ΣΥΜΗ, η Ωχρή Μοναξιά… (“Κριτικά Φύλλα”, 1973)
Posted on 4 Ιουν, 2024 in Κείμενα | 0 comments
ΣΥΜΗ, η Ωχρή Μοναξιά… (Κριτικά Φύλλα, 1973)
Γράφαμε το Σεπτέμβρη του 1973, βαρυφορτωμένοι από μνήμες της ΣΥΜΗΣ, το παρακάτω σύντομο οδοιπορικό το οποίο ο Αλεξανδρινός λόγιος της εποχής, με ρίζες στη Σύμη, Ιωάννης Χατζηφώτης, δημοσίευσε αμέσως στο καλό λογοτεχνικό περιοδικό “ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ” :
====================
Στ.Γ. Κλώρης
ΣΥΜΗ, Η ΩΧΡΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
“Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
πού έχοuνε σκεπή τό χαμηλό ούρανό μέρα και νύχτα…” [Γ. Σεφέρης]
Σύμη: Το νησί όπου βασιλεύει ένας καυτός ήλιος, μια γκριζωπή πέτρα και μια ήσυχη θάλασσα.
Ο ήλιος, η πέτρα κι ή θάλασσα: στοιχεία της ζωής και του ονείρου.
Δυο ώρες απ’τη Ρόδο με το πλοίο της γραμμής· με τα εμπορικά και τα ψαροκάϊκα περισσότερο. Το ταξίδι πάντα θαυμάσιο, μ‘ένα παντοτινό δροσερό αέρα που θαρρείς έρχεται απ’τον παράδεισο.
Η θάλασσα εδώ έχει άλλο χρώμα. Πέφτει προς το βαθυγάλανο και είναι πιο αλμυρή. Έτσι και τα θαλασσινά έχουν μια γεύση ιδιαίτερα νόστιμη.
Η πόλη έχει αμφιθεατρική όψη. Όταν μπαίνης στο λιμάνι, νομίζεις πως χιλιάδες μάτια καρφώνονται μονομιάς πάνω σου. Όπως όταν βγαίνης στη σκηνή… Γι αυτό και αισθάνεσαι ένοχος για την εγκατάλειψή του, την ερημιά του, τη σιωπή του. Το μάτι σου βέβαια, χαίρεται τη μεγαλοπρέπεια των σπιτιών. Λες από μέσα σου:
«Να, μια όμορφη πόλη!». Όμως…
Περιμένεις να δης κόσμο πολύ να κυκλοφορή. Έπειτα λες πως μπορεί να‘ ναι απασχολημένος στη δουλειά. Περιμένεις την κίνηση, τη ζωντάνια, το γέλιο, τη χαρά. Όμως …
Τίποτε απ‘ δλα αυτά.
Ο γιαλός ειν‘ όμορφος. Το «Χωριό» γραφικό, πιο όμορφο σαν θέα..
Τα σπίτια, κτισμένα θαρρείς απ‘ τον ίδιο καλλιτέχνη, σ‘ ένα ρυθμό: αρχαϊκό κλασσικό, με αέτωμα στην πρόσοψή τους. Αυτός ο ρυθμός εκφράζει και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, κατοίκου αυτού του βράχου. Γιατί ο Συμιακός είναι μια μορφή τραγική, χαραγμένη απ’ τη μοίρα, το χρόνο και τη θάλασσα τη «λεβεντοπνίχτρα και φαρμακερή». Νησιώτικη μορφή, αντιφατική που αλλάζει όψεις σαν το υγρό στοιχείο, που θυμώνει καί γαληνεύει σαν τον καιρό, που γελά και κλαίει σιμά-σιμά…
Το «Ρολόι» -το Πετρίδειο- χρόνια τώρα, με τους μεγάλους δείκτες του, ξυπνά και κοιμίζει με το μονότονο κτύπο του, την πόλη. Μας υποδέχεται ψυχρά, όπως χθες τους σφουγγαράδες, σήμερα εμάς, αύριο ποιος ξέρει…
Κι όμως το νησί αυτό του ομηρικού Νιρέα -που πήρε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας κι ήταν ο πιο όμορφος μετά τον Αχιλλέα-, το νησί όπου άλλοτε έσφυζε η ζωή, όπου κυλούσε στα καπηλειά το κρασί και στ‘ αμπάρια η πραμάτεια της Μπαρμπαpιάς, του Τούνεζι και του Αλγέρι, το νησί που στη δόξα του μέτραγε 30.000 ψυχές…, σήμερα αργοπεθαίνει, λησμονημένο από ανθρώπους, πολιτείες και θεούς.
Μετρήσαμε το σφυγμό του. Κάτοικοι 2.496 στην τελευταία απογραφή (1971). Πριν δέκα χρόνια μέτραγε κι άλλους χίλιους. Προπέρυσι έγινε εδώ ένα συνέδριο. «Πανσυμαϊκό» το είπανε, για να σώσουν το νησί απ‘ τον ανελέητο μαρασμό.
Όμως…
Οικογένειες, μέρα τη μέρα μισεύουν, οι μαθηταί στο Γυμνάσιο λιγοστεύουν κάθε χρόνο, τα Δημοτικά από τρία γίναν δύο κι ο… Τουρισμός αργοπορεί.
Ένα δυνάστη γνωρίζεις. Τον Ήλιο, που σίγουρα θα πρέπει νά’ναι ερωτευμένος μαζί του, αφού για δέκα μήνες, το χαϊδεύει ως τα τελευταία μύχια του.
Καυτή πέτρα, αλμυρή, πεντακάθαρη θάλασσα και μοναξιά ασκητική: στοιχεία ποιητικά, αλλά και πηγές του παραλόγου. Εδώ ο νους έχει το χρόνο ν‘ αλητεύη στα μονοπάτια του νιρβάνα. Γίνεται νωχελικός, εφησυχάζει μ‘ όσα βλέπει, οργίζεται γι αυτά που χάνει και δεν ζηλεύει αυτά που δεν ζη. Τόπος άφατης γαλήνης κι επαφής με το Απειρο, το Θεό…
Tα ερείπια – τα «χαλατά» – εlναι οι βουβοί μάρτυρες της ξένης θηριωδίας του τελευταίου πολέμου. Μια αιτία που σκόρπισε στα πεντανέμια τους γιούς του νησιού. Φαντάζουν στο φεγγαρόφωτο καί ζωντανεύουν με τις μεγάλες σκιές τους τον παλιο καλό καιρό του πλούτου. Τώρα δεσπόζουν ασάλευτα, χορταριασμένα, επικίνδυνα για τον επισκέπτη που θέλει ν‘ ανεβή απ‘ τηv «Καλή Σκάλα» για ν‘ αγναντέψη την Παναγια του Κάστρου, το λιμάνι ή την Ανατολή.
Tο θέαμα απ’ το «Χωριό» είναι αποκαλυπτικό: Το λιμάνι του θεού σε σχήμα πετάλου, το «Χαράνι» -με κορώνα την εκκλησία του Ευαγγελισμού- και πιο πέρα, στο βάθος, ο Νημπορειός, η Νύμος με την Ανάληψη. Όλα σε καλούν σιμά τους. Μια απέριττη θαλασσογραφία, σπάνια σε γραφικότητα, χρώμα, φως, γλυκύτητα. Όμως…
Αισθάνεσαι πως το νησί αργοσβήνει, έπειδη το θέλει η μοίρα του: η μοίρα των παιδιών του που λιποτακτούν και δεν ξαναγυρίζουν.
Το σκηνικό στη χαρά καί στη λύπη δεν αλλάζει: Το νησί, πάντα ψυχρό, βλέπει με απάθεια τα παιδιά του να σμίγουν στο πανηγύρι του «Πανορμίτη» και πάλι με βουλιμία να χωνεύει αυτούς που λάκισαν κι έχουν σαν τάμα να ξεκουρασθούν στον κόρφο του για πάντα. Το νερό ειναι βρόχινο. Από τη στέρνα για να πιης και να πλυθής. Δρόμοι δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνο ο ήλιος, αιώνιος μάρτυς, σιωπηλός στην τραγωδία. Καί μια θάλασσα που τρώει λίγο- λίγο το σκληρό βράχο…
Κι όμως, οι αυλές την άνοιξη μυρίζουν διόσμο και γαρδένιες.
Η ζωή γελά στα ξένοιαστα πρόσωπα των παιδιών. Το τραγούδι του καημού και της αγάπης ψιθυρίζεται παντού κι η ελπίδα, σιμά στην καλωσύνη και την φιλοξενία αποδιώχνει τους κακούς καιρούς καί αγκαλιάζει ανοιχτόκαρδα το μέλλον.
===============================
[Το παραπάνω Οδοιπορικό, με τις λίγο αντιφατικές εικόνες και τα μπερδεμένα συναισθήματα γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1973, όταν πια είχα μετατεθεί στο Κιλκίς, αλλά έμενα στη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό του Συμιακου αξιόλογου φιλόλογου και λόγιου Ιωάννη Χατζηφώτη, “ΤΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ” (τόμος Β', τεύχος 11, σελ. 334-335, 1973. Φυσικά από τότε Σύμη, άνθρωποι, και Ελλάδα άλλαξαν ριζικά.
Ευτυχώς προς το καλύτερο.
Αν συγκρίνει σήμερα κανείς τη Σύμη του τότε με τη σημερινή, τα πάντα είναι αγνώριστα. Όμως, η ιστορία ενός τόπου δεν είναι μόνο το σήμερα. Κυρίως είναι το χθες στο οποίο στηρίζονται, αλλά και απορρέουν, όλα. (Χανιά, 2024, Θεριστής)]