"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Επιστολή στη μάνα (“Lettera alla madre”, Salvatore Quasimodo, 1901-1968)

 

 

 

 

“Lettera alla madre”, Salvatore Quasimodo

«Mater dolcissima, ora scendono le nebbie,
il Naviglio urta confusamente sulle dighe,
gli alberi si gonfiano d’acqua, bruciano di neve;

 

(=«Γλυκύτατή μου μάνα, τώρα οι ομίχλες κατεβαίνουν,
το Naviglio
χτυπιέται πάνω κάτω στα φράγματα,
τα δέντρα φουσκώνουν από το νερό, καίγονται από το χιόνι.


 

 


 

non sono triste nel Nord: non sono
in pace con me, ma non aspetto
perdono da nessuno, molti mi devono lacrime
da uomo a uomo. So che non stai bene, che vivi
come tutte le madri dei poeti, povera
e giusta nella misura d’amore
per i figli lontani. Oggi sono io
che ti scrivo.»

 

(=Δεν είμαι λυπημένος στο Βορρά: δεν είμαι

σε ειρήνη με τον εαυτό μου, αλλά δεν περιμένω

συγχώρεση από κανέναν, πολλοί μου χρωστάνε δάκρυα
από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, ότι ζεις
όπως όλες οι μητέρες των ποιητών, φτωχή
και δίκαιη στο μέτρο της αγάπης
για τα παιδιά που βρίσκονται μακριά σου. Σήμερα είμαι εγώ

που σου γράφω.»

 

 

 

 

Finalmente, dirai, due parole
di quel ragazzo che fuggì di notte con un mantello corto
e alcuni versi in tasca. Povero, così pronto di cuore
lo uccideranno un giorno in qualche luogo.–

«Certo, ricordo, fu da quel grigio scalo
di treni lenti che portavano mandorle e arance,
alla foce dell’Imera, il fiume pieno di gazze,
di sale, d’eucalyptus. Ma ora ti voglio, dell’ironia che hai messo

sul mio labbro, mite come la tua.

 

(= – Επιτέλους, θα πεις, να δυο λόγια
από εκείνο το αγόρι που έφυγε βράδυ με κοντό παλτό
και κάτι στίχους στην τσέπη. Φτωχό, τόσο ευαίσθητο στην καρδιά
θα το σκοτώσουν μια μέρα κάπου.–
«Φυσικά, θυμάμαι, ήταν από εκείνο το γκρίζο σταθμό
των αργών τρένων που έφερναν αμύγδαλα και πορτοκάλια,
στις εκβολές της Ίμερας, το ποτάμι το γεμάτο κίσσες,
αλάτι, ευκάλυπτους. Μα τώρα σε θέλω, με την ειρωνεία που βάζεις

στα χείλη μου, ήπια σαν τα δικά σου.

 

 

 


 

Quel sorriso m’ha salvato da pianti e da dolori.

E non importa se ora ho qualche lacrima per te,
per tutti quelli che come te aspettano,
e non sanno che cosa.Ah, gentile morte,
non toccare l’orologio in cucina che batte sopra il muro
tutta la mia infanzia è passata sullo smalto
del suo quadrante, su quei fiori dipinti:
non toccare le mani, il cuore dei vecchi.

Ma forse qualcuno risponde? O morte di pietà,
morte di pudore.Addio, cara, addio, mia dolcissima mater.”

 

(=Αυτό το χαμόγελο με έσωσε από τα δάκρυα και τον πόνο.

Και δεν πειράζει αν τώρα έχω δάκρυα για σένα,
για όλους αυτούς σαν κι εσένα που περιμένουν,
και δεν ξέρουν τι. Αχ, ευγενέστατε θάνατε,
μην αγγίζεις το ρολόι του τοίχου στην κουζίνα
όλα τα παιδικά μου χρόνια αποτυπώθηκαν στο σμάλτο
του καντράν του, σε εκείνα τα ζωγραφισμένα λουλούδια:
μην αγγίζεις τα χέρια και τις καρδιές των γερόντων.
Μα, ίσως κάποιος απαντήσει; ω θάνατε του ελέους
,

θάνατε της αιδημοσύνης. Αντίο αγαπητή μου, αντίο, γλυκύτατη μάνα”

 

[“Lettera alla madre”, la poesia di Salvatore Quasimodo dedicata a sua mamma.

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά, Στ.Γ.Κ.]

 

 

 


Σχολιάστε