"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

‘Τα παιδοπολίτικα’ (βιβλίο)-Γράφει η Αικατερίνη ΜΠΕΖΑ-ΤΣΟΥΡΟΥΠΑΚΗ, συμβολαιογράφος Χανίων

 

 

 

 

 

 

[ΜΕ την οικογένεια Δημήτρη και Κατερίνας Μπεζα- ΤΣΟΥΡΟΥΠΑΚΗ, μας συνδέει μια πολύχρονη φιλία.

Με τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΟΥΡΟΥΠΑΚΗ υπήρξαμε συνάδελφοι στη Μέση Εκπαίδευση, συνεργάτες τόσο στην ΕΛΜΕ Χανίων όσο και στο θεσμό του ΣΕΠ, όπως και σε

εκδόσεις συνδικαλιστικών και όχι μόνο εντύπων ("Η Κιμωλία"). Αλλά και στη διοργάνωση εκδηλώσεων , σεμιναρίων και  εκδρομών.

Με τη συμβολαιογράφο Κατερίνα Μπέζα-ΤΣΟΥΡΟΥΠΑΚΗ  (συζυγο του Δημήτρη) έχουμε συγγένεια καταγωγής (Μακεδόνες),

αλλά και ιδεολογική! Της αρέσει η φιλοσοφία, το γράψιμο, το διάβασμα που αρέσουν και σε μένα.

Στο παρακάτω δοκιμιακό κείμενό της  σχετικά με το βιβλίο  μου"Τα παιδοπολίτικα-από την απώλεια στην καταλλαγή"  (Χανιά, 2023)

κάνει μια εντυπωσιακή ψυχαναλυτική, κοινωνικοπολιτική  και φιλοσοφική  παρουσίαση καταστάσεων και προσώπων της περιόδου εκείνης,

για τα οποία δύσκολα θα έφερνε κανείς αντίρρηση.

ΑΠΟΛΑΥΣΤΕτο...]:

==============================================

 

ΤΑ ΠΑΙΔΟΠΟΛΙΤΙΚΑ- Απ’ την απώλεια, στην καταλλαγή”.

(Στ.Γ. Κλώρη, Χανιά, 2023)


Γράφει η Αικατερίνης Μπέζα – Τσουρουπάκη, συμβολαιογράφος,

Χανιά, 11-7-2023


 

ΤΟ με τον παραπάνω τίτλο βιβλίο του συγγραφέα. Στ. Γ. Κλώρη (Στ.Γ. Καλαϊτζόγλου), όπου αποτίθεται το βιωματικό υλικό του, αποφεύγει με περίσκεψη να ορίσει κατά προνομιακό τρόπο, λόγω της τραυματικής εμπειρίας του συγγραφέα, το περιεχόμενο αυτού, που θα μπορούσε να ήταν η μεροληπτική ενοχοποίηση των ″ηττημένων″ του Εμφυλίου Πολέμου.

ΑΝΤΙΘΕΤΑ, είναι ένα κάλεσμα απευθυνόμενο προς όλους (σε όποια πλευρά της ιστορίας και αν βρίσκονται) για αποτοξίνωση των πνευμάτων από τον δηλητηριώδη αντίκτυπο των επιπτώσεων του εμφυλίου, τόσο τον λανθάνοντα όσο και τον επιθετικό, ως μία επείγουσα αποστολή. Ένα κάλεσμα, δηλαδή, να λυτρωθούν οι συνειδήσεις, υπερβαίνοντας την πραγματικότητα και την εμπειρία, μέσω της συγχώρησης και του αναγκαίου αναστοχασμού, από μία εσωτερική παγίδα.

 

ΣΤΟΧΟΣ του βιβλίου είναι, ξεσκεπάζοντας δημοσίως τη μυθολογία του κάλπικου «ήρωα» και του κάλπικου «τιμωρού» – στοιχειωμένους από το φάντασμα της βίας του εμφυλίου πολέμου – να τους κάνει να απαλλαγούν από το διαβρωτικό μίσος. Να απαλλαγούν από την ακαταμάχητη έχθρα περισσότερο ή λιγότερο ενεργή που σημάδεψε τον χαρακτήρα τους.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, καθαρός εραστής των απόλυτων και ανυπόθετων αξιών, επιδιώκει με την εγκυρότητα του ορθολογισμού και το πάθος της συγχώρησης – που γεννά τη συμφιλίωση – την κατάκτηση του πνευματικού και ψυχικού δεσμού μεταξύ των ανθρώπων. Και αυτή η πεισματική γλυκύτητα που καταφέρνει να διατηρήσει, εν μέσω των τόσο δύσκολων συνθηκών, αυτή η ορθολογική κατανόηση, της θέσης των αντιπάλων και της ολέθριας νεανικής παρόρμησης του οικογενειακού προσώπου που αντιτάσσει, είναι ίσως το πιο σημαντικό μήνυμα που μας απευθύνει και το πραγματικό του μεγαλείο. Είναι μια ορθολογική κατανόηση, στην οποία προσχωρεί ολόκληρη η οικογένεια, που μπορεί να εκληφθεί πρωτίστως σαν μια δοκιμασία κάθαρσης, μία απόδραση στην ειρήνη, τη γαλήνη και την καταλλαγή.

ΑΥΤΟ υπό μία έννοια λειτούργησε ώστε στις παιδοπόλεις, όπου κάθε φορά βρέθηκε ο συγγραφέας, ο «αντίπαλος», να γίνει αδελφός του, παρά τις όποιες αντιστάσεις του και μέσα από μία παιδο-νεανική και ζωηρή αγάπη για τους ανθρώπους, να αναπτύξει ανεξίτηλες φιλίες. Σε αυτό συνέτεινε χωρίς αμφιβολία η αφομοίωση της συμβουλής της μάνας του που μπέρδευε ηθελημένα το κακό με το λάθος, όταν του έλεγε: «Δέξου πως μπορεί και οι άλλοι να έχουν κάποιο δίκιο». Ίσως αυτό να έφερε μία υπόγεια μυστική μέθεξη, μεταξύ των παιδοπολιτών ″επέκεινα″ του εμφυλίου.

 


ΜΙΑ ΜΕΤΟΧΗ του ενός στη ζωή του άλλου, μία αίσθηση ότι η ζωή του καθενός στοιχειώνεται από τη ζωή των άλλων, μέσα από κοινά τραυματικά βιώματα φτώχειας και ορφάνειας, παρότι ιδωμένα από διαφορετική ιδεολογική οπτική. Η αίσθηση ότι αυτό που τους ενώνει εν τέλει είναι η ταυτότητα της κατάστασης, εντείνει την ιδιόρρυθμη αυτή μέθεξη και τη φιλία τους. Ο συγγραφέας κατακλύζεται από μία κινούμενη και ανανεούμενη διελκυστίνδα παθών και συγκινήσεων. Η εκλεπτυσμένη διανοητική κουλτούρα του συνοδεύεται από ειλικρίνεια, ευαισθησία και ζεστασιά στις φιλικές του εκδηλώσεις.

ΚΑΙ ΦΘΑΝΟΥΜΕ στην αναστοχαστική κορύφωση, ενώπιον της οποίας έχουμε τη χαρά να υποκλιθούμε: τη μελαγχολική ονειρική αλληγορία του κυρίου Κάμελ. Μία οδό διαφυγής από μία επώδυνη κατάσταση, χαραγμένη πάνω στο ίδιο το σώμα του συγγραφέα. Στις ονειρικές παροτρύνσεις για λύτρωση, που δέχεται από τα αγαπημένα του απόντα πρόσωπα, θα πρέπει να ανταποκριθεί μόνος και χωρίς βοήθεια, επιλέγοντας τον εαυτό του. Εν τέλει, λεύτερος, από ένα δεύτερο, όχι λιγότερο επώδυνο αποχωρισμό, από τις εικόνες των ″σβησμένων ψυχών″ είναι έτοιμος να χαμογελάσει: να απαλλαγεί οριστικά από το νεκρό βάρος του κάθε γράμματος, του ονόματος «Αλέξη» (σελ. 94 του βιβλίου), μία δέσμευση της ψυχής τόσο βαθιά, τόσο ολοκληρωτική, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που βίωσε ο συγγραφέας, μέσα στη δυστυχία ή για να ξεπεράσει τη δυστυχία. Αυτό θυμίζει το στίχο του Ρακίνα «στην έρημη Ανατολή, πόση η ανία μου; πόσα τα βάσανα, πόσος ο καημός μου;”

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ επιπτώσεις τόσο του Εθνικού Διχασμού όσο και του Κινήματος του ΄35 έγιναν ο καταλυτικός παράγοντας του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), αλλά και όλων των πολιτικο-κοινωνικών Διχασμών και εκούσιων διαχωρισμών που συμβαίνουν μέχρι σήμερα. Το ενοχλητικό είναι ότι η εποχή μας έχει τόσο αλλόκοτα αλληλοεμπλέξει το καλό με το κακό, ώστε είναι αλήθεια ότι χωρίς τις τραγικές διαστάσεις του εμφυλίου, ίσως δεν θα είχαμε γνωρίσει την αληθινά ριζική φύση του Κακού.

ΓΙΑ τον συγγραφέα που ήταν κι αυτός θύμα των επιπτώσεων του εμφυλίου – και που ποτέ δεν μπόρεσε να βρεί επαρκή απάντηση στις φρικωδίες του – ο βίαιος απογαλακτισμός του με τον αποχωρισμό από τη μάνα του σε τόσο τρυφερή ηλικία -γεγονός αγνώριστο για την παιδική του κατανόηση, τον οποίο έζησε με τρόπο τόσο φυσικό και παράλληλα τόσο επώδυνο – έγινε η μείζων εμπειρία της μικρής ζωής του.

ΟΙ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΙ των εκατοντάδων ορφανών από τους δικούς τους ανθρώπους διαποτίζουν την ιστορία του εμφυλίου πολέμου και ήταν η πιο οδυνηρή επίπτωση, που συνεπέφερε αυτός. Είναι, χωρίς αμφιβολία, πολύ δύσκολο να μπεις στη θέση να επιβεβαιώσεις τη σκληρότητα ενός αποχωρισμού, τη ζοφερή απουσία της μάνας σε αυτήν την ηλικία των πεντέμιση ετών. Ο συγγραφέας υπερβαίνοντας το σοκ της εμπειρίας, επιβεβαίωσε τη σκληρότητα εκείνου του αποχωρισμού που τον σημάδεψε. Όπως και την ενστικτώδη διαίσθηση της ″υπαρξιστικής″ ανατροπής που συντελέστηκε την ίδια στιγμή, μέσω ενός ισχυρού συναισθηματικού τραντάγματος να βρίσκεται εν κενώ πλέον, χωρίς τη μάνα του.

ΑΝΑΖΗΤΑ αργότερα με πόνο να ερμηνεύσει την πραγματικότητα με τον δικό του τρόπο και επανερχόμενος ξανά και ξανά αποδέχεται την αμετάκλητη και με συντριβή επιλογή της μάνας του, ως αυτό που ήταν: μία ιστορική αναγκαιότητα· μία αναγκαιότητα, με τα ″υπαρξιστικά″ χαρακτηριστικά της επείγουσας επιβίωσης. Η μάνα βρέθηκε μόνη, περιδεής και ανυπεράσπιστη στο κέντρο του διχαλωτού έχοντας την ευθύνη της επιλογής του δρόμου που θα ακολουθούσαν τα παιδιά της. Είχε την ευθύνη της επιλογής, που στην τραγική φύση του ανθρώπου βιώνεται ως ελευθερία. Είχε την ευθύνη της επιλογής ενός ανθρώπινου πεπρωμένου και τώρα πια, μετά τη συσσωρευμένη εμπειρία του συγγραφέα, δεν εκπλήσσει ότι η απόφαση του αποχωρισμού της μάνας εμπεριείχε την ακλόνητη βεβαιότητά της ότι αυτή ήταν η μοναδική οδός διαφυγής, η Βασιλική οδός διαφυγής από έναν καθημερινό, αργό, επώδυνο θάνατο.

 


Ο Στ. Γ. ΚΛΩΡΗΣ αναδεικνύει επιπλέον, μέσα από το βιβλίο του μία «εκστατική αλήθεια»· ότι η ποικιλόμορφη προσφορά των παιδοπόλεων της «Βασιλικής Πρόνοιας», σε μία από τις ζοφερότερες στιγμές της ιστορίας, που επωμίσθηκαν το μεγαλειώδες καθήκον της σωτηρίας των ορφανών παιδιών του εμφυλίου, χρήζει αναγνώρισης και σεβασμού. Ο συγγραφέας εκφράζει την απειρόβαθη ευγνωμοσύνη του στο Βασιλικό εκείνο θεσμό των παιδοπόλεων, εφόσον έγινε ο καταλυτικός παράγοντας, πρώτα, με την ευθύνη της βιολογικής και οικονομικής επιβίωσης των ορφανών παιδιών του εμφυλίου και με τον επανακαθορισμό του πεπρωμένου τους, έπειτα, με την αυστηρά πειθαρχημένη στόχευση αφύπνισης και διέγερσης της αγάπης των παιδιών για τις τέχνες και τις επιστήμες, που ενσωμάτωναν τη μεγάλη ελπίδα της κοινωνικής κινητικότητας και τέλος, με τον λυτρωτικό στοχασμό, που κατακρημνίζει τους τοίχους της φυλακής του μυαλού και καλλιεργεί ένα απαστράπτον όραμα οικοδόμησης του μέλλοντος. Με αυτή την έννοια είναι πολύ ενοχλητική η παραγνώριση της πολυσημίας των παιδοπόλεων και ό,τι παρωδεί τη «γενναιοδωρία» τους.

ΕΝ ΤΕΛΕΙ το βιβλίο αυτό μέσα από τα συναισθήματα του συγγραφέα, που περιγράφουν τον τόπο, τον χρόνο και τα γεγονότα, με τον συναρπαστικό δικό του τρόπο, αφηγείται τη δυστοπική ιστορία μιας χώρας, με τη θλιβερή όψη των απόκληρων υπάρξεων. Και δεν εκπλήσσει ότι, η εσωτερική εμπειρία του συγγραφέα, αυτό το ατρόμητο ″δείξιμο των πληγών του″ κατά τον Μπαλζάκ, μοιάζει να είναι μία κατάθεση στη μοιραία και αναπόδραστη ανάγκη του αποχωρισμού.

 

ΠΩΣ να χωρέσουν όμως στις σελίδες ενός βιβλίου τόσα συναισθήματα που συνέχονται από τις τραγικότερες στιγμές της ιστορίας; Παρά ταύτα, για τον συγγραφέα προέχει η κατανόηση και η περίσκεψη, ότι οι νεκροί του εμφυλίου και των δύο πλευρών – με τους ίδιους ποταμούς δακρύων και αίματος – έχουν όνομα και πρόσωπο και πως αν μη τι άλλο, η μνήμη οφείλει εξίσου να επωμισθεί το χαμό τους.

 

(Αικατερίνη Μπέζα-Τσουρουπάκη, συμβολαιογράφος)

 

 


Σχολιάστε