Αγιος Αλέξιος, Ο Άνθρωπος του Θεού (ο άγιός μου!)
Posted on 17 Μαρ, 2024 in Κείμενα | 0 comments
17 Μαρτίου- Μνήμη Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού.
[Eίναι ο Άγιος που συμπαθώ. Όχι τυχαία. Μικρός, άκουγα τη μάνα μου, πρπροσφυγοπούλα δεύτερης γενιάς από την Πάφρα του Πόντου, να τραγουδάει, με τη μακρόσυρτη γλυκιά φωνή της, το συναξάρι του Αγίου, όπως το θυμόταν και η ίδια από τη μάνα της, στα καραμανλίδικά...
Το τραγουδούσε στα τουρκικά, αφού οι Νεότουρκοι τους είχαν απαγορέυσει στον Πόντο να μιλούν ελληνικά! Έτσι, η ίδια δεν ήξερε ελληνικά. Μιλούσε όμως ποντιακά. Θυμόταν απέξω πάρα πολλές στροφές από το μακροσκελές ποίημα που χανότα στα βάθη των αιώνων, όπως ακριβώς ο Ερωτόκριτος. Και μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα, αφού οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει και την ελληνική γραφή να διδάσκεται, με απώτερο στόχο την εξαφάνιση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.
Το πρωτοάκουσα στη δεκαετία του 1950-60, το βρήκα σε κόπτικη γλώσσα αλλά και στη γαλλική σε πολλές και ενδιαφέρουσες μελέτες (Gaston Paris)… Με τον αγαπητό μου καθηγητή Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ, τον Μ. Κριαρά, είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μια συγκριτική έρευνα πάνω στο θέμα του Αγ. Αλεξίου. Η μάνα μου είχε υπόψη της ένα δάσκαλο-στο διπλανό χωριό από τη Βάθη, το Σπουργίτι-, ο οποίος, πρόσφυγας κι αυτός από τον Πόντο, είχε μια κούτα από “καραμανλίδικα” βιβλία (ελληνογράμματη γραφή σε τουρκική ηχητικά γλώσσα). Έτσι διασώθηκαν πολλά βιβλία που αφορούσαν την κρυφή μόρφωση που παρείχαν οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι στα παιδιά τους.
Η μάνα μου, κατάφερε και δανείστηκε τον “Άγιο Αλέξιο” που τον φωτοτύπησα και της τον επέστρεψα. Αυτόν τον Άγιο μου τραγουδούσε, όταν τιζεύαμε (=βελονιάζαμε) τα καπνά, εκεί στα τέλη του 1950 (μαθητής στην παιδόπολη) και στα μέσα του 1960, όταν πήγαινα επίσκεψη στο χωριό, ως φοιτητής πια. Τον τραγουδούσε και πολλές φορές, να κι ένα καυτό δάκρυ στα μάτια της. Ήταν για τον πολύπαθο άγιο; Μήπως επειδή θυμόταν τη μάνα της, τη γιαγιά μου Παρθένα, ή μήπως για την απώλεια μιας πατρίδας-τον αγαπημένο της Πόντο;
Στην εκκλησία της Βάθης-Κιλκίς, έκανα ένα εικογενειακό αφιέρωμα (μεγάλη τοιχογραφία), με τον Άγιο Αλέξιο, ενώ κι εδώ στην Κρήτη, πιο παλιά επισκεπτόμουν το εκκλησάκι του Αγ. Αλεξίου στον “Κάστελλα” της Κισσάμου. Ένα εκκλησάκι που έχτισε ο αγαπητός φίλος, ποιητής, λαογράφος, οικολόγος, ανήσυχος δημιουργός, πρόεδρος του Γραμβουσιανού Συλλόγου, Θανάσηςς Δεικτάκης, αφιερωμένο στον Άγιος Αλέξιο.
Κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα (17/3) πηγαίνω νωρίς στην εκκλησία για να ανάψω ένα κερί στον Άγιο, στη μνήμη της μάνας μου και στον πολύπαθο Πόντο...
=========================================================
Πιο κάτω είναι η σύντομη βιογραφία του Αγίου Αλέξιου, «του Ανθρώπου του Θεού»]:
«Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Οι γονείς του, ο ευλαβής συγκλητικός Ευφημιανός και η Αγλαΐα, ήσαν επί πολλά χρόνια άτεκνοι, ώσπου απέκτησαν τον Αλέξιο. Έλαβε λαμπρή μόρφωση και όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του προετοίμασαν τα του γάμου του με μια νεαρή κόρη εκλεκτής οικογένειας της αριστοκρατίας της Ρώμης. Όμως την ίδια νύκτα του γάμου τους ο Αλέξιος που ήθελε να μείνει αμόλυντος, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της συζύγου και αφού παρέδωσε το δακτυλίδι του, έφυγε κρυφά. Εμπιστευόμενος τη θεία Πρόνοια, επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφθασε στη Λαοδίκεια της Συρίας και από εκεί ακολούθησε ένα καραβάνι εμπόρων που κατευθυνόταν στην Έδεσσα (Συρίας). Εκεί σταμάτησε σε ένα ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και παρέμεινε στο νάρθηκα δεκαεπτά χρόνια, ντυμένος με κουρέλια και συντηρούμενος από τις ελεημοσύνες των πιστών που έρχονταν στο ναό να προσευχηθούν. Στο μεταξύ ο πατέρας του είχε στείλει υπηρέτες παντού για να τον βρουν, ενώ η μητέρα του φόρεσε τρίχινο ένδυμα και θρηνούσε απαρηγόρητη, η δε νύφη, με την αγάπη που δείχνει η τρυγόνα για το ταίρι της, ανυπομονούσε να έχει κάποια είδησή του. Κάποιοι από τους απεσταλμένους του Ευφημιανού έφθασαν στην Έδεσσα και έδωσαν ελεημοσύνη στον Αλέξιο, χωρίς όμως να υποπτευθούν ότι επρόκειτο για τον κύριο τους· τόσο πολύ είχε παραμορφωθεί από την άσκηση και τη σκληραγωγία που επέβαλε στο σώμα του από την αγάπη του για το Θεό. Μετά από πολλά χρόνια αγώνων, η Παναγία εμφανίσθηκε στο νεωκόρο της Εκκλησίας λέγοντας του να επιτρέψει την είσοδο στον άνθρωπο του Θεού. Βλέποντας ότι τον αντιλήφθηκαν και επρόκειτο να τον περιβάλουν με τιμές, ο Αλέξιος έφυγε παίρνοντας το πλοίο για την Ταρσό. Οι αντίθετοι άνεμοι όμως, ή μάλλον η θεία Πρόνοια, ώθησαν το πλοίο στο λιμάνι της Ρώμης. Ο άγιος υποτάχθηκε σ’ αυτό το θείο σημείο και πήγε στο πατρικό σπίτι, όπου ζήτησε από τον πατέρα του που έβγαινε εκείνη τη στιγμή, ελεημοσύνη σαν ζητιάνος. Χωρίς να αναγνωρίσει τον πολυαγαπημένο του γιο, ο Ευφημιανός, που είχε γίνει ακόμη πιο φιλάνθρωπος ύστερα από την τόσο επώδυνη αυτή απώλεια, πρόσταξε τους υπηρέτες του να δώσουν κατάλυμα στο δύστυχο άνθρωπο για όσο διάστημα επιθυμούσε να μείνει και να του δίνουν να τρώει τα περισσεύματα της τραπέζης του. Ο άνθρωπος του Θεού έμεινε άλλα δεκαεπτά χρόνια σε μια γωνιά του πατρικού σπιτιού, χωρίς να προφέρει το παραμικρό παράπονο για τις προσβολές και τις λοιδορίες των υπηρετών του.
Όταν έλαβε πληροφορία από τον Θεό ότι επίκειται η εκδημία του, ζήτησε να του φέρουν χαρτί και μελάνι, έγραψε την ιστορία της ζωής του και απέθανε. Την ίδια μέρα, κατά τη θεία Λειτουργία που γινόταν στη βασιλική του Αγίου Πέτρου, χωροστατούντος του Πάπα, παρουσία του αυτοκράτορα Ωνορίου (395-423) και πλήθους κόσμου, φωνή ακούστηκε από το θυσιαστήριο λέγουσα: «Αναζητήστε τον άνθρωπο του Θεού· θα δεηθεί για την πόλη και για όλους εσάς. Ήδη εξέρχεται του σώματος!». Καθώς το εκκλησίασμα άρχισε να προσεύχεται, η φωνή ακούστηκε ξανά αποκαλύπτοντας ότι βρισκόταν στην οικία του Ευφημιανού. Όταν η επιβλητική πομπή με επικεφαλής τον Πάπα και τον αυτοκράτορα έφθασε εκεί, ο υπηρέτης που τον φρόντιζε, αποκάλυψε ότι ο ζητιάνος που στεκόταν τόσα χρόνια πλάι στην εξώθυρα μοίραζε την τροφή του στους πτωχότερους και ο ίδιος δεν τρεφόταν παρά μόνο την Κυριακή με ψωμί και νερό, μένοντας ατάραχος, αν όχι και χαρούμενος όταν οι άλλοι υπηρέτες τον καθύβριζαν. Πήγαν στην καλύβα του και τον βρήκαν νεκρό να κρατά ένα χαρτί στο χέρι. Όταν το διάβασαν δημόσια έμειναν κατάπληκτοι από τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίον αυτός ο δούλος του Θεού είχε αγωνιστεί ενάντια στη φύση για να λάβει τα υπέρ την φύση αγαθά. Ο αυτοκράτορας και ο Πάπας βλέποντας τα δάκρυα και τους γοερούς θρήνους των γονέων του, τους συμβούλεψαν να χαίρονται μάλλον και να αγάλλονται που έφεραν στον κόσμο ένα τέτοιο άγιο, ο οποίος μέλλει να βασιλεύσει με τον Χριστό στους αιώνες. Το πλήθος συνωστιζόταν γύρω από την νεκρική κλίνη, τυφλοί έβρισκαν το φως τους, κουφοί την ακοή τους, μουγγοί δόξαζαν τον Θεό μεγαλοφώνως, πονηρά πνεύματα τρέπονταν σε φυγή, επικρατούσε τέτοια αναταραχή, που η νεκρώσιμη πομπή δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο αυτοκράτορας σκόρπισε τότε χρυσά νομίσματα με την ελπίδα ότι θα αποσπούσαν την προσοχή του πλήθους από το φέρετρο. Δεν συνέβη όμως αυτό, καθώς ο λαός περιφρονούσε το φθαρτό χρυσό για να λάβει τη χάρη της αφθαρσίας αγγίζοντας το σώμα του Αγίου. Τέλος, το τίμιο σκήνωμα εναποτέθηκε στη βασιλική του Αγίου Βονιφατίου σε λάρνακα, διακοσμημένη με χρυσό και πολύτιμους λίθους, απ’ όπου ανάβλυζε μύρο ευωδιαστό, ιαματικό για κάθε νόσου. Η κάρα του Αγίου Αλεξίου βρίσκεται στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων στην Πελοπόννησο».
(Από «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τ. 7ος Μάρτιος, Ίνδικτος, Αθήνα 2006, σ. 173-175).
Aγιος Aλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού…
Tη μνήμη του εορτάζει κάθε 17 Mαρτίου η Eκκλησία της Eλλάδος και η ιστορία του δεν παύει να συγκινεί… O ευγενής Pωμαίος που εγκατέλειψε τη σύζυγό του τη νύχτα του γάμου του και τα πλούτη του αρχοντικού του για να φύγει για τους Aγίους Tόπους, να ασκητέψει στην Eδεσσα της Συρίας, απ’ όπου επέστρεψε στη Pώμη κι έζησε σαν ζητιάνος, δεκαεπτά χρόνια, στα σκαλοπάτια του πατρικού του σπιτιού. Oταν ήλθε το τέλος του, τον επισκέφθηκε ο ίδιος ο πάπας και ο αυτοκράτωρ Oνώριος και τότε μόνο, από γράμμα που βρέθηκε επάνω του, αποκαλύφθηκε ποιος ήταν – για να περάσει στην ιστορία της Oρθόδοξης Eκκλησίας ως «ο Aγιος Aλέξιος, ο Aνθρωπος του Θεού». Στον ναό – μουσείο της Yπεραγίας Θεοτόκου της Aντιβουνιώτισσας στην Kέρκυρα, υπάρχει η περίφημη Eικόνα του Στεφάνου Tζανκαρόλα, τέλη 17ου αιώνα, που απεικονίζει όλες τις πτυχές της ζωής του ώς την αγιοποίησή του και τα λόγια του προς τον Σωτήρα Xριστό, κρατώντας τον δικό του Σταυρό του Mαρτυρίου. («Kάθε 17 Mαρτίου, μια προσευχή…») (από τον τόμο «Eικόνες της Kέρκυρας» του Παναγιώτη Λ. Bοκοτόπουλου, Mορφωτικό Iδρυμα Eθνικής Tραπέζης, 1990). ======================================== |
Saint Alexis, the Man of God
On March 30th (the 17th by the old calendar) the Church commemorates Saint Alexis, the man of God.
What a wondrous saint and how deeply moving is his life! St. Alexis was born in the 4th century A.D. in Rome, in the reign of the emperors Arcadius and Honorius. His parents, Ephimian and Aglaida, were very pious and a model of chastity and hospitality. Although Ephimian was a rich nobleman, he himself ate only once a day, but every day at his home he fed a multitude of widows, orphans, wanderers, the poor and the sick. St. Alexis also grew up to be a pious and educated young man, well-versed in the Holy Scriptures and other religious writings.
When St. Alexis came of age, his parents had him engaged to a maiden from a princely family, but after the wedding the saint came to his bride and gave her his gold ring, then went into his room, changed into a poor man’s clothes, and secretly left his house and his city. Arriving at the seashore, he found a ship that was set to sail for Asia Minor, and so he sailed on this ship, wishing to escape from the vanity of secular life. After wandering for a while, the saint came to the city of Edessa and settled there at the church of the Holy Theotokos. St. Alexis lived as a beggar at the church portal and kept a very strict fast, partaking only of bread and water. From such a severe life his whole body withered and the beauty of his face waned.
Meanwhile, his parents and his bride grieved terribly over his disappearance, while his father sent servants everywhere to search for his son. Some of them even came to Edessa, but did not recognize St. Alexis and, taking him for a beggar, gave him alms.
St. Alexis lived in Edessa at the church of the Mother of God for 17 years, and through his pious life earned God’s grace. During this time the church sacristan had a vision concerning St. Alexis: the sacristan saw an icon of the Holy Theotokos, Who said to him: “Lead into My church the man of God who is worthy of the Heavenly Kingdom; his prayer rises up to God like incense, and the Holy Spirit rests upon him like a crown upon a king’s head.”
After this vision the sacristan began to search for a man of such righteous life and, not finding him, appealed to the Holy Theotokos for help. And once more he had a vision in which he heard a voice issuing from the icon of the Theotokos, saying that the man of God is the beggar who sits at the church portal. Then the sacristan led the saint into the church, for him to live there.
However, since many people began to venerate St. Alexis for his righteous life, once more he secretly left the city, in order to flee from earthly fame. The saint boarded a ship sailing for Silicia, but by God’s Providence a storm arose during the voyage and the ship unexpectedly ended up in Rome. Then St. Alexis decided to return to his own home, but to live there as a stranger. Ephimian, seeing a poor wanderer and not recognizing his own son, greeted him warmly and ordered the servants to build him a small dwelling near the entrance to the house and to serve him.
And thus St. Alexis lived at the entrance to his parents’ house for another 17 years, overcoming many tribulations by his extraordinary patience: on the one hand, he had to bear insults from his father’s servants, who, at the instigation of the devil, taunted him most harshly; on the other hand, the saint was continuously forced to hear the pitiful weeping of his mother and his bride, who did not cease to mourn him. His heart was torn with pity at the sight of their tears, but his love for God helped him to bear this trial and to continue leading the life he had chosen.
But the time came for the saint to leave this temporal life in which he had experienced such poverty and deprivation, and to enter the joy of eternal life. At this moment a Divine liturgy was being served in the city cathedral, at the end of which a wondrous voice issued from the altar: “Come to Me all ye that labor and are heavily laden, and I will give you rest” (Matt. 11:28). All those who were present in the church fell to the ground in fear, crying out: “Lord, have mercy!” Then the voice was hear a second time: “Look for the man of God, who is already leaving this life; let him pray for the city.” Everyone began to search all over Rome for such a man, but did not know where to find him. Meanwhile, the voice from the altar was heard again: “Look for the man of God in the house of Ephimian.” At this point the king, who was in the cathedral at that time, turned to Ephimian and asked: “How is it that you, possessing such a treasure in your home, did not tell us about it?” Ephimian replied: “As God is my witness, I know nothing about it.”
Then the king arose and went together with his noblemen to Ephimian’s house, deciding to search there himself for the man of God. Arriving at the gates, they found dead the beggar who had lived at the entrance, but whose face was now shining with an angelic radiance, while his hand clasped a letter to his parents, explaining all that had happened. The king immediately ordered St. Alexis’ body to be carried into the midst of the city, so that everyone could venerate the saint. And all Rome gathered there; and all the people venerated the saint, from whom there were many healings and miracles. Afterwards the body of the saint stood in the cathedral for a whole week, open to universal veneration, and subsequently, as it was being placed in a marble casket, a stream of aromatic myrrh issued from the body, filling the entire casket. All the inhabitants of the city anointed themselves with this myrrh and were healed of all their illnesses. Saint Alexis, the man of God, reposed in 411 A.D.