"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Θεσσαλονίκη: Το βυζαντινό παρελθόν της (του Γ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ, στο “Νέον Πλανόδιον”, 23-9-24)

 

 

 

ΑΠΟ : https://neoplanodion.gr/…/09/23/to-byzantino-parelthon/…

=============================================

Θεσσαλονίκη: Το βυζαντινό παρελθόν της

τοῡ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

 


Χαρακτηρίσανε τὴ Θεσσαλονίκη σὰν τὴν πιὸ σημαντικὴ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν Πόλη γιὰ τὰ βυζαντινά της μνημεῖα. Καὶ δὲν εἶν’ ὑπερβολὴ ἂν ἀναλογιστοῦμε τὶς θελημένες ἢ ἀθέλητες καταστροφὲς πού ’χουνε πάθει πρὸ πάντων οἱ ἐκκλησίες τῆς Βασιλεύουσας ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἅλωση κι ὣς τὶς μέρες μας. Μὰ τὸ σπουδαιότερο γιὰ τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι πὼς καλύπτουν ὅλες τὶς περιόδους τῆς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς πρωτοβυζαντινὲς βασιλικὲς τοῦ Ἅη Δημήτρη καὶ τῆς Παναγίας τῆς Ἀχειροποιήτου, ἔργα τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα, καὶ τελειώνοντας μὲ τὸ κομψὸ ἀριστούργημα τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἔχοντας σπουδάσει ὅλα τοῦτα τὰ μνημεῖα στὰ βιβλία,[1] γύρεψα νὰ τὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ σὰ βρέθηκα στὴ μακεδονίτικη μεγαλόπολη. Μ’ ὅλο τὸν περιορισμένο καιρὸ πού ’χα στὴ διάθεσή μου, κατάφερα νὰ ἐπισκεφτῶ τὰ πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ αὐτά.

 

Στὸν Ἅη Δημήτρη πῆγα τὴν ὥρα τῆς κυριακάτικης λειτουργίας. Ἕνα πηχτὸ κίτρινο φῶς, στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ, ἔμπαινε ἀπὸ τὰ μεγάλα ἀνατολικὰ παράθυρα καὶ γέμιζε ὅλο τὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ψαλμουδία ράθυμη, μελαγχολική, ταξίδευε στὸ θολὸ ἀπὸ τὸ λιβάνι ἀέρα τὸν πανάρχαιο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ μιὰ μεταφυσικὴ λύτρωση.

Σὰ σκόλασε ἡ λειτουργία ἄρχισα νὰ περιεργάζομαι τὸ χτίριο τῆς ξακουστῆς ἐκκλησίας. Τὸ οἰκοδόμημα, ποὺ βλέπει κανεὶς σήμερο, εἶναι καὶ δὲν εἶναι ἡ παλιὰ βυζαντινὴ βασιλική. Ἐρειπωμένη ἀπὸ τὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1917 ξαναχτίστηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἀπὸ ξαρχῆς, πάνω στὸ πρῶτο της, βέβαια, σχέδιο. Εὔκολα ξεδιακρίνουνται τώρα τὰ γνήσια παλιὰ ντουβάρια ἀπὸ τοὺς ἀναστηλωμένους τοίχους.

Ἡ καταστροφὴ ἐκείνη ἐξαφάνισε καὶ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ψηφιδωτὰ καὶ τὶς τοιχογραφίες. Ὁ σημερινὸς ἐπισκέπτης δὲ βλέπει παρὰ ἐλάχιστα κατάλοιπα στὶς τοξοστοιχίες ποὺ χωρίζουνε τὰ πέντε κλίτη καὶ στὸ δυτικὸ τοῖχο: Μιὰ Παναγία ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἀγγέλους, ἕνας ἄλλος ἄγγελος, ποὺ πετᾶ μὲ μιὰ στενόμακρη σάλπιγγα στὸ στόμα, ὁ Ἅη Δημήτρης σὲ στάση δέησης μὲ τὶς χρυσὲς παλάμες του πρὸς τὰ ἔξω στραμμένες. Τοῦτα εἶναι καὶ τὰ παλιότερα ψηφιδωτά, σωσμένα δυὸ φορὲς ἀπὸ τὴ φωτιά. Γιατὶ ἡ πρώτη ἐκκλησία, αὐτὴ πού ’χτισε ὁ ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος γύρω στὰ 412, κάηκε δυὸ αἰῶνες ἀργότερα καὶ ξαναχτίστηκε «ἐπὶ χρόνων Λέοντος» ἴσως τοῦ Ἕχτου, τοῦ Σοφοῦ, καθὼς ἀναφέρει ἡ ἐπιγραφὴ κάτω ἀπὸ τὴ μιὰ ψηφιδωτὴ παράσταση τοῦ νότιου πεσσοῦ.

Τὰ ψηφιδωτὰ τῶν δύο πεσσῶν ποὺ στηρίζουνε τὴ στέγη, ἐκεῖ ὅπου τὸ Ἅγιο Βῆμα ἔρχεται νὰ συναντήσει τὸ ἐγκάρσιο κλῖτος, εἶναι τὰ πιὸ γνωστὰ κι ἀνήκουνε στὴν καινούργια, τὴν ἀνοικοδομημένη ἀπὸ τὸν Λέοντα ἐκκλησία.

Ὅλα τους εἶναι ἀφιερωματικὲς συνθέσεις ποὺ ἐκφράζουνε τὴν εὐγνωμοσύνη κάποιων ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸ θαυματουργὸ γιάτρεμά τους ἀπὸ τὸν Ἅη Δημήτρη ἢ τὶς εὐχαριστίες ὁλάκερης τῆς πολιτείας γιὰ τὴ σωτηρία της ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομές. Γι’ αὐτὸ ἡ κυρίαρχη μορφὴ σὲ τοῦτα τὰ ψηφιδωτὰ εἶν’ ὁ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης. Ὄρθιος, μᾶς κοιτάζει κατὰ πρόσωπο μὲ τὰ μεγάλα του μάτια. Εἶν’ ἕν’ ἀγένειο παλικάρι μὲ κοντὰ μαλλιά, λεπτὴ μύτη καὶ στόμα μικρό, ντυμένο τὴ μακριὰ ἐπίσημη καὶ χρυσοκέντητη στρατιωτική του φορεσιά. Ἡ ἔκφραση καὶ τὸ βλέμμα του δείχνουνε τὴ συμπάθειά του γιὰ τοὺς βασανισμένους ἀνθρώπους ποὺ προσφεύγουνε στὴ βοήθειά του. Ἀπ’ αὐτοὺς μερικῶν τὶς εἰκόνες βλέπουμε καὶ τώρα κεντημένες μὲ τὶς μικρὲς χρωματιστὲς ψηφίδες πάνω στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Εἶν’ ἡ λευκοφορεμένη μητέρα ποὺ ὁδηγᾶ τὸ γιατρεμένο παιδί της μπροστὰ στὸν Ἅγιο. Κι οἱ δυὸ ἔχουνε σκεπασμένα τὰ χέρια μὲ τὸ ἱμάτιό τους, γιὰ νὰ δείξουνε τὸ σεβασμό τους στὸ σωτήρα τους. Τὸ παιδὶ ἔχει δυὸ πελώρια μάτια ὅπου καθρεφτίζεται τὸ ὅραμα ἑνὸς ἄλλου κόσμου τρομαχτικοῦ. Ἴσως νὰ πάτησε τὸ κατώφλι τοῦ Ἅδη καὶ τὸ ξαναγύρισε στὴ ζωὴ ἡ θαυματουργὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἅγιου.

Δυὸ ἄλλα παιδιὰ στέκουνται μὲ τὴν ἴδια εὐσέβεια δεξιὰ κι ἀριστερὰ τοῦ προστάτη τῆς πόλης τους σὲ μιὰν ἄλλη εἰκόνα. Τὸ ἕνα ἀπ’ αὐτά, τὸ πιὸ μικρό, ἔχει ἕνα πρόσωπο πρόωρα γερασμένο. Τὸ χέρι τοῦ Ἅη Δημήτρη ἀκουμπᾶ μ’ ἀγάπη στὸν ὦμο τοῦ μεγαλύτερου.

Ἕνας ἄρχοντας κι ἕνας ἐπίσκοπος εἶναι, καθὼς μᾶς δηλώνει ἡ ἔμμετρη ἐπιγραφή, οἱ «κτίσται τοῦ πανενδόξου δόμου». Πρόκειται μᾶλλον γιὰ κείνους ποὺ ξαναχτίσανε τὴν ἐκκλησία ὕστερ’ ἀπὸ τὴν πυρκαγιὰ τοῦ ἕβδομου αἰώνα. Στέκουνται ὄρθιοι, «ἐκεῖθεν ἔνθεν μάρτυρος Δημητρίου».

Ὁ δεσπότης βαστᾶ μὲ τὰ δυό του χέρια ἕνα κλειστό, μεγάλο Εὐαγγέλιο, ποὺ τ’ ἀκουμπᾶ πάνω στὸ στῆθος του. Ὁ κοσμικὸς ἀξιωματοῦχος ἔχει στ’ ἀριστερό του χέρι τὸ «ραβδίον» σύμβολον τοῦ ἀξιώματός του καὶ στὸ δεξὶ σφίγγει τὸ «ἀποκόμβιον», δηλαδὴ τὸ σακκουλάκι μὲ τὰ χρήματα ποὺ διέθεσε γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς βασιλικῆς. Καταδεχτικὸς ὁ Ἅγιος, μὲ μιὰ φιλικὴ χειρονομία τοὺς ἔχει ἀγκαλιάσει καὶ τοὺς δυὸ ἀπὸ τοὺς ὤμους. Ἂν δὲν ἦταν ἡ διαφορὰ τῆς ἔκφρασης στὰ πρόσωπά τους, θά ’λεγες πὼς εἶναι τρεῖς φίλοι ποὺ ποζάρουνε ἀντίκρυ στὸ φωτογραφικὸ φακό. Ὅμως τὸ ὀβὰλ πρόσωπο τοῦ Ἅη Δημήτρη εἶν’ ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶναι «τοῦ κόσμου τούτου» [Παῦλος: πρὸς Κορινθίους Α΄, γ΄.19 καὶ ἀλλοῦ], κι ἡ ἀντίθεσή του μὲ τὰ γήινα πρόσωπα τῶν δύο «κτιστῶν» μᾶς ὑπογραμμίζει τὴ διαφορὰ ποὺ χωρίζε τούτη τὴν τριμελῆ συντροφιά.

Στὶς ἄλλες πλευρὲς τῶν πεσσῶν ὁ Ἅγιος πάλι ἀκουμπᾶ προστατευτικὰ τὸ χέρι του στὸν ὦμο ἑνὸς διακόνου, ὁ Ἅγιος Σέργιος, αὐστηρὸς μέσα στὴ στρατιωτική του στολή, προσεύχεται καὶ τέλος, ἕνας ἄλλος Ἅγιος, ἄγνωστος, μὲ μαῦρο σφηνωτὸ γενάκι, δέεται μπροστὰ στὴν Παναγία. Ἐπιγραφὲς ἐκφράζουνε τὴν εὐγνωμοσύνη τῶν ἀφιερωτῶν ἢ παρακαλοῦνε γιὰ τὴν προστασία καὶ τὴ σωτηρία τῆς πολιτείας:

  • “Ὁ ἐν ἀνθρώποις ἀπελπισθεὶς παρὰ δὲ δυνάμεως ζωοποιηθεὶς ἀνεθέμην Κλήμης”

  • “Πανόλβιε τοῦ Χριστοῦ μάρτυς, φιλόπολιν φροντίδα τίθει καὶ πολιτῶν καὶ ξένων”

Οἱ τοιχογραφίες τῆς ἐκκλησίας ἔχουνε γίνει σὲ διάφορες ἐποχές, ἀπὸ τὸν 7ο ὣς τὸν 15ο αἰώνα. Ὅταν τὶς κοιτάζεις, νιώθεις μιὰν ἀνατριχίλα σ’ ὅλο σου τὸ κορμί. Στὴ θέση τῶν ματιῶν τῶν Ἁγίων χάσκουνε μικρὲς τρύπες, καμωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους σὲ στιγμὲς θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ. Ἕνας λαὸς τυφλὸς στυλώνει ἀπάνω σου τ’ ἄδεια του μάτια.

Στὴν ἀριστερὴν ἄκρα τοῦ νάρθηκα βλέπω κόσμο μαζωμένο. Πλησιάζω. Ὁ κόσμος γίνεται οὐρὰ ποὺ μπαίνει σιγά-σιγὰ σὲ μιὰ σκοτεινὴ πόρτα. Μέσα σ’ ἕνα μικρό, θολωτὸ χῶρο, ζωγραφισμένο μὲ νεώτερες τοιχογραφίες, εἶν’ ὁ μαρμάρινος τάφος τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ προσκυνητὲς προχωροῦν ἀργά, ἀδιαμαρτύρητα μ’ ὅλη τὴ ζέστη καὶ τὸ στρίμωγμα, φιλοῦνε τὸ μάρμαρο καὶ φεύγουνε. Οἱ ἀρχαιολόγοι λένε πὼς τοῦτος ὁ τάφος δὲν εἶν’ ὁ πραγματικός, μὰ ἕνα κενοτάφιο ποὺ χτίστηκε ὕστερ’ ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ γνήσιου τάφου, ποὺ βρίσκουνταν στὴν κρύπτη, κάτω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ στηρίζουνε σὲ γραφτὲς πηγές, μὰ τί ἔχει νὰ κάμει; Ἡ ἁπλοϊκὴ πίστη θέλει τὸν Ἅη Δημήτρη θαμμένο πλάι στὸ νάρθηκα, στὸ μαρμάρινο τάφο ποὺ προσκυνᾶ τώρα ἡ μακριὰ σειρὰ τῶν ἐπισκεπτῶν τῆς ἐκκλησίας του.

Δὲ μένει πολὺς χῶρος[2] γιὰ τ’ ἄλλα βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης.

Πάντως ἕνα γενικὸ χαρακτηριστικὸ τῶν ἐκκλησιῶν ἐδῶ εἶναι πὼς δὲν πνίγουνται ἀπὸ τὶς μοντέρνες πολυκατοικίες, βυθισμένες μέσα σ’ ἕνα λάκκο, σὰν ἐκεῖνες τῆς Ἀθήνας. Ἔχουν ἐλεύθερο χῶρο γύρω τους ν’ ἀναπνεύσουνε, ποὺ συνήθως εἶναι ἀνθοφυτεμένος καὶ σχηματίζει ἕναν ὡραῖο κῆπο. Τὰ γελαστὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν δίνουν ἕνα χαρούμενο τόνο στὸ χωματὶ χρῶμα τῶν παλιῶν τοίχων τῆς ἐκκλησίας.

Ἡ Παναγία ἡ Ἀχειροποίητη εἶναι ἕνα θαυμαστὸ δεῖγμα ἑλληνιστικῆς βασιλικῆς τοῦ 5ου αἰώνα. Τὸ φῶς ποὺ μπαίνει ἀπὸ τὰ γύρω μεγάλα παράθυρα, διώχνει κάθε ἴσκιο καὶ ὑποψία μισόφωτου ἀπὸ τὸ στενόμακρο ἐσωτερικό της, μὲ τὶς σειρὲς τὶς κολόνες.

Ἡ Ἁγια-Σοφιά, ἕν’ ἀπὸ τὰ σπάνια μνημεῖα τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας, δὲν προξενεῖ σπουδαία ἐντύπωση ἀπ’ ἔξω. Εἶν’ ἕνα ὀρθογώνιο παραλληλεπίπεδο μὲ ἴσιους τοίχους ποὺ διακόπτουνε τὴ μονοτονία τους μόνο τὰ παράθυρα.Πάνω σ’ αὐτὸ κάθεται ὁ κύβος ποὺ στηρίζει τὸν τροῦλο. Ἕν’ ἁπλούστατο σύνολο. Τὸ μεγαλεῖο της εἶναι τὸ ἐσωτερικό της. Ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἡμισφαιρικὸς θόλος ποὺ στηρίζεται στὰ ἡμικυκλικὰ τόξα μὲ τὴ μεσολάβηση τῶν τεσσάρων σφαιρικῶν τριγώνων. Ἕνα μισοσκόταδο δίνει ὑποβλητικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ τονίζεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ μουντὰ χρώματα τῶν τοιχογραφιῶν καὶ τῶν νεώτερων κοσμημάτων μὲ νερόχρωμα ποὺ ἀπὸ μακριὰ μοιάζουνε μὲ ψηφιδωτά. Στὸν τροῦλο ὁ Χριστὸς ὑψώνεται ἀπὸ δυὸ ἀγγέλους μέσα στὴ δόξα του. Γύρω-γύρω, στὴ βάση τοῦ τρούλου ἡ Παναγία, οἱ δυὸ ἀρχάγγελοι κι οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι παρακολουθοῦν ἔκπληκτοι, μὲ ἀπότομες χειρονομίες τὸ θαῦμα τῆς ἀνάληψης. Τὰ χρώματα τοῦ ψηφιδωτοῦ δὲν ἔχουνε τὴ λάμψη τῶν ψηφιδωτῶν τοῦ Δαφνιοῦ, μήτε κὰν τοῦ Ἅη Δημήτρη. Τὰ δέντρα εἶναι σὲ ξεθωριασμένο πράσινο κι ἀνοιχτὸ πορτοκαλὶ τὸ φόντο.

 

Ἡ Παναγία τῶν Χαλκέων, χτισμένη τὸ 1044 ἀπὸ τὸν πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο κι ἀναστηλωμένη τὰ χρόνια τοῦ μεσοπόλεμου, φιγουράρει ὄμορφη κι ὁλοκαίνουργια μὲ τοὺς τρεῖς τρούλους της, τὰ τριγωνικὰ ἀεωτώματα στὶς κεραῖες τοῦ σταυροῦ καὶ τ’ ἀνάλαφρα τόξα της.

 

Μόλις ποὺ πρόλαβα, λίγο πρὶν φύγω,[3]νὰ ἐπισκεφτῶ τὰ δυὸ κομψοτεχνήματα τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης. Τὴν Ἀγία Αἰκατερίνη καὶ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Εἶναι καὶ τὰ δυὸ χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκκλησιῶν τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων. Χτισμένες στὸν τύπο τῆς σταυροειδοῦς ἐκκλησίας, μὲ ἕνα κεντρικὸ τροῦλο καὶ τέσσερεις μικρότερους στὶς γωνιὲς τῆς κλειστῆς στοᾶς ποὺ περιβάλλει τὸν κεντρικὸ πυρῆνα τοῦ κτίριου ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρές, εἶναι δυὸ ἀρχιτεκτονικὰ ἀριστουργήματα. Μέσα τους καὶ πλάι τους δὲ νιώθεις νὰ ἐκμηδενίζεσαι ὅπως στοὺς ἀπέραντους καθεδρικοὺς ναοὺς τῆς Εὐρώπης. Εἶναι καμωμένες στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἑλληνικῆς φύσης. Οἱ ἐξωτερικοὶ τοῖχοι δὲν εἶναι μονότονοι. Ἁψίδες, κιονίσκοι, γεῖσα, παράθυρα καὶ προπάντων ἕνα πλῆθος κεραμοπλαστικὰ κοσμήματα κάνουνε τὸ πλήθινο ντουβάρι νὰ μοιάζει μὲ ψιλοκεντημένη νταντέλλα.

 

Ἔφυγα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη δίχως νὰ μπορέσω ν’ ἀνεβῶ ψηλὰ στὸ κάστρο της. Ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ λεωφορείου τό ’βλεπα νὰ πριονίζει μὲ τὶς ἐπάλξεις του τὸν οὐρανό. Τὶς ἴδιες ἐκεῖνες ἐπάλξεις ὅπου εἴχανε συντριβεῖ κάθε φυλῆς βάρβαροι.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ

Πρώτη δημοσίευση: Κῆρυξ Χανίων, 1.10.1961
[1] Τὸ 1961 εἶχαν περάσει μόνο δυόμιση σχεδὸν χρόνια ποὺ ὁ Γιώργης Μανουσάκης εἶχε πάρει τὸ πτυχίο τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
[2] Ἐννοεῖ, προφανῶς, χῶρο στὴν ἐφημερίδα, γιὰ νὰ ἀναφερθεῖ καὶ σὲ ἄλλα μνημεῖα.
[3] Τὰ γραφόμενά του γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη στὶς τρεῖς συνεχόμενες ἐπιφυλλίδες καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Α΄ δημοσιεύτηκε τὴν Κυριακὴ 17 Σεπτεμβρίου 1961, δείχνουν ὅτι ὁ Μανουσάκης ἐπισκέφτηκε τὴν πόλη γιὰ λίγες μόνο μέρες («τὸν περιορισμένο καιρὸ πού ’χα στὴ διάθεσή μου», ἀναφέρει), ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία ἦταν ὁπωσδήποτε Κυριακή («Στὸν Ἅη Δημήτρη πῆγα τὴν ὥρα τῆς κυριακάτικης λειτουργίας» γράφει). Νὰ ἦταν ἄραγε ἡ Κυριακὴ 3 τοῦ Σεπτέμβρη (θεωρῶ πιθανότερο, λόγῳ τῶν σχολικῶν ὑποχρεώσεών του, νέος καθηγητὴς Ἰδιωτικοῦ ὄντας τότε) ἢ μήπως ἡ ἐπόμενη; Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ μὴν ἔχει σημασία…

=======================================

σχόλιο από e-mail:

  • Πολύ ωραίο το κείμενο του Μανουσάκη φίλε μας Σταύρο!
  • Ευχαριστούμε! (Γιώτα και Γιάννης Ατζακάς, 25-9-2024)

 


Σχολιάστε