"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Βάλτε και λίγη ποίηση στη ζωή σας!

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ-ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
1.-Για μιαν ελευθερία

Είμαι χειρότερος απ’ τους αλήτες, τις αρτίστες,
αυτοί μπορούν και ζουν δεν περιμένουνε
μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού
για όσα ζητώ –και προπαντός μια εξιλέωση
στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω
-
Μα ο άλλος είναι ανέφικτος γιατί
δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση
μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω
θα ιδώ πως μένει θεατής –δεν είναι
ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα
φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις
πως όλα θα τα σεβαστείς και το κυριώτερο
τη σίγουρη μικρή του ελευθερία
-
(Ο Θάνατος του Μύρωνα, 1960)


***

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ


2.-Το αιώνιο παράπονο

Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του γραμμόφωνου
άλλο τραγούδι δεν μπορεί να τραγουδήσει
κι ό,τι κι αν πούμε και μεις, όσο και να σπαράξουμε
την ίδια επωδό θα προσθέτουμε πάντα
στο αιώνιο παράπονο.
-
Όμως πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
που σε περίμενα κι απόψε δυόμιση ώρες,
που σε περίμενα κι απόψε μες το κρύο,
που σε περίμενα κι απόψε ολομόναχος,
και τα κεντράκια της πλατείας να ξεφαντώνουν,
τα κυριακάτικα ζευγάρια να χορεύουν,
διαρκώς ν’ αδειάζουν τ’ αυτοκίνητα παρέες,
και μόνο εγώ να στέκω ολομόναχος,
εγώ –κι ένα ποντίκι ψόφιο μες στο δρόμο.
-
Πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
με πόση πίκρα γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι,
με πόσο παίδεμα, με τι καημό,
αυτοί οι στίχοι που επιπόλαια τους βρίσκετε
συνηθισμένη επωδό στο αιώνιο παράπονο
-
(Ποιήματα 1949-1970)


***

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


3.- Αυτοβιογραφία


“Άνθρωποι που δεν γνώρισα ποτέ μου δώσαν το αίμα μου
και τ’ όνομά μου,
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νάθελα να προφυλαχτώ από ‘να χτύπημα
δίψασα για όλη μου τη ζωή κι όμως την άφησα
για ν΄αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ ανάμεσά σας,
κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις
ύστερ’ από χρόνια όταν δεν μπορεί να σου χρησιμεύσει πια σε τίποτα
-
Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο
-
(Ποιήματα, 1958-1964)


***

 



ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ


4.- Αντισταθείτε
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
-
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
-
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
-
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
-
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
-
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
-
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.
-
(Κατά Σαδδουκαίων, 1953)


***

 



ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


5.-Το σκάκι


“Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Πού ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος τις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις
-
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα
-
(Η συνέχεια Ι, 1954)


***

 


 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ


6.-Απ’ τες Eννιά


“Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθομουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
-
(Ποιήματα 1897-1933)


***

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

 



7.-Mal du Départ

“θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
-
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
-
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
“Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει”
-
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
-
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
-
(Μαραμπού, 1933)


***



ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


8.-Το ρήμα αγναντεύω


“Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μέσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
-
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.
-
(Ενδοχώρα, 1945)


***

 



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

 



9.- (Μυθιστόρημα) Η’


“Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε μ’ τ΄αστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
-
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;
-
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
Τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή,
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι δική μας
ούτε δική σας.
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
Κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα
-
(Ποιήματα,1940)

***

 


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

10.-Ακόμη βρέχει.
Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει.
Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα
ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ
γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.

(Σάββατο 18, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, 1984)

 


Σχολιάστε