Δεκαπενταυγουστιάτικη ποίηση (επιλογή)
Posted on 15 Αυγ, 2022 in Ποιηση | 0 comments
1.-Οδυσσέας Ελύτης, Τα ονόματα της Παναγίας
«Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου
Ε, ε, Χρυσομαλλούσα
ε, ε, Χρυσοσκαλίτισσα
Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ’ άσπρο σπίτι στην πλαγιά
τ’ άλογο με τα δύο φτερά
και η άγρια φράουλα της θάλασσας
Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπόρτιανή μου
θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται
μέσα στ’ αραποσίτια
τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ’ αλυσιδάκι στο λαιμό
Ε, Παναγιά Τα Μάγκανα
ε, Παναγιά Τόσο Νερό
Να βλαστημάει και ν’ ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του
τέσσερα – πέντε αρχαία ελληνικά
το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα
Καρυστιανή κι Ακλειδιανή
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα
Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου
κι απ’ τ’ αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς
Έι, Κρουσταλλένια, έι Δροσιανή
έι Παναγιά του Νίκους
Να σχίζεται στα δύο τ’ ουρανού το καταπέτασμα
κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ
να κατεβαίνει- κοίτα:
Στα κύματα μ’ ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει
Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίστρα μου έι!»
2.-Κωνσταντίνος Καβάφης, Δέησις
“Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη-
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
Στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί οι καιροί-
Και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλ’ ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή
Η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει”.
3.-Νίκος Καζαντζάκης, Ύμνος στην Παναγία
“- Παρθένα Μάνα, που σαν πνέμα επιάστη ο σπόρος
στο αφίλητο κορμί, κι’ ο Λόγος εσαρκώθη
το αμόλευτο τρυγώντας σπλάχνο σου σα βρέφος!
Ω Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά σου ο κόσμος!
Εσύ ‘σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λάμπεις και στου Θεού τη σκοτεινιά αρμενίζεις,
βαθιά τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας,
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι,
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας
στον άγριον ουρανό κατάφορτη ανεβαίνεις.
κι αχνογελώντας στέκεσαι δεξά στο γιό σου,
Εσύ ‘σαι το ανθισμένο κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής του. εσύ ‘σαι ο στοχασμός ο πράος
μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής του.
Αναμεσός στης Ζωής το δέντρο και της γνώσης,
στον κήπο του Θεού συ φύτεψες, Κυρά μου,
το αφράτο, της Καλοσύνης δέντρο.
κι ως πότιζές το με το κλάμα, επήρε μπόι,
πετάει κλαριά, σκεπάζει τ’ άλλα δέντρα, ανθίζει
ρίχνει καρπό, σαν την καλή ελιά, και φέγγει-
Κι ο Παντοδύναμος στον ίσκιο του αναπαύεται.
Κι η Δεύτερη φριχτή σαν έρθει Παρουσία
κι οι αρχάγγελοι άσπλαχνα τα ερίφια θα χωρίζουν
απ’ τ’ αρνιά, θα σκύψεις τότε εσύ στο γιό σου,
παρακλητικά, να μεσιτέψεις, Ελεούσα!
Τ’ αδάμαστα μεμιάς θα του μερώσουν φρένα
Κι οι τάξες θα χαλάσουν οι διπλές, και δίκαιοι
θ’ αγκαλιαστούν με αμαρτωλούς, κι αγνές παρθένες
με τις γυναίκες που πολύ στη γη αγάπησαν.
Νικάς τη Δικαιοσύνη Εσύ με την αγάπη.
κι όλοι μαζί θα σύρουμε χορό, και θα’ σαι
στον κάβο του χορού, Κυρά, και θα χορεύεις
στον αβασίλευτο ήλιο του Θεού χαρούμενη
και ταπεινή πολύ, σαν την καρδιά του ανθρώπου!”
4.-Ζωή Καρέλλη, H στενή πύλη
“Μακριά δεν είναι η εκκλησία, όπου
η θεοσεβής μητέρα μου πήγαινε τακτικά,
στη Γοργοεπήκοο ή την ελπιδοφόρο Δεξιά.
Παλιά κι άλλη εκκλησία, γλυκειά η Γρηγορήτρα
«η Παναγούδα» ως την αποκαλούσαν
η μάμμη, η προμάμμη, όλες γυναίκες
φιλόθρησκες, σεμνές και σοβαρές,
στέκονταν στα στασίδια και προσεύχονταν
τις κατανυκτικές τους επικλήσεις,
αγνές, συνεσταλμένες έψαλλαν
παρακλήσεις μικρές και τις μεγάλες
δεήσεις, αγιασμούς και ωραία τροπάρια,
στις αγρυπνίες ολονύκτιες κι άνοιγαν
τα κλεισμένα παρεκκλήσια για ευχαριστίες,
υπέρ υγείας αγαπημένων προσώπων,
όταν ασθενούσαν, και διάβαζαν ευχές.
Κι όταν υπέφεραν, προσέτρεχαν, επιμελώς,
εκοίταζαν και μάθαιναν τη σοβαρότητα
της μορφής Σου, Υπεραγία, «των θλιβόμενων η χαρά»,
διδάσκονταν την εγκαρτέρηση της έκφρασής Σου,
την οδυνηρή χαρά. Τώρα, Σεπτή, είναι
μεγάλη η επιβουλή και η ευλάβεια μικρή
κι η πίστη παίρνει άλλη δύναμη.”
5.-Γιάννης Ρίτσος, Από Το Όνειρο Καλοκαιρινού Μεσημεριού
“Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα
κανένας δεν την άκουσε
Τα σκυλιά δε γαυγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτισαν,
κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε
σε μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι
που τ’ ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους
και γύρισαν απ’ τα’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.”
6.-Άγγελος Σικελιανός, Δεκαπενταύγουστος του 1940
(«Λυρικός βίος», τόμ. Ε’, Αθήνα 1968, σ.σ. 123-124)
“Ω, Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα,
που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς,
των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς.
Μάνα, π’ αγνάντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστάχυα χλωμότατη πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλάδα, κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυρωτά τα χέρια Παναγιά
Μάνα, που ο νους Σου μοναχά το ξέρει
αν, αντίκρυ στην αγία Σου εντολή,
η καρδιά μου δεν είναι ως περιστέρι
αθώα, δοκιμασμένη και καλή.
δώσε την ώρα τούτη (κ’ είναι τώρα
π’ αγγίζουμε τον ύστερο βυθό
κι αργοσημαίνει η προαιώνια ώρα)
στην άγια εντολή Σου να σταθώ
ανύσταχτος, στην άκρη γινώμενος
αγρύπνια μιαν απέραντη ματιά,
σαν ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παίδες μέσα στη φωτιά!”
7.-“Δέσποινα της σιωπής
Γαλήνια και θλιμμένη
Σπαραγμένη και ακέραια
Ρόδο της μνήμης
Ρόδο της λήθης
Εξαντλημένη και ζωοποιός
Εναγώνια και ήρεμη
Το Ρόδο το μοναδικό
Τώρα είναι ο Κήπος”
8.-«ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΑΙΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΟ ΜΑΡΙΑ»
(απόσπασμα)
«[…]
Σε ικετεύουμε Αειπάρθενε πάντα Ελεούσα
Γύρισε πάλι κοντά μας
Είτε από το αρχιπέλαγος μαζί με τις αλκυόνες
Κομίζοντας τα πιο ευρύχωρα όνειρα
Είτε από τη στεριά με χιλιάδες λαμπάδες
Που ταξιδεύουν σαν ολόψυχα περιστέρια.
Άνοιγε Ρόδο αμάραντο
Και περιτύλιξε με τον ασημένιο χιτώνα Σου
Τη θλιβερή μας γυμνότητα
Φανερώνοντας την επουράνια Κλίμακα
Που θα μας οδηγήσει ώς Εσένα
Πάνω από τα βουνά τα ποτάμια την άβυσσο
Στον κόσμο του μέλλοντος δίχως όρια
Δίχως βιγλάτορες και δεσμωτήρια
Όπου η αγάπη εκτείνεται ώς το άσμα του κορυδαλλού.»
(ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, Τα ποιήματα 1941-2002, Καστανιώτης, Αθήνα 2003)
[Όπου τελειώνει κάθε αγάπη
Και το μαρτύριο τερματίζεται
Του ανεκπλήρωτου έρωτα
Το μεγαλύτερο μαρτύριο
Του εκπληρωμένου έρωτα
Τέλος του ταξιδιού του ατελείωτου
Προ το ατέρμονο
Σύνοψη όλων
Όσων δεν συνοψίζονται
Ομιλία χωρίς Λόγο και
Λόγος άλεκτος
Ας ειν’ ευλογημένη η Μητέρα
Για τον Κήπο
Όπου τελειώνει όλη η αγάπη.]
T. S.ELIOT, Ποιήματα –Εισαγωγή, μετάφραση ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
8.-ΔΕΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.
Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου, ν’ αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.
Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσεις
στεφάνι στην πόρτα μας.» (ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ)
9.-ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Στή μνήμη Ἐκείνου πού τόν ρέμβασε
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.
Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.
Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.
Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.
Άλαλα τα χείλη τους – και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τα αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.
Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.
Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ’ άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν. (ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ)