"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Για το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου “Ουρανός απ’ άλλους τόπους”

 


 

 

[Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, με θέμα το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων της Μουργκάνας (Ήπειρος) και στο βάθος την εγκληματική ιστορία των ανταρτών κομμουνιστών κατά τον εμφύλιο στην περιοχή (με τον αγριότατο φόνο 120 νεαρών παιδιών), είναι το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου “Ουρανός απ' άλλους τόπους".

Ξαναγράψαμε γι αυτό και θα ξαναγράψουμε, όσο τα εγκλήματα του ΕΛΑΣ (στρατιωτικό σκέλος του ΚΚΕ στον εμφύλιο) δεν έρχονται στο φως.

... Προσωπικά, αφότου γεννήθηκα στη Βάθη Κιλκίς, οι τραχειές εγκληματικές φιγούρες των ανταρτών κομμουνιστών  στοιχειώνουν πάνω από 70 χρόνια τη ζωή μου, τόσο με το κάψιμο του χωριού, όσο και με τους 5 άδικους και αδικαίωτους νεκρούς που είχαμε (μόνο μέσα στην οικογένειά μας, σε διάφορες πολεμικές συγκρούσεις και εν ψυχρώ εκτελέσεις των ανταρτών).

Κάποτε, αν θελήσει ο Θεός και ο χρόνος, ελπίζω να εκδοθεί αυτή η αυθιστορία που καταγράφεται βασισμένη  σε γραπτές, προφορικές μαρτυρίες πολυαγαπημένων μου προσώπων, και φυσικά στις δικές μου εμπειρίες-πριν μπω σε παιδόπολη σε ηλικία 5 και 1/2  ετών. {Στ.Γ.Κ.]

=============================================

Για τα εγκλήματα των ανταρτών κομμουνιστών στη Μουργκάνα έχουν γράψει αρκετοί παιδοπολίτες παραθέτοντας βιογρφικά δικά τους παραδείγματα. Ανάμεσά τους και οι Αντώνης ΒΕΝΕΤΗΣ (δικηγόρος) και Χρήστος ΒΕΝΕΤΗΣ, γνωστος καρδιολόγος στην Αθήνα.

Την παρακάτω παρουσιαση του Ν. Γκατζογιάννη, μου έστειλε ο Αντ. Βενέτης, τον οποίο και ευχαριστώ:

=========================


1.-Ο Νίκος Γκατζογιάννης-διάσημος δημοσιογράφος, συγγραφέας της “Ελένης”, γράφει στην “Κ” (23/1/22) για το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Ουρανός απ’ άλλους τόπους»:

“Αμερικανοί φίλοι μου λογοτέχνες συχνά με ρωτούν γιατί η σύγχρονη Ελλάδα έχει αναδείξει πολύ περισσότερους σπουδαίους ποιητές από πεζογράφους, σημειώνοντας ότι και οι δύο νομπελίστες της χώρας, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψαν ποίηση παρά μυθοπλασία. Σε πρώτη μου απάντηση τους επισημαίνω ότι οι Έλληνες έγραφαν ποίηση εδώ και 3.000 χρόνια, ενώ το μυθιστόρημα υπάρχει μόνο τα τελευταία 300. Προσθέτω επιπλέον, ότι η σύγχρονη Ελλάδα έχει αναδείξει πολλούς σπουδαίους πεζογράφους, αναφέροντας για παράδειγμα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Στρατή Μυριβήλη και τον Θανάση Βαλτινό.

Από εδώ και πέρα όμως, σε αυτή τη λίστα διακεκριμένων λογοτεχνών, θα προσθέσω το όνομα του Σωτήρη Δημητρίου. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (εκδ. Πατάκης) είναι ένα αριστούργημα, η λογοτεχνική αξία και βαρύτητα του οποίου δεν έτυχαν της προσοχής που τους αξίζει. Υποψιάζομαι ότι η αιτία για αυτό είναι, σε κάποιο βαθμό, η μεγάλη του επιτυχία στην απόδοση της γλώσσας του τόπου και του χρόνου στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του – τα χωριά των βουνών της Μουργκάνα στην Ήπειρο τη δεκαετία του 1940 – που όσοι από εμάς θυμόμαστε τους ιδιωματισμούς και ρυθμούς της φωνής, τον θαυμάζουμε πραγματικά για το επίτευγμά του. Οι περισσότεροι όμως από τους σημερινούς αναγνώστες πρέπει να καταβάλουν κάποια προσπάθεια για να το κατανοήσουν. Αν όμως η συγγραφή είναι μια ζωγραφική με λέξεις, τότε ο Σωτήρης Δημητρίου έχει αποτυπώσει στο βιβλίο του τη ζωή των αγροτών στα βουνά της Ηπείρου στα μέσα του περασμένου αιώνα τόσο ζωντανά, όσο και ο Πέτερ Μπρίγκελ αποτύπωσε στους πίνακές του την αγροτική ζωή στις Κάτω Χώρες τέσσερις αιώνες νωρίτερα.

Το σκηνικό όπου διαδραματίζεται η τραγική ιστορία που αφηγείται ο Δημητρίου είναι το χωριό που γεννήθηκε, γνωστό για αιώνες ως Πόβλα που αργότερα μετονομάστηκε σε Αμπελώνα. Αγκαλιάζει τα σύνορα της Αλβανίας κατά μήκος της τελευταίας δασικής ζώνης του ορεινού όγκου της Μουργκάνα και απέχει περίπου 15 χιλιόμετρα από το δικό μου χωριό, τον Λιά. Οι άντρες της Πόβλα, όπως και αυτοί του Λιά, ήταν κυρίως πλανόδιοι μάστορες που έλειπαν κάποιες φορές από το σπίτι τους για ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες ήταν ως επί το πλείστον αναλφάβητες υπηρέτριες, που έκαναν ότι τους έλεγαν οι πατέρες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους. Η μόνη τους παρηγοριά ήταν τα παιδιά τους, η θρησκεία και η μεταξύ τους επικονωνία.

Η ζωή στην Πόβλα, όπως και στα 16 χωριά της οροσειράς της Μουργκάνα, ήταν μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα τόσο πρωτόγονη όσο οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Το χωριό είχε έναν ιερέα και ένα σχολάρχη, όχι όμως γιατρό. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ρεύμα, τρεχούμενο νερό, ούτε άλλες ανέσεις. Το κρέας, η ζάχαρη και ο καφές ήταν σπάνιες πολυτέλειες και η καθημερινή ζωή διέπονταν από δεισιδαιμονία, φόβο και καχυποψία.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος χειροτέρεψε την κατάσταση στην Πόβλα και στα γύρω χωριά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε επέφερε μιαν αφάνταστη σκληρότητα. Οι περισσότεροι άνδρες εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να μην τους στρατολογήσουν με τη βία οι αντάρτες κομμουνιστές που κατέλαβαν την περιοχή το φθινόπωρο του 1947, οι νέες γυναίκες εντάχθηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό και τα μικρά παιδιά μεταφέρθηκαν σε κομμουνιστικές χώρες στο Βορρά. Στην καχυποψία και τον φόβο, προστέθηκαν ο φθόνος, η προδοσία και η ψευδομαρτυρία.

Αυτό που συνέβη με όσους έμειναν στην Πόβλα, το αφηγείται παραστατικά στο βιβλίο του Δημητρίου η μητέρα του, η Αλέξω, της οποίας το μυαλό και η μνήμη παραμένουν στα 98 της τόσο καθαρά, όσο ο ήχος από τα κουδούνια των κατσικιών που άκουγε σε όλη της την παιδική ηλικία. Το επίκεντρο της ιστορίας είναι η μητέρα της Μηλιά, η σύζυγος του προέδρου του χωριού, που όπως και οι περισσότεροι άντρες της Πόβλα, τράπηκε σε φυγή καθώς πλησίαζε ο Δημοκρατικός Στρατός. Όταν οι αντάρτες δεν κατάφεραν να βρουν τον πρόεδρο του χωριού, άρπαξαν τη γυναίκα του τη Μηλιά. «Τις έκλεισαν τις γυναίκες στο κατώι του Λιάγκου. Τους έβαλαν το μασιά πυρωμενον στον γκιόξι και στο στόμα. Μας τα ειπε με χρόνια η Χρυσάνθη του Λιάγκου που την είχαν απόλυκουν. Ω, παιδάκια μου, τους έλεγε, έχω έξι κοπέλες παντρεμένες και ανύπαντρες Και αυτή κοροϊδευαν που έκανε αράδα το σταυρό… Δεν αγλυμονήθηκαν κείνα τα δουλεμένα τα τυραγνισμενα χέρια;».

Η Μηλιά δεν ήταν το μόνο θύμα των ανταρτών. Καθώς επέβαλαν ολοένα και πιο δρακόντεια μέτρα στους ντόπιους πληθυσμούς, ένιωθαν την ανάγκη να σκορπίσουν τον τρόμο σε όλα τα χωριά της Μουργκάνα, βρίσκοντας όλο και περισσότερους «αντιδραστικούς» για να συλλάβουν, να βασανίσουν, να καταγγείλουν σε δίκες παρωδία και να τους εκτελέσουν. Οι περισσότερες από αυτές ήταν αναλφάβητες αγρότισσες των οποίων η μόνη ανατρεπτική δράση ήταν να εκφράζουν απρόσεκτα τις απόψεις τους για τη ζωή υπό τον Δημοκρατικό Στρατό. «Τ’ ήξεραν οι γυναίκες, αγράμματες και ξυπόλυτες και ζόρκες», λέει η Αλέξω».

 


Στις αρχές Μαρτίου του 1948, η Πόβλα απελευθερώθηκε για λίγο από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν το χωριό σκοτώνοντας δεκάδες στρατιώτες και πιάνοντας 177 αιχμαλώτους, τους οποίους οδήγησαν στο αρχηγείο τους στον Τσαμαντά, χωριό που βρίσκεται κάτω από την Πόβλα.

Στον Τσαμαντά, τέσσερις αξιωματικοί μεταξύ των κρατουμένων, από τους οποίους ένας γιατρός, δικάστηκε συνοπτικά και εκτελέστηκε. Στους υπόλοιπους δόθηκε η επιλογή: να ενταχθούν στον αντάρτικο στρατό ή να παραδώσουν τις στολές τους και να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απλοί στρατεύσιμοι που η ζωή τους διακόπηκε από τον πόλεμο και προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή. Τους οδήγησαν μακριά από το χωριό, αλλά μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά ώστε να μην τους βλέπουν, εξαφανίστηκαν και δεν τους είδαν ποτέ ξανά.

Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1971, ένας βοσκός βρήκε έναν μισοθαμμένο σκελετό στην κοίτη ενός ρέματος κοντά σε ένα ασβεστόλακκο έξω από το χωριό. Εκεί βρέθηκαν τελικά 120 σκελετοί, καθένας με τα χέρια του δεμένα με σύρμα και μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο. Θάφτηκαν σε έναν λόφο στα περίχωρα του Τσαμαντά, αλλά κανένας υπουργός, κανένας ποιητής, κανένας διάσημος δεν επισκέφτηκε ποτέ τον χώρο για να τιμήσει τη θυσία τους, όπως κάνουν κάθε χρόνο στη Μακρόνησο για να αποτίσουν σεβασμό σε αυτούς που φυλακίστηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου αλλά και μετά.

Τουλάχιστον οι συγγενείς των στρατιωτών έμαθαν πού είναι θαμμένα τα λείψανα των αγαπημένων τους για να μπορούν να πάνε εκεί για να τους θρηνήσουν, η Αλέξω όμως δεν έχει τέτοια δυνατότητα μιας και τα λείψανα της μητέρας της δεν βρέθηκαν ποτέ. «Αυτοί βγήκαν για να σκοτώσουν τους ίδιους τους έλληνες…Άνθρωποι της καταστροφής, τι σόι αντάρτικο, τι καθεστώς ήταν αυτό που σκοτώνανε τους Έλληνες».

Όταν τελικά οι αντάρτες εκδιώχθηκαν από τα βουνά της Μουργκάνα τον Σεπτέμβριο του 1948, ανάγκασαν όλους τους κατοίκους των χωριών που κατείχαν να τους ακολουθήσουν, πρώτα στην Αλβανία και μετά σε διάφορες χώρες του Ανατολικού μπλοκ. Θα περνούσαν τουλάχιστον έξι χρόνια μέχρι να μπορέσει κάποιος από αυτούς να επιστρέψει. «Ξορνιάστηκε ο κόσμος με τους βρυκολακους τους αντάρτες. Σκόρπισαν σαν ντουφεκιασμένα πουλιά. Αυτή δεν ήταν για τίποτα, μονάχα για το κακό», θρηνεί η Αλέξω.

Ο Δημητρίου κατορθώνει κάτι σπάνιο στη νεοελληνική λογοτεχνία παρουσιάζοντας την θλιβερή του ιστορία. Τη γράφει με το απλό τοπικό ιδίωμα που μιλούσαν οι χαρακτήρες του σε όλη τους τη ζωή και το συντηρεί, χωρίς να «κομπιάζει» ποτέ σε όλη την αφήγηση. Και κάνει κάτι ακόμα πιο αξιοσημείωτο. Αποκαλύπτει την πρωταγωνίστριά του, τη γιαγιά του Μηλιά, όχι άμεσα και ολότελα αλλά με τον τρόπο που την περιγράφουν, συζητούν για αυτήν και την θυμούνται οι συγχωριανοί της και ιδιαίτερα η κόρη της η Αλέξω, η αφηγήτρια. Ωστόσο, είναι σε θέση να αναδείξει τον ηρωισμό της Μηλιάς με τον συγκινητικό τρόπο που εξιστορεί τα βάσανα και το μαρτύριο της.

Παρά τη συγκλονιστική ιστορία που παρουσιάζει και τον εξαιρετικό τρόπο αφήγησης, το «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» δεν έτυχε της προσοχής που συγκέντρωσαν τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, παρόλο που αναμφίβολα πρόκειται για το κορυφαίο του έργο. Κι ενώ όσοι έγραψαν κριτική γι’αυτό, επαίνεσαν τη λογοτεχνική ποιότητα του βιβλίου, με έναν κριτικό μάλιστα να συγκρίνει το γράψιμο του με αυτό του Ομήρου και του Παπαδιαμάντη, δεν προχώρησαν σε λεπτομέρειες για το περιεχόμενο του βιβλίο, όπως κάνω εγώ εδώ.

Η αιτία και για τις δύο παραλείψεις είναι προφανής. Υπάρχει μια πολιτισμική εμμονή στην Ελλάδα να ρίχνουν στο πηγάδι της λήθης τα βίαια γεγονότα του Εμφυλίου και ιδιαίτερα τη βαρβαρότητα των κομμουνιστών σε περιοχές που έλεγχαν. Καθώς όμως παρακολουθώ τις αναταράξεις στην αμερικανική κοινωνία σήμερα, ως αντίδραση στη βία κατά των μαύρων και των ιθαγενών της Αμερικής στο παρελθόν, αναρωτιέμαι αν είναι υγιές για τους Έλληνες να προσπαθούν να παραβλέψουν τη βαρβαρότητα που ασκήθηκε σε αθώους πολίτες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Νομίζω πως όχι.

Έχει σίγουρα παρέλθει αρκετός χρόνος για να περάσει ο ελληνικός Εμφύλιος στην Ιστορία, όχι όμως και να παραχαράσσονται τα γεγονότα αγνοώντας τη βαρβαρότητα των ανταρτών ή και τις υπερβολές της κυβέρνησης που ήταν τότε στην εξουσία. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε τις άγριες συνθήκες που βίωσαν όσοι στάλθηκαν στα στρατόπεδα εξορίας στη Μακρόνησο. Είναι εξίσου σημαντικό όμως, να μην ξεχάσουμε τη σφαγή των 120 στρατιωτών στον Τσαμαντά, νεαρών αγοριών που είχαν μόλις ενηλικιωθεί, ή των άμοιρων γυναικών όπως η Μηλιά και η μητέρα μου, Ελένη Χαϊδη Γκατζογιάννη, που εκτελέστηκαν στα χωριά που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός.

Αξίζουν συγχαρητήρια στον Σωτήρη Δημητρίου, όχι μόνο για το έξοχο λογοτεχνικό του κείμενο που αναφέρεται σε ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά και γιατί έγραψε για αυτό με ειλικρίνεια και χωρίς φόβο. Η αξιολόγηση που έκανε κάποτε στην κριτική του για το βιβλίο μου «Ελένη» ο Βρετανός ιστορικός Κ. Μ. Γουντχάους, ισχύει εξίσου και για το «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» του Σωτήρη Δημητρίου. Είναι ένα από τα σπάνια βιβλία στα οποία η δύναμη της τέχνης επαναδημιουργεί την πλήρη ιστορική αλήθεια.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Αλεξάνδρα Σκαράκη (“Κ”, 23-1-2022)


=============================================

 

 


2.-“ΟΥΡΑΝΟΙ ΑΠΟ ΠΙΚΡΕΣ”

της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα

Μία εκατόχρονη γυναίκα, η Αλέξω Τζίγκου, ξεδιπλώνει την πορεία της ζωής της που καλύπτει τον 20ο αιώνα. Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου από τις Εκδόσεις Πατάκη με τίτλο Ουρανός απ’ άλλους τόπους, είναι τόσες οι πίκρες και τα βάσανα της ηρωίδας που αν ο ουρανός ήταν χαρτί θα χρειαζόταν και άλλους ουρανούς για να τα χωρέσει.

Η αφήγηση της Αλέξως εξελίσσεται κατά βάση στα φτωχικά χωριά της ορεινής Θεσπρωτίας, στα σύνορα με την Αλβανία: στην Πόβλα, τον Τσαμαντά, το Μπαμπούρι, τον Λια κατά την ταραχώδη περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ανταρτοπόλεμου με Γερμανούς και αντάρτες να απειλούν τις ζωές και τις περιουσίες των άτυχων κατοίκων. Το πολυπληθές μυθιστόρημα αποδεικνύει για άλλη μια φορά την αγάπη του συγγραφέα για την γυναίκα της Ηπείρου και φέρνει στο προσκήνιο τις μικρές και μεγάλες τους ιστορίες και τις σχέσεις τους: μητέρες, αδελφές, νύφες και πεθερές, φίλες και αντίπαλες, όλες αγωνίστριες της ζωής.

Σε περίοπτη θέση, βρίσκεται η φιγούρα της μητέρας της Αλέξως, της Μηλιάς, μάνας έξι κοριτσιών και ενός γιού. Παρόλη την συμπονετική και καλοπροαίρετη φύση της η Μηλιά γίνεται τραγικό θύμα των ανταρτών με μαρτυρικό τέλος που αναπόφευκτα θυμίζει την Ελένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Γκατζογιάννη, ένα τέλος που τραυματίζει για πάντα την Αλέξω. Στον αντίποδα βρίσκεται ο πατέρας της ηρωίδας, Κώστας Τζίγκος, νωθρός και ανεπαρκής, εγωιστής και καλομαθημένος, ένας σωστός πατριάρχης. Τα θραύσματα της μνήμης της υπερήλικης ηρωίδας αποκαλύπτουν, ανάμεσα στα άλλα, τα πέτρινα παιδικά χρόνια και την δεινή θέση των κοριτσιών στην παραδοσιακή ελληνική ύπαιθρο, την εξαθλίωση και την βάναυση εκμετάλλευσή τους με το παράπονο της ηρωίδας να ξεχειλίζει συχνά κατά την παράθεση των γεγονότων.

Τα βασικά αφηγηματικά νήματα που συνθέτουν το σπαρακτικό αφήγημα της Αλέξως είναι η στέρηση και ο μόχθος των κτηνοτρόφων και μικροκαλλιεργητών, η φρίκη του πολέμου και ιδίως του ανταρτοπόλεμου, η ξενιτειά ως μόνη διαφυγή για τους άνδρες και η συχνή εγκατάλειψη των γυναικών πίσω. Τα θέματα αυτά εμπλουτίζονται με τα αυτοσχέδια τραγούδια, τα λαογραφικά στοιχεία, τα έθιμα και τις δοξασίες της περιοχής και περισώζουν αλλά και αποκαλύπτουν ένα σύμπαν που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.

Η δύναμη της πολύχρωμης ντοπιολαλιάς, αγαπημένο εργαλείο του συγγραφέα, την οποία χρησιμοποιεί η ηρωίδα αποκλειστικά είναι τόσο μεγάλη που υπερπηδά το εμπόδιο των συχνά άγνωστων λέξεων, και την έλλειψη ενός γλωσσαρίου, και κατακλύζει με το συναίσθημα και την μουσικότητά της.

Το τέλος του βαθιά ανθρώπινου αυτού έργου βρίσκει την Αλέξω στα χέρια των ξένων οικιακών βοηθών, να περιμένει το δικό της τέλος, να ταλαντεύεται ανάμεσα στη συγχώρεση και την βλαστήμια, μία γυναίκα της υπαίθρου που έζησε και είδε πολλά αλλά παρέμεινε όρθια με τη δύναμη της ψυχής της.

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/oyranoi-apo-pikres-tis-theodoras-d-patrona/

================================================================

3.-

https://www.epohi.gr/article/41075/ena-shmantiko-mythistorhma-ergo-tehnhs

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου,

Σωτήρης Δημητρίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», εκδόσεις Πατάκη, 2021

 

Ας μιλήσουμε για έργα τέχνης, εικαστικά και λογοτεχνικά. Ας θυμηθούμε καταρχάς την Γκερνίκατου Πάμπλο Πικάσο που έγινε κατόπιν παραγγελίας για να θυμίζει το έγκλημα των ναζί, οι οποίοι βομβάρδισαν και κατέστρεψαν με τα αεροπλάνα τους την ομώνυμη πόλη των Βάσκων στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Οι ειδικοί, παρατηρώντας τον πίνακα, ξόδεψαν πολλή φαιά ουσία για να αποκρυπτογραφήσουν το νόημα των συμβολισμών του. Τι είδαν; Κεφάλια ταύρου και αλόγου, μια λάμπα, κομμένα ανθρώπινα μέλη, γυναίκα που ουρλιάζει, νεκρά μωρά. Με την πάροδο του χρόνου, επικράτησε η άποψη πως πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο, το πιο εμβληματικό κι ένα από τα γνωστότερα του δημιουργού του.

Ας πάμε τώρα στη λογοτεχνία. Το ογκώδες μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις «Οδυσσέας» με θέμα μια μέρα, την 16η Ιουνίου 1904, από τη ζωή του ήρωα, του Λεοπόλδου Μπλουμ, στο Δουβλίνο, θεωρείται αριστούργημα μολονότι οι αναγνώστες του δυσκολεύονται στην κατανόησή του, εξαιτίας της γλώσσας του κειμένου, αλλά και των προθέσεων του συγγραφέα. Γνωρίζω κάποιους που το αγόρασαν και σύντομα παράτησαν απογοητευμένοι την ανάγνωσή του. Ο Έλληνας μεταφραστής του, ο Σωκράτης Καψάσκης, έγραψε στον πρόλογό του βιβλίου «έφτασα συχνά μπροστά σε ανυπέρβλητες δυσκολίες και αρκετές φορές αποφάσισα να διακόψω το εγχείρημα». Πιο κάτω σημείωσε ότι η γλώσσα του Τζόις δημιουργεί δυσκολίες στον αναγνώστη που μετατίθενται στην πλάτη του μεταφραστή, ενώ προσθέτει ότι στον Οδυσσέα «ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για την κατανόηση και κατ’ ακολουθίαν για την απόδοση του κειμένου».

 

Με ουράνιο υποβολέα

 

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις είναι το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», ένας μονόλογος μιας χωρικής, της Αλέξως, η οποία αφηγείται ιστορίες από τη ζωή της στο παραμεθόριο χωριό Πόβλα (σήμερα Αμπελώνας) της Θεσπρωτίας. Το οπισθόφυλλο του βιβλίου, γραμμένο προφανέστατα από τον συγγραφέα του, ως είθισται, δεν παρέχει επαρκείς διευκρινίσεις για το θέμα, εκτός από το ότι αφηγείται «μια σχεδόν εκατόχρονη γυναίκα» από την Ήπειρο, και τα μυστηριώδη λόγια: «Δεν της φτάνει ο ουρανός για χαρτί, θέλει ουρανούς κι απ’ άλλους τόπους». Διαβάζουμε, επίσης, την ποιητική φράση – ο Δημητρίου εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1985 με τη συλλογή ποιημάτων «Ψηλαφίσεις»: «Πολλές φορές έχεις την αίσθηση πως τη γλώσσα την κινεί ουράνιος υποβολέας. Τραγουδιστή πηγή πλαγιάς που άνθισε κάποια μακρινή άνοιξη και μαράθηκε στις μέρες μας».

Με τον πιο πάνω πρόλογο θέλω να τονίσω πως το παρόν μυθιστόρημα είναι ένα σημαντικό λογοτέχνημα, το οποίο, πέρα από τους ήρωες και τη δράση τους, στηρίζεται στο γλωσσικό ιδίωμα της ηρωίδας. Είναι ένα έργο τέχνης που θα μείνει ως σημείο αναφοράς στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, έστω και αν οι αναγνώστες του, όπως ο γράφων, θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην κατανόηση των δρώμενων εξαιτίας του συγκεκριμένου γλωσσικού ιδιώματος.

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, στο ολοσέλιδο κείμενό του για το βιβλίο στα Νέα (10-11 Ιουλίου 2021), εγκωμιάζει τον τρόπο γραφής του, χαρακτηρίζει τον δημιουργό του «συγγραφέα γλώσσας», αλλά γράφει: «Διάβασα με κόπο γόνιμο το βιβλίο του Δημητρίου». Με τη σειρά του, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο ολοσέλιδο κείμενό του στην Καθημερινή (14 Αυγούστου 2021), σημειώνει πως «στη γλώσσα βρίσκεται η μεγάλη δύναμη του βιβλίου», αλλά προσθέτει πως το ότι ο συγγραφέας δεν έβαλε γλωσσάρι «θα δυσκολέψει πολλούς από τους νεότερους συγγραφείς». Ωστόσο, ο Κώστας Καραβίδας στο ολοσέλιδο κείμενό του στην Εφημερίδα των Συντακτών (7 Αυγούστου 2021) υποστηρίζει πως το βιβλίο «προσφέρει ανεπανάληπτη αναγνωστική ευφορία».

 

Η ιστορία ενός τόπου

 

Η Αλέξω λοιπόν απευθύνεται σε κάποιον ή σε κάποιους. Δύο από τις πρώτες φράσεις της είναι: «Δεν αφήνει η μάνα, είμαστε μεγάλη φαμίλια» και «Με τον πόλεμο πείνασε ο κόσμος». Γι’ αυτή τη μεγάλη οικογένεια μιλάει η ηρωίδα, γονείς (η μάνα Μηλιά, ο πατέρας Κώστας), αδέλφια, συγγενείς και συγχωριανούς, αλλά και συντοπίτες από τα γειτονικά χωριά: Λιντίζντα, Τσαμαντάς, Μπαμπούρι, Λιας, Άγιοι Πάντες. Δουλειές, συγγένειες, φιλίες, έχθρες, παντρολογήματα, έθιμα, ξενιτεμοί στην Αυστραλία, στη Γερμανία και στην Αμερική, αλλά και στην Αθήνα, στην Κέρκυρα κι αλλού. Κι ύστερα μιλάει για τον πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, το αντάρτικο, τη μεταπολίτευση έως τα πρόσφατα χρόνια που πλέον ζει στην Ηγουμενίτσα.

Μολονότι το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης αφορά τα γεγονότα που συνδέονται με τα πάμπολλα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η Αλέξω, ένα σημαντικό κομμάτι των λεγομένων της σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση στη συγκεκριμένη περιοχή της Θεσπρωτίας με πρωτεύουσα το Φιλιάτι, δηλαδή τη Μουργκάνα, αλλά και της Ηπείρου γενικότερα. Οι πόλεμοι, με πρώτο τον απελευθερωτικό κατά των Τούρκων, απασχολούν την αφηγήτρια. Κι ύστερα μιλάει για την αντιστασιακή δράση του Ζέρβα, ο οποίος έδιωξε τους Τσάμηδες που κατέφυγαν στην Αλβανία. Συχνά, πολύ συχνά, από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου έως τις τελευταίες, η ηρωίδα μιλάει για κομουνιστές και μη – χαρακτηρίζει το χωριό Λιας Μικρή Μόσχα. Επίσης, ενώ τα περιστατικά που μνημονεύει είναι πραγματικά (τα εμφύλια πάθη και μίση, οι δολοφονίες, οι κατατρεγμοί, η φυγή των ηττημένων ανταρτών στη γειτονική Αλβανία, η επιστροφή αργότερα στην πατρίδα), η ίδια δεν είναι αντικειμενική, αφού από την αρχή έχει ταχθεί με τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα και καταφέρεται κατά των κομουνιστών και συχνά τους ειρωνεύεται ή τους λοιδορεί, τους αποκαλεί «βρικόλακες», βρικόλακα αποκαλεί και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση και τους έδωσε τιμητικές συντάξεις.

Επαναλαμβάνω πως το μυθιστόρημα «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», η ιστορία μια ηπειρώτικης οικογένειας κι ενός τόπου, είναι έργο τέχνης, τέτοιο θα θεωρείται και στο απώτερο μέλλον κι ίσως να αποτελεί και σημείο λογοτεχνικής αναφοράς. Πάντως, εκτιμώ πως ο ποιητικός τίτλος του ενδεχομένως να αποβεί σε βάρος της φήμης του, ιδανικότερος θα ήταν ο μονολεκτικός Πόβλα ή Αλέξω, όπως η Γκερνίκα και ο Οδυσσέας που παραπέμπουν αυτομάτως στα έργα του Πικάσο και του Τζόις.


 


Σχολιάστε