Ο Γιώργης ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, για το “Δεκαοκτώ και κάτι…”, στα “Χ.ν.”
Posted on 24 Αυγ, 2024 in Κείμενα | 0 comments
ΑΠΟ τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς-δεύτερης γενιάς-νεοέλληνες ποιητές είναι ο Χανιώτης ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ (1933-2008).
Ασχολήθηκε, εκτός από την ποίηση, με τον πεζό λόγο (βραβευμένο το “Οδοιπορικό στα Σφακιά”), με το μυθιστόρημα (” Ο Εθελοντής”), το δοκίμιο, την επιφυλλίδα κ.λπ. Δυστυχώς έφυγε νωρίς, ενώ είχε πολλά ακόμη να πει. Μας τίμησε ιδιαίτερα με τη φιλία του που είχαμε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πολλές μελέτες για το έργο του υπάρχουν σε πλήθος λογοτεχνικών περιοδικών, ενώ και το “Ν.Π.” (Νέο Πλανόδιον) φιλοξενεί τακτικά αναδημοσιευμένες και σχολιασμένες επιφυλλίδες ή ποιήματα του Γιώργη, φροντισμένα με πολλή αγάπη και σεβασμό στο έργο του, από την αγαπητή ΚΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ-ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ, σύζυγο του ποιητή, συνάδελφο, σπουδαία λογοτέχνη και εκλεκτή φιλόλογο.
ΕΤΣΙ, η ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ που έκανε του βιβλίου μας “Δεκαοκτώ και κάτι…” (1998) περιποιεί ιδιαίτερη τιμή. Στ.Γ.Κ.
===================================================================================
Προσφορά πείρας κι αγάπης
Στ. Γ. ΚΛΩΡΗ: «ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΚΑΙ ΚΑΤΙ…»
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, ποιητής, συγγραφέας, αρθρογράφος/δοκιμιογράφος, εκλεκτός εκπαιδευτικός και φίλος.
Ο Στ. Γ. Κλώρης είναι γνωστός στους αναγνώστες των “Χανιώτικων Νέων” ως τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας. Με τούτο το ψευδώνυμο υπογράφει από χρόνια τα κείμενά του ο καθηγητής της Γαλλικής Φιλολογίας Σταύρος Καλαϊτζόγλου, που έχει το χάρισμα, εκτός από τη διδακτική του προσφορά, να διαθέτει και μια σπάνια πνευματική καλλιέργεια και ευαισθησία, όπως φαίνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου που εξέδωσε με τον τίτλο «Δεκαοκτώ και κάτι…»
Ο τίτλος έχει μια δισημία: Δεκαοκτώ και κάτι (ένα υστερόγραφο) είναι τα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου, όπου με μορφή επιστολών ή γραπτών μονολόγων ο συγγραφέας – πατέρας απευθύνεται στον έφηβο γιο του “από βάθους καρδίας”. Δεκαοκτώ και κάτι είναι και τα χρόνια του αποδέκτη των εξομολογητικών κειμένων.
Ο Στ. Γ. Κλώρης γνωρίζει καλά την ιδιαιτερότητα της εφηβικής ηλικίας. Ο έφηβος μεστώνει σωματικά, ανδρώνεται. Παράλληλα, με τις σωματικές αλλαγές υφίσταται και μια σειρά από βαθιές ψυχο – πνευματικές μεταβολές. Ολόκληρη η ύπαρξή του αναστατώνεται. Αποβάλλει την παιδικότητα, ο χαρακτήρας του γίνεται ρευστός, συχνά οξύθυμος και νευρικός, προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του και τους άλλους. Αναλύει, κρίνει, αμφισβητεί και επιδιώκει να τοποθετήσει τα πάντα σε νέες, “σωστές” βάσεις. Αντιλαμβάνεται πως αποτελεί μια διαφορετική προσωπικότητα. “Θέλεις να ανιχνεύσεις τα όριά σου”, του λέει εύστοχα ο συγγραφέας -πατέρας. «Να διασφαλίσεις και να υπερασπιστείς το “χώρο σου”, το εγώ σου, την ύπαρξή σου» (σ. 11).
Οι σχέσεις των γονιών με τον έφηβο περνούν μια κρίση. Μια “αμοιβαία δυσπροσαρμοστία” εμφανίζεται. Οι γονείς φοβούνται κι ανησυχούν για το πού θα οδηγήσει η ψυχοσωματική εξέλιξη το παιδί τους. Εκείνο πάλι τους βλέπει χωρίς την παλιά τους “αυθεντία”, ανθρώπους κοινούς, κατά κανόνα συντηρητικούς, με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Το “χάσμα των γενεών” έχει δημιουργηθεί στην οικογένεια.
Σε μια τέτοια ώρα είναι γραμμένο το βιβλίο του Στ. Γ. Κλώρη. Ο πατέρας αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει στο γιο του, με μια γλώσσα που να υπερβαίνει τις τυπικές κουβέντες της καθημερινής
σχέσης. Στέκεται κοντά του με κατανόηση:
«Σε κρυφοκαμαρώνουμε με τη μητέρα σου [...] τα πρωινά που με το “καλημέρα” σου ξεκινάς για τους “δονκιχωτικούς” αγώνες, οπλισμένος με τη νεανική σου αμφιβολία, την ευλογημένη αμφισβήτηση καθώς και την υπόσχεση πως εσύ και η γενιά σου θα αλλάξετε αυτό που εμείς δεν καταφέραμε!» (σ.16).
Αποδέχεται κι αναγνωρίζει την ανάγκη της διαφωνίας του:
«Μα γιατί πρέπει να συμφωνούμε; Έχεις ολόκληρη τη ζωή μπροστά σου για να μετρήσεις τις αστοχίες σου. Χαίρομαι το ότι κρίνεις, συγκρίνεις, κατακρίνεις, ανακρίνεις, αμφισβητείς και επιμένεις ώσπου να διακρίνεις, έστω και μετά από καιρό, και το δίκαιο του άλλου. Απορρίπτεις εύκολα όταν δεν πείθεσαι. Μα οφείλεις να έχεις το θάρρος να αναλαμβάνεις την ευθύνη των λόγων και σε λίγο και των πράξεών σου» (σ.16). Με την τελευταία φράση ο πατέρας προχωρεί πιο πέρα από την απλή “κατανόηση”. Στην υπόδειξη, στη συμβουλή. Όχι σαν “διδασκαλία από καθέδρας”, που την αισθάνεται ως υποχρέωση του. Αλλά σαν ξεχείλισμα αγάπης, σαν ανάγκη που απορρέει από μια ψυχική επαφή. Ο πατέρας καταθέτει ό,τι έχει αποκομίσει από την εμπειρία της ζωής, “τον καλύτερο δάσκαλο όλων μας”. (σ. 17).
ΟΛΟΚΛΗΡΟ το “Δεκαοκτώ και κάτι…” είναι ένα συνδυασμός καταγραφής, σαν από ευαίσθητο σεισμογράφο, των συναισθηματικών κραδασμών που δημιουργούν στο συγγραφέα κάποιες στιγμές εντονότερης ψυχικής προσέγγισης με τον έφηβο γιο του και των “απαντήσεων” που δίνει η πείρα του. Κι αυτό γίνεται με μια συγκινητική απλότητα, χωρίς τίποτα το “κατασκευασμένο” και σ’ ένα χαμηλό τόνο φωνής. Ο Στ. Γ. Κλώρης μιλεί αυθόρμητα, εγκάρδια και με ειλικρίνεια. Ο πατέραςγίνεται φίλος και συνάνθρωπος. Αυτή είναι κι η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου του. Η θερμότητα που αποπνέει κάθε σελίδα του, η ψυχική ζεστασιά. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι στο τέλος κάθε μικρού κεφαλαίου σημειώνεται, σαν ένα είδος ημερολογιακής ένδειξης, το γεγονός που προκάλεσε το γράψιμο του: “Μια μέρα όλα πήγαιναν “ στραβά”. “Την η μέρα που είδαμε μαζί το πρώτο χελιδόνι”. “Τη μέρα που πέθανε ο παππούς”. “Τότε που καμάρωνες με τις ώρες το σώμα σου στον καθρέφτη”. “Κάποιο δειλινό που αναρωτήθηκες τι είναι αγάπη και τι προσφορά”. Βλέπομε πως ό,τι γράφεται στο “Δεκαοκτώ και κάτι…” έχει άμεση σχέση με κάποιες στιγμές με ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος για τον έφηβο.
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ βιβλίο του Στ. Γ. Κλώρη θίγονται, με την ίδια απλότητα πάντα αλλά με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τα περισσότερα από τα βαρύνοντα θέματα της εποχής μας: Η αδυναμία της επιστήμης να προσφέρει την ευτυχία στο άτομο. Η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους λαούς. Η αλόγιστη σπατάλη των πλουτοφόρων πηγών κι η μόλυνση της γης. Η υπερκατανάλωση. Η πείνα κι οι εμφύλιοι πόλεμοι στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ο κομπασμός κι η “ύβρις” του ανθρώπινου νου, που “παίζει εν ου παικτοίς”. Η εξάπλωση της χρήσης των ηλεκτρονικών μηχανημάτων, που οδηγεί σε αποξένωση τους ανθρώπους. Ο κίνδυνος οι μηχανές να πάρουν τη θέση των παλιών, δοκιμασμένων αξιών. Η κυριαρχία των ΜΜΕ που επηρεάζουν καταλυτικά τη ζωή μας, διαμορφώνουν δικές τους ιδεολογίες και κλίμακες αξιών.
Οι “αόρατες” οικονομικές δυνάμεις κι ο φόβος να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της διακυβέρνησης του κόσμου. Το κενό στην ψυχή του ανθρώπου, που όλο και μεγαλώνει “σαν τρύπα του όζοντος”.
Μ’ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ και συχνά με μιαν αξιοσημείωτη βαθύτητα σκέψης σταματά ο συγγραφέας, έστω και για λίγο, στα προβλήματα της ύπαρξης και των διαπροσωπικών σχέσεων, που απασχολούν
πάντα τον άνθρωπο και που πρέπει ο καθένας να τα λύσει για τον εαυτό του. Μιλεί, λοιπόν, στον έφηβο για την επαφή με τη φύση, για την υγεία, για την ισορροπία ψυχής και σώματος, για τον
έρωτα, για τον πόνο, τη μοναξιά, το παρελθόν και το μέλλον, το θάνατο, την αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση, τη δημιουργία και την προσφορά προς το σύνολο, την ηθική συνείδηση, το μέτρο σ’
όλες τις εκδηλώσεις, τη συνδιαλλαγή, συμφιλίωση και γενναιοδωρία προς τους άλλους, τη συγχώρηση και τη συμπόνοια, την αγάπη, την ανάγκη μιας βιοθεωρίας ως πυξίδας στη ζωή, τη συνέπεια και τι ανάληψη των ευθυνών και για άλλα πολλά.
Η ΣΥΝΤΟΜΗ αναφορά σε τούτα τα θέματα δείχνει μια γνώση που αποκτήθηκε από πείρα ζωής, που έγινε βίωμα, και τώρα προσφέρεται ως πατρική καθοδήγηση σ’ αυτούς που βρίσκονται στην αφετηρία δικής τους υπεύθυνης ζωής:
«Πάνω απ’ όλα σου εύχομαι η καρδιά σου να είναι ζεστή, τρυφερή, ζωντανή, μεγάλη κι αληθινή. Να βρίσκεις τη δύναμη, εσύ ξέρεις πώς, όταν η απελπισία κι η απογοήτευση σε κυριεύουν και σε καταβάλλουν, να ορθώνεσαι γρήγορα. Και τις φιλίες που έχουν ημερομηνία “λήξης” και την αγάπη που θα σε προδώσει, να προσπερνάς όσο πιο ανώδυνα μπορείς» (σ. 41-42). «Όμως ο κόσμος σου θα πρέπει να στηρίζεται σε κάποια βιοθεωρία που αποτελεί για σένα καταφυγή στις δύσκολες στιγμές και ορμητήριο για τους μετέπειτα αγώνες σου. Το σταθερό υπόβαθρο των σκέψεων σου ας το αποτελούν εκείνες οι αιώνιες, ακλόνητες αξίες. Οι απρόσβλητες από τους εφήμερους μοντερνισμούς που θέλουν να κηρύξουν πρώτη αξία το χρήμα, την εφήμερη απόλαυση, το ατομικό συμφέρον» (σ. 25). «Το ολοκληρωτικό δόσιμο σε κάποιον δείχνει ανελεύθερο άτομο. Του στερεί την ασπίδα αυτοπροστασίας του. Χρειάζεσαι ένα “χώρο” αποκλειστικά για τον εαυτό σου αν θέλεις να επιβιώσεις και να βιώσεις χωρίς κλυδωνισμούς μεγάλους τη ζωή σου! Πάντα στα έγκατα της ψυχής σου ‘χεις ένα ιερό “άβατο”. Ένα τμήμα του εαυτού σου, όπου δε θα επιτρέπεις την είσοδο σε κανένα: Εσύ κι ο εαυτός σου μόνον… “Ενώπιος ενωπίω εσύ με τις πράξεις σου”…» (σ.29).
ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ κομμάτια του βιβλίου, όπως τα αποσπάσματα που παραθέσαμε, η ήρεμη στοχαστικότητα του Στ. Γ. Κλώρη συνδυάζεται με μια τρυφερότητα που αγγίζει την ποίηση. Η συχνή, άλλωστε, αναφορά του συγγραφέα σε ποιητές και πεζογράφους, φιλόσοφους κι επιστήμονες από την αρχαιότητα ως σήμερα, Έλληνες και ξένους, δείχνουν την οικείωσή του με το γενικότερο πνευματικό χώρο. Ο έφηβος κάποτε του προσάπτει επιτιμητικά το ότι “μιλεί με λόγια ξένων”. Η απάντηση που δίδεται μέσα στο βιβλίο και πειστική είναι κι εξηγεί τη σχέση μαθητείας και πνευματικής συγγένειας του συγγραφέα και κάθε πνευματικού ανθρώπου – προς τα μεγάλα πνεύματα της λογοτεχνίας και της σκέψης:
«Φίλε μου, μιλώ πιότερο με δανεικά λόγια που τυχαίνει να τα ‘χω ενστερνιστεί με τα χρόνια κι έχουν γίνει ένα με το αίμα μου. Η σοφία των άλλων, δοκιμασμένη και νικήτρια στο χρόνο πείρα, έχει γίνει και δική μου. Κι αν τα λόγια αυτά δεν σ’ αγγίζουν τώρα, θέλω να πιστεύω πώς αργότερα, όταν κι εσύ πια γίνεις γονιός, κάτι θα σου θυμίζουν» (σ.37).
=================================
Το βιβλίο “Δεκαοκτώ και κάτι…”, του Στ.Γ. ΚΛΩΡΗ
έχει μεταφραστεί με επιτυχία και στα γαλλικά, από την κα Claire Moferier (ERE, Bordeaux) και έχει παρουσιασθεί υπό μορφή θεατρικού αναλογίου, στο γαλλικό κοινό:
======================
Για τον ΓΙΑΝΝΗ ΑΤΖΑΚΑ, φίλο και συμπαιδοπολίτη, αλλά και βραβευμένο
με α’ κρατ. βραβείο για τη μυθοπλασία του “ΘΟΛΟΣ ΒΥΘΟΣ” (2008)
η παραπάνω βιβιοπαρουσίαση επιγραμματικά:
“Ευχαριστούμε πολύ αγαπητέ Σταύρο!
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και η βιβλιοπαρουσίαση του Μανουσάκη πολύ κατατοπιστική
(σαν να έχει κανείς μπροστά του το βιβλίο!)
Πολλά φιλικά χαιρετίσματα Γ.+Γ. (Γιάννης και Γιώρα)”