"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Εδώ Πολυτεχνείο! (και ποίηση)

 

 

 

 

 

 

 

[Πώς πέρασαν κιόλας 50 χρόνια! Κι όμως, ήταν σαν χθες που,  ευρισκόμενος με μετάθεση από τη ΣΥΜΗ στο ΚΙΛΚΙΣ, έμενα στη Θεσσαλονίκη.

Η βαριά καθημερινή δικτατορική ατμόσφαιρα, είχε μερικές αναλαμπές μέσα στις Boite της πόλης , με το νέο κύμα και τα όλο υπονοούμενα τραγούδια των τραγουδιστών τους. Γινόταν ο χαμός...

Τις δυο κρίσιμες μέρες, βρισκόμουν επισκέπτης στο σπίτι της-μελλοντικής-κουνιάδας μου, της Πόπης. Σε τηλεφωνική απευθείας επαφή  με Αθήνα, ακούγαμε τους πυροβολισμούς της χούντας στους δρόμους. Το Πολυτεχνείο γεννιόταν... Στ.Γ.Κ.]

 

 

1.-«Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό…». (Τάσος Λειβαδίτης)

 


 

2.-«1050 χιλιόκυκλοι

(Από το βιβλίο της Κωστούλας Μητροπούλου.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ)


«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»

Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,

δεν σου `στειλε ένα μήνυμα μητέρα,

αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιου σου,

ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»

Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,

εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,

χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,

σε στόματα μανάδων η κατάρα.

Και τα κορίτσια και τ’ αγόρια που μιλούσαν,

τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,

δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,

κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»


Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,

δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,

λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,

πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.” (Κωστούλα Μητροπούλου)


(

 

 


3.-Εδώ Πολυτεχνείο

“Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ

βοήθεια, πρόφτασε,λαέ,

σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!

Τα νιάτα που έστησαν εδώ

του Αγώνα τραγικόν χορό

και τραγουδούν τη λευτεριά,

σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.

Της βίας ο δούλος ο μωρός

δουλέμπορος,φονιάς μιαρός,

σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,

τ’ αγόρια, τα κορίτσια σου.

 

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

τα νιάτα σέρνουνε χορό.

Της Επιστήμης τα παιδιά

και τραγουδάν τη Λευτεριά.

Εδώ της νιότης ο άξιος νους,

που χτίζει θέατρα, ναούς,

σκεδιάζει ιδέες και μηχανές

και δένει το αύριο με το χτες,

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

μέσα στης Τέχνης το ιερό

σκοτώνει η βία τα παιδιά

που τραγουδάν τη Λευτεριά.

 

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ

γίνεται ανήκουστο κακό!

Της βίας ο δούλος ο μωρός

του Χάρου μαύρος έμπορος,

σφάζει τα τέκνα του λαού.

τη νιότη, την ελπίδα του,

το άνθος του αύριο, τον καρπό

της τέχνης και της γνώσης, ω!

 

Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή

καλούν το Χρέος κι η Τιμή

Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.

Ο αγώνας για τη Λευτεριά” (ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ).

==================================================

 

 

 

«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. (Οδυσσέας Ελύτης)

==================

Το αγόρι και η πόρτα

 

 

 

«Εκεί που έπεσε

είναι μια κόκκινη λίμνη,

ένα κόκκινο δέντρο,

ένα κόκκινο πουλί.

Σηκώθηκε όρθια

η πεσμένη καγκελόπορτα-

χιλιάδες άλογα.

Λαός καβαλίκεψε.

Κομνηνέ! – φωνάξαμε.

Γύρισε και μας κοίταξε

δε φορούσε επίδεσμο

ούτε στεφάνι.

’σπρα άλογα, κόκκινα άλογα

και μαύρα, πιο μαύρα-

καλπασμός, – η ιστορία

Να προφτάσουμε». (ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ)

 

—————————————

 

«Χαμογελάμε κατά μέσα.

Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.

Παράνομο χαμόγελο,

όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος,

παράνομη κι η αλήθεια.

Κρύβουμε το χαμόγελο

όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς

ανάμεσα στα δύο φύλλα της καρδιάς μας.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν.

Αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό

δεν μπορούν να μας τα πάρουν». (Γιάννης Ρίτσος)

==============================================

 

Προς τιμήν του πρώτου νέου νεκρού της Ημέρας, του Διομήδη Κομνηνού, έρχεται στη μνήμη μας το θαυμάσιο ποίημα του δημοσιογράφου, παραγνωρισμένου ποιητή και αγωνιστή Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή, με τίτλο «Στο Διομήδη Κομνηνό». Πρόκειται για ένα ποίημα γραμμένο ως καυστικό σχόλιο στην «επίσημη», κυνική, αποπροσανατολιστική χουντική ανακοίνωση του θανάτου του 17χρονου:

 

«Μεταξύ των φονευθέντων, είναι ο Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, με βεβαρυμένον παρελθόν»

«Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψώμι στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δέκα επτά
μ’ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί – παιδεία – ελευθερία».

 

—————–

 


 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ

Μικρός Τύμβος

Ξεκινώντας

δίχως τουφέκι – σπαθί, μονάχα με τον ήλιο

στο μέτωπο λάμπετε τόσο ψηλά

που η ποίηση θα μείνει χρεώστης σας.

Υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το ποίημα.

Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί

που ωραία λουλούδια σε υψηλό λειμώνα τις μορφές σας

λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου!

 

Μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή».

———————————————————

Με την ευαισθησία του ποιητή, την ματιά του δημοσιογράφου και τον παλμό του αγωνιστή, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής ήταν εκεί, δίνοντας και παίρνοντας δύναμη, δίπλα στους φοιτητές, που:

Σταματήσανε τα μαθήματα
να κάνουμε ανώτατες σπουδές στους δρόμους.

Οι αρχιτέκτονες χτίζουν οδοφράγματα
οι γιατροί μαθαίνουν τον πόνο
οι νομικοί κάνουν πρακτική εξάσκηση στο δίκιο
οι μαθηματικοί μετρούν τις δυνάμεις
οι μηχανικοί κατασκευάζουν χιλιοκύκλους
οι φυσικοί ελέγχουν τη σύνθεση του αίματος.

Οι ζωγράφοι,
με το καβαλέτο τους στημένο μπροστά στα τανκς
ζωγραφίζουν το θάνατο.
(“Ανώτατες σπουδές”)

=========================================

Στο “ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέβρη” οι στίχοι του Ραβάνη-Ρεντή “κινηματογραφούν” την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Τότε, που όλοι περίμεναν κάτι:

Οι πολιτικοί περιμένουν εξελίξεις
οι αδιάλλακτοι περιμένουν
έστω και την επέμβαση του ΝΑΤΟ
οι ποιητές περιμένουν βραβεία
οι μαγαζάτορες περιμένουν πελάτες
οι γιωταχίδες περιμένουν το Σαββατοκύριακο.

Οι φοιτητές περιμένουν συμπαράσταση.(“Περιμένουν”)

 

Οι φοιτητές, που ξυπνάνε τις συνειδήσεις των φοβισμένων πολιτών και τους βγάζουν από το καβούκι τους, για να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, για να γνωρίσουν τον εαυτό τους:

Ως τότε δεν γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον
και μες στο σπίτι μας ακόμη.
Ως εκείνη τη μέρα του Νοέμβρη,
δεν ξέραμε ποιος κάθεται στο διπλανό διαμέρισμα.

Και ξαφνικά,
συναντηθήκαμε στο ασανσέρ με τον συνταξιούχο του τρίτου,
συναντηθήκαμε στην είσοδο με τη νοικοκυρά του πρώτου,
συναντηθήκαμε στην πόρτα με έναν εργάτη,
με έναν πρώην υπουργό,
συναντηθήκαμε στο δρόμο με τους απέναντι
και κατεβήκαμε την Πατησίων.

Και ξαφνικά χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον,
κι απλώσαμε τις αντένες μας στα ίδια κύματα:
1050 χιλιόκυκλοι”.
(“Το κέρδος”)

Τα ποιήματα του Ραβάνη-Ρεντή είναι ένα πραγματικό ρεπορτάζ των ημερών εκείνων, χωρίς την χυδαιότητα και την φτήνια των σημερινών τηλεοπτικών ρεπορτάζ. Δεν υπάρχουν μικρόφωνα, κάμερες και ρεπόρτερ που διαγκωνίζονται για να πάρουν μια δήλωση. Υπάρχουν μόνο τα μάτια, τα αυτιά και η καρδιά του ποιητή, ολάνοιχτα σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω του:

(…)
Μα, ναι… Ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τι να σας πω;
Δυο χιλιάδες; Τρεις χιλιάδες;
κι άσε τους έξω…
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου.
Βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ
απ’ την Τετάρτη… ή την Τρίτη;
Στα κάγκελα δεμένα χέρια, πρόσωπα, πλακάτ,
με το φορείο φέραν μια κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πόσων χρονών.
Όχι, δε φαινότανε το πρόσωπό της.
Όχι, σας λέω, το αίμα δεν είναι δικό μου…
Τι σας έλεγα; Για την κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πώς τη λένε.
(…)
(“Ένα παιδί αφηγείται”)

Καθ’ ένα από τα 16 ποιήματα αυτής της συλλογής είναι μια ψηφίδα μνήμης και τιμής για όσους αγωνίστηκαν κατά της χούντας. Για να μη ξεχάσουμε ποτέ τον 17άχρονο Διομήδη Κομνηνό,τον πρώτο νεκρό της εξέγερσης, που σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του καθεστώτος είχε “βεβαρυμένο παρελθόν”:

Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δεκαεπτά
μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί – παιδεία – ελευθερία.

(“Στο Διομήδη Κομνηνό”)

 


Εκεί που άλλοι βλέπουνε μαρμάρινους σταυρούς πάνω στους τάφους των νεκρών του Νοέμβρη, ο ποιητής βλέπει ορόσημα. Ορόσημα-οδόσημα, για να δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι νεώτερες γενιές:

Σταματήσαμε την πορεία
να θάψουμε ένα νεκρό.
Βάλαμε κι ένα σταυρό.
Ύστερα κι άλλον.
Και πιο πέρα.
Και παρακάτω.
Κι άλλο σταυρό.

Έτσι, μας είπαν,
θα βρούνε το δρόμο
εκείνοι που έρχονται.
(“Ορόσημα”)

 


Σχολιάστε