Παλαϊκά Χριστο(υ)γεννα (Χ.ν., 19-12-22)
Posted on 19 Δεκ, 2022 in Δοκιμές | 0 comments
ΠΑΛΑΙΪΚΑ ΧΡΙΣΤΟ(Υ)ΓΕΝΝΑ
ΠΑΛΙΑ οι άνθρωποι, μπορεί να γιόρταζαν τα Χριστούγεννα πιο φτωχικά και ταπεινά, αλλα ήταν πιο ζεστά, πιο ανθρώπινα, πιο μαγευτικα· πιθανόν και πιο κοντά στο πραγματικό πνεύμα των ημερών: ζωντάνευαν πολλά ήθη και έθιμα αναπόσπαστα δεμένα με τις μέρες. Δεν υπήρχε τότε χώρος για τη λεγόμενη “χριστουγεννιάτικη μελαγχολία” που χτυπάει σήμερα τους ανθρώπους των πόλεων· ούτε ήταν τόσο εμφανείς οι κοινωνικοικονομικές διαφορές. Στα χωριά και στις πόλεις η επιθυμία για κατανάλωση περιττών ήταν σπάνια, αφού σπάνια ήταν και τα χρήματα.
ΣΤΗΝ Κρήτη, τουλάχιστον στα χωριά, σε πείσμα των καιρών, επιβιώνουν ακόμη παλιές χριστουγεννιάτικες παραδόσεις. Να’ ναι καλά ο σπουδαίος δάσκαλος και λαογράφος των Χανίων και της Κρήτης, ο Σταμάτης Αποστολάκης, που δεν παύει ποτέ να μας υπενθυμίζει τα ωραία παλαιϊκά έθιμα. Ανέκαθεν, το Δωδεκαήμερο εθεωρείτο περίοδος θρησκευτικότητας, έντονων ετοιμασιών, συναπαντημάτων μακρινών συγγενών, ανταλλαγής επισκέψεων φίλων, δοσίματος πραγματικής χαράς και αγάπης σε μικρούς και μεγάλους με τα δώρα. Οι δυσκολίες των τωρινών ημερών έρχονται να μας θυμίσουν ότι είναι αναντικατάστατη η αναγκαιότητα αποκατάστασης χαμένων ή λησμονημένων σχέσεων.
ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ της Κρήτης-και όχι μόνο, ήταν συνήθειο (αντέτι) κάθε οικογένεια να μεγαλώνει ένα χοίρο που τον έσφαζαν των Αγίων Δέκα (23/12). Ήταν μια κίνηση με συμβολική σημασία: κάθαρση από τη λάσπη της αμαρτίας και γεύση νέας εποχής! Αυτός δε, ο σφαγμένος χοίρος, αποτελούσε το κύριο χριστουγεννιάτικο γεύμα. Μάλιστα, πολλά κομμάτια δίνονταν, ή πουλιόνταν, σε γείτονες ή άλλους συγχωριανούς που δεν είχαν χοίρο. Εξάλλου, μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα “ξελαχτάριζε” ο κοσμος το κρέας. Το αρχαίο έθιμο με τα “χοιροσφάγια”, σήμερα σπανίζει στην Κρήτη (1), αφού υπάρχουν σουπερμάρκετ και κρεωπωλεία παντού…
ΚΑΙ τί δεν έφτιαχναν με το χοιρινό κρέας; Λουκάνικα και απάκια (καπνιστό κρέας), πηχτές ή τσιλαδιές, σύγλινα (χοιρινό κομμένο σε μικρά κομμάτια -εμεις, στη Μακεδονία τα λέγαμε “καβουρμάδες”- που τα έψηναν και τα έβαζαν σε μεγάλα δοχεία -ή μικρά βαρέλια- και τα κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου, που έπηζε και διατηρούσε έτσι το κρέας). Έφτιαχναν επίσης ομαθιές (έντερα χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια από συκώτι), τσιγαρίδες (κομμάτια μαγειρεμένου λίπους πασπαλισμένου με μπαχαρικά, που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί στο “μαζωχτό” των ελιών). Σήμερα είναι λίγοι αυτοί που στα χωριά “θρέφουν” χοίρους. Το ζύμωμα επίσης του χριστόψωμου αποτελούσε άλλη μια ιεροτελεστία. Οι γυναίκες έφτιαχναν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια, υπομονή και ακριβά υλικά: ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα.
… ΑΛΛΑ, ας απολαύσουμε ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο δημοτικοφανές ποίημα, με ντοπιολαλιές της ανατολικής Κρήτης, συνθεμένο σπό τον (περιέργως) λησμονημένο, αν και βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών, Στειακό ποιητή και συγγραφέα, τον Κωστή Φραγκούλη (2). Τίτλος του, “Χριστόγεννα” (“Τα Δίφορα”, β’ τ., Ηράκλειο 1980, σελ. 61). Προσέξτε τον πλούτο που περιέχει:
-την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του κρητικού Δωδεκαημέρου με τους ιδιαίτερους ήχους, τις εργασίες των ημερών και τις μυρουδιές στις γειτονιές. (Διατηρούμε αυτούσια τη γραφή):
“Φωνές γροικώ στσι γειτονιές,
μουγγρές γροικώ στσι σταύλους
χαρούμενο συντάλαχο γροικώ στα καντιρίμια.
Στσι γειτονιές ζυμώνουνε, στσι σταύλους μαχαιρώνου
στσι φούρνους ψήνουνε ψωμιά, χριστόψωμα, κουλούργια
κι αφράτα ξεροτήγανα στσι παραστιές μελώνου.
-τις παραδοσιακές ετοιμασίες κάθε σπιτιού:
“Και στα σιντεροτσίκαλα νερό στσ’ αυλές τως βράζου
τσι χοίρους τσι θροφάρηδες, που σφάξα να μαδήσου.
Στο μεσοδόκι του σπιτιού στη μέση να κρεμάσου,
με ξυνολεμονόκουπες ωσάν τ’ αυγό τριμένους,
να κάμουν τα λακάνικα, το καπνιστό, τ’ απάκι,
να κόψουν τ’ αποδέλοιπο χιλιώ λογιώ μεζέδες.
-τη, μετά τον εκκλησιασμό, προσμονή ενός πλουσιοπάροχου χριστουγεννιάτικου τραπεζιού:
“Κι άμ’ απολύσ’ η γι εκκλησά με τα πολλά τροπάργια
κι οι χωργιανοί πασίχαροι γυρίσουν αγιασμένοι
από τη Γέννα του Χριστού, τη δόξα των αγγέλω,
τη ψαλμουδία τω βοσκώ, τω μάγω τα κανίσκια
και τ’ άστρου τη φεγγοβολή που τσ’ ουρανούς φωτίζει,
τάβλα να στρώσουνε πλατειά, τετράφυλλο τραπέζι.
-όλα τα καλά και νόστιμα μαγειρέματα των νοικοκυράδων, πάνω στο τραπέζι:
“Να το φορτώσου με καλά, να τ’ ακριβοστολίσου,
μ’ οφτό κρηάς, και μ’ οματιές, μ’ αγνάτες μυζηθρόφτες
με τσιλαδιά, με σύγλινα, του φλάσκου προξενήτες,
ωσάν την πετροπέρδικα να γλυκοκακαρίσει,
το Μουλιανίτικο κρασί, στου κεραστή τα χέργια.
-και φυσικά, την κρητική παραδοσιακή φιλοξενία για τους “χοροστελιωτάδες”, τους καλαντιστάδες, τους περαστικούς κ.ά:
“Να βάλου κι αργυρά σκαμνιά γύρου-γυρού περίσσα
για φίλους, για περαστικούς, για χοροστελιωτάδες,
που θα περνούν τσι γειτονιές συνδυο, συντρείς-πατούλιες,
για τα κοπέλια που θα’ ρθούν τα κάλαντα να λένε.
κι ως είν’ αντέτι στα χωριά, πόρτα να μην αφήνου
να τρώνε και να πίνουνε να τσι πολυχρονούνε”
ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ο ξενόφερτος τρόπος ζωής που προβάλλεται κατά κόρον από τα ΜΜΕ και το fb κοντεύει να πνίξει κάθε ωραίο παραδοσιακό έθιμο, αλλοιώνοντας το πραγματικό νόημα των Ημερών αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων. Δίνεται βαρύτητα στο φανταχτερό, το εμπορεύσιμο, το καταναλωτικό και παραμερίζεται το ουσιαστικά ανθρώπινο: το αλληλέγγυο της αγάπης που πρέπει να κυριαρχεί… Το καθαρό αίτημα αυτών των εορτών νομίζουμε πως είναι-ή πρέπει να είναι- να βιώσουμε την έννοια συν-άνθρωπος επιστρέφοντας για λίγο στις πηγές του ανθρωπισμού μας…
… ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, Χαρούμενα Χριστούγεννα και ένα Ειρηνικό Νέον Έτος. (16-12-22)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Στο, όπως πάντα, με ενδιαφέρον περιεχόμενο τελευταίο φύλλο της καλής Αρμενιανής εφημερίδας “Ελευθερόπολις” (φ. 107, Οκτ.-Νοε.-Δεκ., 2022) διαβάζουμε σχετικό κείμενο (απόσπασμα), γραμμένο από τον Γιακουμινάκη Γεώργιο (“Χριστουγεννιάτικα έθιμα-Το σφάξιμο του γουρουνιού”, σ. 6): “… Τις παραμονές των Χριστουγέννων γινόταν πανηγύρι στα χωριά. Ομάδες ομάδες οι γειτόνοι ή γνωστοί και φίλοι μαζεύονταν στις αυλές των σπιτιών για το σφάξιμο του γουρουνιού κάθε οικογένειας. Ο τόπος αντιλαλούσε από τα πένθιμα ουρλιαχτά των ζωντανών που γίνονταν θυσία για το γιορτινό τραπέζι. Οι σκηνές που ξετυλίγονταν ήταν ιδιαίτερα σκληρές, αλλά ακόμη και τα μικρά παιδιά τις είχαν συνηθίσει και δεν τα επηρέαζε…”
-(2) “Γνώρισα” το έργο του Κωστή Φραγκούλη (1905-2005) σχεδόν με την άφιξή μου στην Κρήτη-γύρω στα 1980. Άκουγα στο ραδιόφωνο τον περίφημο τότε λυράρη, τον Κώστα Μουντάκη (1926-1991) να παίζει ταγουδώντας με τη λύρα του, το -σε στίχους Κωστή Φραγκούλη- συγκλονιστικό ποίημα, αφιερωμενο στο θάνατο του άλλου μεγάλου λυράρη, του Ανδρέα Ροδινού (1912-1934): “Χάρε, αν θέλεις άφησμε τη λύρα μου να πάρω…” (“Τα Δίφορα”, α’ τ. σελ. 79, 1961, Ηράκλειο). Παρόμοιο άκουσμα είχα στα ποντιακά (“Ο Δήμον ο Κεμεντζετσής”) να παίζεται με ποντιακή λύρα (κεμεντζέ). Κάθε φορά που ακούω τα δυο άσματα, ανατριχιάζω συλλογιζόμενος πως Κρήτη και Πόντος έχουν την ίδια ψυχή, την ίδια φιλοσοφία περί ζωής και θανάτου.