Για τα γηρατεια και πάλι… (Χ.ν., 15-7-24)
Posted on 15 Ιουλ, 2024 in Δοκιμές, Κείμενα | 0 comments
ΓΙΑ ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ…
“Περνούσα αμέριμνος προχθές από τις διαβάσεις, όταν ένας 35άρης μηχανόβιος, με μεγάλου κυβισμού μηχανή, κόντεψε να με παρασύρει. Οργισμένος μάλιστα, μου φώναξε σχεδόν βρίζοντάς με:
-Πέρα, ρε γέρο!
Ώσπου να συνέλθω απ’ τον τρόμο, ο νεαρός ξαναγύρισε με τη μηχανή του και μου πέταξε δήθεν προστατευτικά:
-Πρόσεχε, γιατί την επόμενη φορά μπορεί να μην υπάρχεις!
Κι όμως, εγώ περνούσα τις διαβάσεις σύμφωνα με το νόμο και τα σήματα της τροχαίας. Αλλά, η δύναμη της νεανικής ηλικίας επιβάλλεται στην αδυναμία των υπερηλίκων ξεπερνώντας νόμους και κανόνες.
Τον κοίταξα ήρεμα και του είπα:
-Κι εγώ υπήρξα νέος και ξέρω τι σημαίνουν τα νιάτα… Μακάρι, λεβέντη μου, κι εσύ να φτάσεις στα χρόνια μου, για να μάθεις τί σημαίνουν και τα γηρατειά…” (Ένας σόκαιρος, Ιούλ. 2024)
ΝΑΙ! Τα νιάτα -τα “νιότα” όπως τα θέλει ο μεγάλος Στειακός ποιητής Κωστής Φραγκούλης (1905-2005) (1), είναι σφριγηλά, αστόχαστα, δυναμικά, μα εφήμερα κι αυτά. Τα γηρατειά από την άλλη, μετατοπίζονται ηλικιακά ανάλογα με το εκάστοτε αποδεκτό προσδόκιμο ζωής. Έτσι, σύμφωνα με έναν βρετανό καθηγητή (Maley, 1960-) στην ελληνορωμαϊκή εποχή το προσδόκιμο ζωής -λόγω των συχνότατων πολέμων- ήταν τα 20 χρόνια. Το 1000 μ.Χ. έγιναν 30, στα μέσα του 19ου αιώνα έφτασαν τα 39, το 1911 τα 46 και το 1930 τα 55 χρόνια. Σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες, οι μεν γυναίκες ζουν 83-85 χρόνια, οι δε άντρες 77-79 χρόνια.
ΣΗΜΕΙΟ τριβής λοιπόν, για κυβερνήσεις και χορήγηση… συντάξεων, παραμένει από ποια ηλικία και μετά θεωρείται κανείς «γέρος». Η έννοια των γηρατειών και η λεγόμενη “σύνταξη γήρατος” ποικίλουν: Η εφημερίδα “Εστία” στα τέλη τού 19ου αιώνα έγραφε πως, «γηραιός κύριος, ετών 40, παρεσύρθη υπό αμάξης!». Η είδηση επαναλείφθηκε στη δεκαετία του 1950: “γέρων, ετών 45, παρεσύρθη υπό αυτοκινήτου και μετεφέρθη εις νοσοκομείον”. Αλλά και τα λαϊκά τραγούδια της μεταπολεμικής περιόδου μιλούσαν για νέους που ζούσαν τη ζωή τους “μέχρι τα 40 τους” (2) κι έπειτα ξοφλούσαν!
ΣΗΜΕΡΑ βλέπουμε στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων “νέους 50, 60, 70 ετών”, να αναζητούν γνωριμίες γυναικών δια “γάμον”, “δια καλόν σκοπόν”, για “παρέα” με πρόσθετες παροχές, ή και για “ό,τι ήθελε προκύψει”. Η ηλικιακή μετατόπιση και των δυο φύλων συνεχίζεται, όσο η επιστήμη, με φάρμακα ή με νέες επινοήσεις τής γηριατρικής, το επιτρέπει. Στην εποχή μας τα περισσότερα υπερήλικα άτομα φροντίζουν να έχουν εναλλακτικές απασχόλησης (“Το ψωμί του γέρου, ζυμώνεται στα νιάτα του”) αλλά κι ένα μικρό κομπόδεμα για τα γηρατειά, ώστε αυτά να είναι “ανώδυνα” και “ανεπαίσχυντα”.
ΑΛΛΑ, να πως έβλεπε τα γ η ρ α τ ε ι ά, πριν από περίπου 60-65 χρόνια ο ποιητής Κωστής Φραγκούλης, τότε που ακόμη δεν υπήρχε σοβαρή κοινωνική ασφάλιση για τους εργαζόμενους, ούτε καν “αγροτική σύνταξη”. Ήταν βαριά τα γηρατειά και οι γέροι (“γεροντήδες”) ξωμάχοι της ζωής αναθίβαναν νοσταλγικά το “άπραγο” παρελθόν και τον “στέρφο καιρό” τους. (Μέσα σε παρένθεση, γίνεται προσπάθεια για απόδοση των κρητικών λέξεων στη νεοελληνική):
“Όντε γεράσει ο άνθρωπος, καλιά ντου να ποθαίνει,
παρά να ζει να τήγεται (=λιώνει), απ’ όλους ξεχαημένος.
Περνούν οι μέρες τ’ άπραγες και στέρφος (=άκαρπος) ο καιρός του,
κι ύπνος γλυκύς δεν του κολλά τη νύχτα στην πεζούλα
ν’ αναθιβάνει τα παλιά, να φέρνει με το νου ντου,
τσι περασμένες του χαρές, τση νιότης τα τσαλίμια (=σκέρτσα)
τσι κόρες που λογόστεσε (=πρόδωσε), τς αγάπες όπ’ αρνήστη
τσι προξενειές που γύρισε -μετανοιωμούς που τς έχει! (….)
Δεν ήτονε άλλος άξος του στα κοντοχώργια νά’χει
τη λεβεντιά, τσι χάρες του, τς αντρειάς του τον αέρα
και δέτε πως απόδωκε (=κατάντησε): των κοπελιώ περγέλιο (=περίγελο),
κι ο κακουρές (=ξεπεσμένος) τω χωριανώ -ψεύτης πού’ ναι ο κόσμος!
Οι-γ-εδικοί του γούζουνται (=λυπούνται), οι ξένοι δεν του στρέφουν,
και τόνε τρώει η μοναξιά του γέρου το σαράκι,
να κάθεται στην παραστιά, να μύσει (=βαριανασαίνει), να παλεύγει
τσης νιότης του τς αφανταξές (=όνειρα), ν’ ανεχεντρώνει ο νους του,
να γραίνονται τα μάτια ντου, να λουχτουκιά (=γοργοχτυπά) η καρδιά ντου,
καθώς γροικά στη γειτονιά τση λύρας τα μαϊδια (=χτύπους),
τση νιότης το συντάλλαχο (=βαβούρα) αψύ στα καντιρίμια.
Κι ανε προβάλει, ίντα δα πουν οι νιοι για όνομής του;
Εκουζουλάθη ο γεροντής κι εχάσε ντα αλαβάρι (=την πραγματικότητα)…
και κάθεται και τήγεται κι αποζητά το Χάρο.”
ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ θεωρούνται ένας άλλος κόσμος: Αποξενωμένος, αποκομμένος από τη σύγχρονη ζωή, ακατανόητος από τις άλλες γενιές-ειδικά τις νεότερες, περιθωριοποιημένος από “εχθρικές” κυβερνήσεις και κόμματα. Όταν θέλει κάτι η κάθε κυβέρνηση, αποκόπτει από τις συντάξεις των γερόντων, τις οποίες δεν επαναφέρει ποτέ (οικονομική κρίση) στο αρχικό τους ύψος. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως “οι γέροι τρώνε χαράμι το ψωμί”, αφού δεν δουλεύουν! Το να μιλήσει κανείς για ιδιαίτερη φροντίδα ή κρατική μέριμνα για τη λεγόμενη “τρίτη ηλικία”, μάλλον ματαιοπονεί. Και καλά δεν φροντίζει τους γέρους. Δεν φροντίζει ούτε τις γενιές που είναι σε αναπαραγωγική ηλικία: ήδη προ πολλού στη χώρα μας, οι θάνατοι είναι πολύ περισσότεροι από τις γεννήσεις. Το δ η μ ο γ ρ α φ ι κ ό (υπογεννητικότητα) βρίσκεται προ των πυλών και σε λίγα χρόνια “οι γεροντήδες” θα είναι περισσότεροι από τους “νεοντήδες”, όπως περιπαιχτικά ονομάζει τους νέους ο Κ.Φρ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, τα γηρατειά παραμένουν απωθημένα από τις κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί ένα είδος “ηλικιακού ρατσισμού”, όσο κι αν αλλάζουν οι καταστάσεις, όσο κι αν θέλουμε να πούμε ότι “εκπολιτιζόμαστε”. Όπως μάλιστα έγραφε γύρω στα 1970 για το θέμα των γηρατειών η Simone de Bauvoir (3), “…ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία συμπεριφέρεται στους γέρους της αποκαλύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας και την αλήθεια -που συχνά αποκρύπτεται επιμελώς- για τις αρχές και τους σκοπούς της.” (11-7-24)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Κωστής Φραγκούλης, τα Δίφορα, β’ τ. Ηράκλειο, 1988 [“Τα Νιότα”, (απόσπασμα)]:
“Δεν είν’ τα νιότα, ζάβαλε, παράς να τα φυλάξεις,/ τσεκίνια, χρυσοκόσαρα, φλουργιά να τα στερέψεις,/ κασέλες, παρακάσελα, κεμέρια να γεμίσεις,
γη να τα βάνεις στον κιρά, κρέτιτο να τα δίδεις,/ το διάφορό ντως να ρουφάς, τον τόκο να βυζάνεις/ για τα καλά γεράματα να τά’ χεις αποκούμπι.
Παράς είναι λοϊσιμος και μπιζηλή μονέδα/ π’ άμα πομείνει αξόδευτη, πέραση μπλια δεν έχει·/ ‘μόλογο π’ α δεν πλερωθεί στη διορία πάνω/ η βούλα του ξεπλύνεται, σκέτο χαρτί λογάται· (…)
Για κείνο πού’ χει στόχαση και νου, μην τα λυπάται,/ μην τα ψηφά τα νιότα του κι ας μην τα λογαριάζει·/ ας τα ξοδεύγει στσι χαρές, στα ζεύκι’ ας τα ρογιάζει/ πριχού να ρθεί χινόπωρος…”
-(2) “Και ο μήνας έχει εννιά” (1953). Γνωστό τραγούδι με τον Ν. Γούναρη και το “Ιρίο Κιτάρα”, σε σύνθεση Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Γ. Τζαβέλλα:
“Όσο ζει ο άνθρωπος, κοίτα, παρατήρησε
μέχρι τα σαράντα του, κι ύστερα μπατίρισε…”
-(3) Simone de Beauvoir (1908-1986), “La Vieillesse” (=Τα Γηρατειά). Paris, Gallimard [1970]