Πιέρρος Ι. Τζανετάκος: “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” (ένθετο, ‘Σελίδες Ιστορίας’, τ. 05) για “Τα Παδοπολίτικα”
Posted on 28 Νοε, 2023 in Τα Παιδοπολίτικα | 1 comment
[Πραγματική έκπληξη για μένα η 'Βιβλιοκριτική”, με καθαρά ιστορικές επισημάνσεις πάνω στο βιβλίο μου “Τα Παιδοπολίτικα-Από την απώλεια στην καταλλαγή” (Χανιά 2023, αυτοέκδοση), που δημοσιεύτηκε στην καλή αθηναϊκή εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”. Η “Βιβλιοκριτική είναι γραμμένη στο ένθετο -πού αλλού;- “Σελίδες Ιστορίας”, μια και το βιβλίο αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο μιας θυελλώδους, αλλά εσκεμμένα από το ΚΚΕ θολής ακόμη εποχής, του λεγόμενου εμφυλίου, 1946-1949-στον οποίο ως συνήθως τα πρώτα θύματα ήμασταν εμείς, τα παιδιά.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ιδιαίτερα τον κ. ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΑ (διευθυντή της Καθημερινής) καθώς και τον δημοσιογράφο ΠΙΕΡΡΟ Ι. ΤΖΑΝΕΤΑΚΟ, για το ενδιαφέρον τους για το βιβλίο. Η ευρύτητα πνεύματος του πρώτου και η αντικειμενική παρουσίαση του δεύτερου αποτελούν εχέγγυα επιτυχούς πορείας της εφημερίδας. Στ.Γ.Κ., 27-11-23]
————————————————————-
ΓΡΑΦΕΙ ο δημοσιογράφος ΠΙΕΡΡΟΣ Ι. ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΣ:
“ΠΟΣΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ καταλάβουν τα παιδιά για έναν εµφύλιο πόλεµο;
Πώς διαµορφώνεται στο πέρασµα του χρόνου η µνήµη τους, ενώ είναι ήδη χαραγµένη µε σκληρές εικόνες; Όταν, άθελά τους, έχουν γίνει µάρτυρες εµπρησµών, δολοφονιών και οµαδικών σφαγών, µεταξύ ακόµα και µελών της ίδιας οικογένειας;
“Μιλάµε για παιδιά που έχασαν τον έναν ή και τους δύο γονείς τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή σε κάποια από τις φάσεις της ελληνικής εµφύλιας σύρραξης. Ή που οι γονείς τους δήλωσαν ανήµποροι να τα µεγαλώσουν. Και που τελικά πέρασαν την προεφηβική και την εφηβική ηλικία τους στις Παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης.
“Ένα τέτοιο παιδί ήταν ο Στ. Γ. Κλώρης (ψευδώνυµο του Στ. Γ. Καλαϊτζόγλου), ο οποίος µέσα από το βιβλίο του Τα παιδοπολίτικα µάς ξεναγεί στο ιδιαίτερο ταξίδι της ενηλικίωσής του εντός των δοµών -όπως θα τις λέγαµε σήµερα- της «Βασιλικής Πρόνοιας». Ένα ταξίδι που ξεκινά το 1947, όταν ο συγγραφέας ήταν έξι ετών, και ολοκληρώνεται το 1961, όταν πια η Ελλάδα προσπαθούσε να εισέλθει σε µια νέα εποχή.
Με την απόσταση του χρόνου να ξεθωριάζει τα γεγονότα, ο Στ. Γ. Κλώρης θέλει να συµβάλει µέσω της προφορικής µαρτυρίας του στην υπέρβαση των µετεµφυλιακών παθών, και δη επί ενός ζητήµατος που στο παρελθόν προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση τόσο στο πεδίο του δηµόσιου διαλόγου όσο και σε αυτό της ιστοριογραφίας.
Τα περίπου 350.000 ορφανά ήταν ακόµα µία βαριά κληρονοµιά της Κατοχής και της ένοπλης ρήξης ανάµεσα στον αστικό κόσµο και το ΚΚΕ/ΔΣΕ την περίοδο 1946-1949. Σε µια προσπάθεια αφενός να διαφυλάξει τα παιδιά από τα δεινά του πολέµου αφετέρου να υποστηρίξει την προσπάθεια ελέγχου της εµφυλιακής υπαίθρου, το Παλάτι ίδρυσε, τον Ιούλιο του 1947, µε πρωτοβουλία της Φρειδερίκης, τον «Έρανο Βορείων Επαρχιών Ελλάδος» – γνωστότερος ως «Έρανος της Βασίλισσας». Εκτός αυτών, βέβαια, δεν πρέπει να παραβλεφθεί η πλήρης αδυναμία του κράτους εκείνα τα χρόνια· να ασκήσει κοινωνική πολιτική. Μια αδυναμία που έσπευσαν -και για λόγους προβολής- να καλύψουν τα Ανάκτορα. Έτσι, περίπου 30.000 ορφανά ( σ.σ.: οι ακριβείς αριθμοί διαφέρουν στις πηγές) μεταφέρθηκαν από τις εμπόλεμες ζώνες προκειμένου να φιλοξενηθούν σε ένα ευρύ δίκτυο ιδρυμάτων, το οποίο απλώθηκε στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.
Στην άλλη πλευρά, ο ελεγχόμενος από το ΚΚΕ Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), ο οποίος στρατολογούσε και εφήβους, οργάνωσε στις αρχές του 1948 τη μεταφορά χιλιάδων παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται στις 28.000. Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν εκείνη την εποχή ήταν «παιδομάζωμα» και «παιδοφύλαγμα». Τα δύο στρατόπεδα αλληλοκατηγορούνταν, με αντικείμενο τον πραγματικό στόχο της συγκέντρωσης των παιδιών στο πλευρό τους.
Τα παιδιά, λοιπόν, κατέστησαν ένα -από τα κορυφαία μάλιστα- εμφυλιακά διακυβεύματα. Η προστασία τους -εντός ή εκτός εισαγωγικών- από τις βλέψεις των αντιπάλων αποτελούσε προτεραιότητα τόσο των αστικών δυνάμεων όσο και του ΚΚΕ. Πρέπει «να σώσουμε τα παιδιά μας των βορείων επαρχιών από την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους σε εχθρούς της πατρίδας», έλεγε τότε η Φρειδερίκη. Σε «αναμορφωτήρια» και «εγκληματικά σχέδια αρπαγής παιδιών» αναφερόταν έως προσφάτως η αριστερή βιβλιογραφία, κατηγορώντας τις κυβερνήσεις του Εμφυλίου και το Παλάτι για επιχείρηση ιδεολογικής και συναισθηματικής αποκοπής των παιδιών από τις οικογένειές τους. Η αιγίδα της Φρειδερίκης επί του εγχειρήματος, αλλά και γενικότερα η κοινωνική δράση των Ανακτόρων λειτούργησαν πράγματι και υπέρ της διεύρυνσης των κοινωνικών ερεισμάτων τόσο της βασίλισσας, όσο και γενικότερα του θεσμού.
Όπως καταγράφεται στην αφήγηση του Στ. Γ. Κλώρη, τα παιδιά δεν είχαν εικόνα της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε. Έπρεπε να μάθουν να ζουν, μακριά από τους γονείς τους, μέσα σε ένα ζοφερό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. «Λες από ένστικτο εγώ σφίχτηκα στο φουστάνι της μάνας. Αυτή παρακάλεσε κλαίγοντας τις Κυρίες να κρατήσουν εμένα… Εγώ προαισθανόμενος τη συνέχεια άρχισα να κλαίω γοερά. Οι Κυρίες μού έδωσαν μια σοκολάτα να με ηρεμήσουν, ενώ η μάνα με τη Σεβαστή απομακρύνονταν σκουπίζοντας βιαστικά τα δάκρυά τους. Συνέχιζα να σπαράζω στο κλάμα και να κλωτσώ από δω κι από κει … Ήθελα να τρέξω πίσω από τη μάνα να την προφτάσω … ». Έτσι περιγράφει ο συγγραφέας τον δραματικό αποχωρισμό από τη μητέρα και την αδερφή του. Η Παιδόπολη «Άγιος Δημήτριος» στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης, ήταν η πρώτη από τις πολλές όπου έζησε.
“Ο Στ. Γ. Κλώρης γεννήθηκε το 1941 στη Βάθη του Κιλκίς, στη σκιά της οροσειράς του Μπέλες, ενός εκ των βασικών θεάτρων της εμφύλιας σύρραξης. Μέχρι σήμερα θυμάται τη μυρωδιά του καμένου χωριού του και τον «χορό των δαιμόνων» που έστησαν με τις σκιές τους στους τοίχους του δημοτικού σχολείου οι αντάρτες που αναζητούσαν αυτόν και την οικογένειά του. Ο πατέρας του, τον οποίο δεν γνώρισε, σκοτώθηκε τον Μάρτιο του 1944 σε μάχη εναντίον του ΕΛΑΣ στο Κιλκίς, ενώ ο παππούς του -μαχητής του ΕΔΕΣ- εκτελέστηκε κατόπιν απόφασης «λαϊκού δικαστηρίου», αφού είχε υποδειχθεί ως «αντιδραστικός» από άλλο συγγενή του.
«Άκουγα για αντάρτες, κουκουέδες, κατσαπλιάδες, κομμουνιστοσυμμορίτες, ελασίτες, μάυδες, παoτζήδες, εδεσίτες, ένα σωρό ακατανόητες έννοιες για μικρό παιδί… Η μάνα μου, κάθε φορά που τη ρωτούσα να μου πει τι έγινε τότε, αντί για άλλη απάντηση, έκλαιγε», γράφει ο Κλώρης, αναδεικνύοντας αφοπλιστικά την άγνοιά του. Την ίδια άγνοια που διακατείχε όλα τα ορφανά στις Παιδοπόλεις. Άγνοια, η οποία όμως λειτουργούσε κατευναστικά.
“Όπως συντείνουν κι άλλες μαρτυρίες, έτσι και ο Στ. Γ. Κλώρης θυμάται ότι η συνύπαρξη των παιδιών εντός των τειχών ήταν αρμoνική. Η διαπαιδαγώγηση ήταν σαφώς αντικομμουνιστική, όπως άλλωστε συνέβαινε και στα σχολεία εκείνη την εποχή, αλλά στις Παιδοπόλεις τα παιδιά δεν διαχωρίζονταν με βάση την πολιτική προέλευση των γονιών τους. «Προπατορικό αμάρτημα» δεν υπήρχε.
«Εσύ, ρε Σταύρο, από ποια πλευρά ήσουν;» τον ρώτησε στις αρχές του 21ου αιώνα ένας «συμπαιδοπολίτης» του.
«Τι εννοείς με τη λέξη “πλευρά“, Ίωνά μου; Κοινή δεν ήταν η μοίρα μας στις παιδοπόλεις;», ήταν η απάντηση του Κλώρη.
Πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος των παιδιών από αυτόν των ενηλίκων… Όταν στην Ήπειρο και στη Μακεδονία οι Έλληνες πολεμούσαν μεταξύ τους, τα παιδιά τους μεγάλωναν γεμάτα με τις ανησυχίες της ηλικίας τους. Να ανακαλύψουν ένα καινούργιο παιχνίδι. Να μπουν κρυφά στον κινηματογράφο. Να φέρουν καλούς βαθμούς από το σχολείο στην Παιδόπολη. Να χαρούν τα καινούργια τους παπούτσια, «Όσο άβολα κι αν ήταν, δεν έπαυαν στα μάτια μας να είναι πανέμορφα».
Οι εικόνες της αθωότητας που ξεπηδούν ανάμεσα από τις γραμμές στα Παιδοπολίτικα σπάνε το μονότονο, βαρύ σκοτάδι της εμφυλιακής Ελλάδας.
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
“…Είναι πράγματι ένα αδιάψευστο ιστορικό ντοκουμέντο, που άργησε να βγει στο φως.
Μακάρι να διαβαστεί και από τις δυο πλευρές”. (Αγγ. Καραθανάση, φιλόλογος-συγγραφέας, Χανιά, Δεκ. 23)