπαιδευμένους ἀναγνῶστες του. Πλεῖστα εἶναι τὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, γιὰ λόγους οἰκονομίας,
παραθέτω ἐλάχιστα:
…εἶχα ἐγὼ σουραύλι (ἤτοι φλογέραν),
τεμάχια σαπρῶν ξύλων ἀπὸ ξεχώματα, ἤτοι ἀνακομιδὰς ἀνθρωπίνων σκελετῶν…
νὰ προσλάβη ἕνα βαρδιάνον, ἤτοι φύλακα…
ὅστις ἦτο ἀδραγάτης, ἤτοι ἀγροφύλαξ…
εἰς ἓν κάθισμᾳ, ἤτοι μέγα κελλίον…
Ἐκεῖ ἐβίγλιζα, ἤτοι ἤμην καραούλι· εἶχα δηλ. Σκοπιάν…
Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι στὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο μεταφράζεται καὶ ἡ μὴ λεκτικὴ γλώσσα
τῆς φύσης. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, στὸ ἔργο του παγιδεύονται ἀρώματα
καὶ μύρα τῆς θάλασσας καὶ ἀποκωδικοποιοῦνται οἱ ἦχοι:
ὁ κλαγγασμὸς τοῦ ἀετοῦ, ὁ κακκαβισμὸς τοῦ ἱέρακος
ὁ τιτυβισμὸς τῆς πέρδικος καὶ τῆς τρυγόνος
οἱ δειλοὶ μινυρισμοὶ τῆς χελιδόνος καὶ τῶν μικρῶν στρουθίων.
Συχνὰ ἡ συσσώρευση ρημάτων καὶ ὀνομάτων παρέχει ἕνα πλῆθος συνωνύμων ποὺ συντελεῖ
στὴν κατανόηση λέξεων ἀγνώστων. Π.χ. Ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος («Ὁ Ξεπεσμένος
δερβίσης») ἄνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…
(«Ὑπὸ τὴν Βασιλικὴν Δρῦν»).
Πρόκειται γιὰ τὴ βασικὴ καταστατικὴ ἀρχὴ τῆς μετ᾿ ἔρωτος περιγραφῆς τῆς φύσης, ἡ ὁποία
προϋποθέτει θαμνώδη ρήματα καὶ ὀργιαστικὴ βλάστηση μιᾶς γλώσσας ἱκανῆς νὰ δημιουργήσει
ἕναν βιότοπο. Ἀπὸ τὸ «μικρὸς ἐζωγράφιζα ἁγίους» τοῦ αὐτοβιογραφικοῦ σημειώματος μέχρι
τὸ «δὲν θὰ παύσω νὰ ζωγραφῶ τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη» διαγράφεται ἡ πορεία διαμόρφωσης
μιᾶς συγγραφικῆς συνείδησης, ποὺ μεταξὺ ἄλλων ἀντιλαμβάνεται τὴν τέχνη της ὡς φθεγγομένη ζωγραφική.
Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἐνδογλωσσικὴ μετάφραση εἶναι μιὰ κάποια λύση ἐπικοινωνίας μὲ τὸ
παπαδιαμαντικὸ ἔργο, δεδομένου ὅτι, ὅπως διατείνονται, σημασία ἔχει τὸ νόημα καὶ ὄχι ἡ γλώσσα
(τὸ τί δηλαδὴ καὶ ὄχι τὸ πῶς), τοῦ στεροῦν τὴν εἰκαστικὴ πολυχρωμία του, ἐνῶ παράλληλα ἴσως
δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι τὸ νόημα καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ νοηματοδοτεῖ τὸ ἔργο τοῦ
μεγάλου Σκιαθίτη.
Ἡ γλώσσα ὁρίζει τὰ ὅρια τοῦ παπαδιαμαντικοῦ κόσμου, αὐτὴ εἶναι τὸ θαῦμα, ἐκείνη δίνει ὄνομα
καὶ πρόσωπο στοὺς ἥρωές του, ἐκείνη προκαλεῖ τὴ συγγραφικὴ κοσμογονία γιὰ νὰ βρίσκουν
καταφύγιο πένητες καὶ ἄστεγοι: ὁ Φτωχὸς ἅγιος καὶ ὁ Κακόμης· χαροκαμένες μάνες καὶ γιαγιάδες:
ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἡ Σταχομαζώχτρα, ἡ πτωχὴ γρια-Λούκαινα· περιφρονημένες καὶ βασανισμένες
γυναῖκες —θύματα τῆς καταπίεσης καὶ τῆς καταλαλιᾶς: ἡ ἀστεφάνωτη Χριστίνα ἡ δασκάλα,
ἡ δύστυχη Οὐρανίτσα, ἡ Βανθούλα ἔρμη στὰ ξένα, ἡ ἄκληρη Σεραϊνώ, ἅγια γυναῖκα τοῦ
Καραχμέτη· ἀθῶα παιδιὰ ποὺ ἄδικα χάνονται: ἡ Ἀκριβούλα καὶ πλάι της ὁ Κῶτσος τῆς
«Φωνῆς τοῦ δράκου» ποὺ τὰ παλιόπαιδα τὸν φώναζαν στὸ σχολεῖο «μοῦλο»· ἀλλὰ καὶ ὁ ἔρωτας
ὡς φάσμα καὶ ὡς Ὄνειρο στὸ κῦμα, ὡς ἀπαστράπτον κάλλος νεανικὸ (ἡ μικρὴ Πούλια μὲ
τοὺς πλοκάμους τοῦ ἀπέφθου χρυσοῦ), ἡ Λιαλιώ, Νοσταλγὸς τοῦ χαμένου ὀνείρου.
Ἀλλόδοξοι καὶ ἀλλόθρησκοι γίνονται πρόθυμα δεκτοὶ στὴν πανδέγμονα ἀγκάλη τοῦ
παπαδιαμαντικοῦ ἔργου: ὁ Γερμανὸς Βίλελμ Βοὺντ στὸν «Βαρδιάνο στὰ Σπόρκα»,
ὁ Ἑβραῖος Σάββας στὸν «Ἀντίκτυπο τοῦ νοῦ» καὶ βέβαια ὁ μωαμεθανὸς ἱερωμένος στὸν
ἀριστουργηματικὸ «Ξεπεσμένο δερβίση», ὅλοι ἐγκάτοικοι στὸ ἀνεξίθρησκο καὶ οὐσιαστικὰ
φιλάνθρωπο ἔργο του. Χωρὶς τὴ γλώσσα οἱ ἥρωές του εἶναι ἄσαρκες σκιές καὶ ἡ κοινωνικὴ
ὀπτικὴ μελέτης τοῦ ἔργου του κινδυνεύει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἀπαρίθμηση κεντρικῶν ἰδεῶν.
Ὅμως τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη εἶναι βίωμα καὶ διακριτικὴ διδασκαλία ἀγάπης καὶ
κατανόησης τοῦ ἄλλου.
Ὁρισμένες προτάσεις
Στὶς προορισμένες γιὰ τὸ πλατὺ κοινὸ ἐκδόσεις ἰδανικὸ θὰ εἶναι νὰ ὑπάρχει πλούσιος
γλωσσικὸς καὶ πραγματολογικὸς ὑπομνηματισμὸς στὸ ὑποσέλιδο -ὅταν πρόκειται γιὰ
σχολικὰ βιβλία τὰ ὑποσελίδια σχόλια ὀφείλουν νὰ εἶναι ἐξαντλητικά.
Στὸ σχολεῖο θὰ πρότεινα νὰ διδάσκεται περισσότερο καὶ αὐτοτελῶς, ὡς μεγάλος νεοέλληνας
δημιουργὸς ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὄχι ἐνταγμένος σὲ μιὰ θεματικὴ ἑνότητα στὴν ὁποία
συνυπάρχουν κείμενα ποὺ ἐπιλέγονται ὄχι μὲ βάση τὴ λογοτεχνική τους ἀξία ἀλλὰ μὲ
κριτήριο τὴν κοινωνική τους ὀπτική.
Παράλληλα, θὰ πρότεινα νὰ ζητοῦνται ἐργασίες δημιουργικὲς στὶς ὁποῖες νὰ καλοῦνται
οἱ μαθητὲς ἀλλὰ καὶ οἱ φοιτῶντες στὰ ἐργαστήρια δημιουργικῆς γραφῆς νὰ ἐντάξουν σὲ
προσωπικά τους κείμενα παπαδιαμαντικὲς λέξεις ἢ ἐκφράσεις, γιὰ νὰ φυσήξει καὶ πάλι
ἡ γλώσσα ἐπὶ πτίλων αὔρας ἑσπερινῆς καὶ νὰ παγιδευθεῖ ὁ ἦχος τοῦ μινυρισμοῦ τῶν στρουθίων
στὴ νέα ἑλληνικὴ λογοτεχνικὴ δημιουργία, ἐνῷ ἐπὶ τέλους θὰ φυσᾶ ξανὰ μιὰ πραεῖα αὔρα
στὸ γλωσσικό μας τοπίο.
Στοὺς ἀναγνῶστες, καὶ μάλιστα στοὺς μαθητὲς τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, ὀφείλεται —παράλληλα
με τὴν ουσιαστικὴ βελτίωση τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας καὶ νέας ἑλληνικῆς— μέριμνα γιὰ πολὺ
καλὲς ἀναγνώσεις ἐκλεκτῶν διηγημάτων τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη ποὺ θὰ ἀναδεικνύουν τὴν κρυμμένη
μουσικὴ τῶν ἔργων του καὶ τὴ μαγεία τῆς μουσικῆς του γλώσσας. Ἰδανικὴ λύση εἶναι τὴν
ἀνάγνωση τῶν ἀνθολογημένων παπαδιαμαντικῶν διηγημάτων νὰ ἀναλάβουν ἠθοποιοὶ καὶ λόγιοι,
μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι ἐραστὲς καὶ μύστες τοῦ παπαδιαμαντικοῦ λόγου.
Ἔτσι οἱ μαθητεύοντες στὴν παπαδιαμαντικὴ μαγεία θὰ μποροῦν νὰ ἐνωτισθοῦν τὴ
θεσπέσια —οὐσιαστικὰ ἀμετάφραστη— μελωδία, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ὡς μουσικὴ ὑπόκρουση
στὴ διηγηματογραφία του. Στὸ παρακάτω λ.χ. ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν «Ξεπεσμένο Δερβίση»,
βρίσκουμε ἴσως τὸ μέγιστο ποὺ δύναται ποιητὴς νὰ πετύχει: νὰ μιμηθεῖ ἡ γλώσσα τῆς γραφῆς
τὸν ἦχο μουσικοῦ ὀργάνου, νὰ γίνει διὰ τῶν λέξεων (στερεοτύπων, συνωνύμων, ἀντωνύμων
καὶ ἠχομιμητικῶν) μελωδία ἐξαίσια, ἱκανὴ νὰ μεταδώσει καὶ στὸν πλέον ἀμύητο τὸ ρίγος ποὺ
προκαλεῖ ἡ πονεμένη μουσικὴ καθὼς βγαίνει ἀπὸ τὸ νάι τοῦ «Ξεπεσμένου Δερβίση»,
τοῦ ἀνέστιου καὶ πλάνητος ἥρωα στὸ ὁμώνυμο διήγημα:
«Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα,
φωνὴ ἐκ βαθέος ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία,
ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος,
ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές,
ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης,
μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.»
Τέλος θὰ πρότεινα νὰ ὁριστεῖ γιὰ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα, καὶ ὄχι μόνον, «Ἡμέρα Παπαδιαμάντη»,
γιορτὴ ἀνὰ ἔτος τελούμενη, ἴσως στὶς ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, κατὰ τὴν ὁποία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων,
θὰ παρουσιάζονται ἔργα ποιητικά, πεζά, μουσικὰ ἢ εἰκαστικὰ ποὺ ἀνοίγουν διαύλους ἐπικοινωνίας
μὲ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη.
Κλείνοντας τὶς σκέψεις αὐτές, θὰ προσέθετα πὼς ἡ γλώσσα μας εἶναι ὅπως ἡ βασιλικὴ δρῦς
τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὅσο ἔστεκε ὀρθή, «ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε κι ἔρρεεν ὁλόγυρά της
«μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα
θείας ἀκμῆς, κι ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Ἐφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα,
ἔμελπεν εἰς τὸ οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας.»
Ἂν τὴν πελεκήσουμε, θὰ στοιχειώσει ὁ τόπος.