"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Και πάλι για τον Μάκη…

 

 

 

 

 

 

Σχετικά με τον Μάκη

(Πρόδρομος Μπαχατίρογλου)

(1942-1997)

 

Α’

 

Ο Θεός αλλού ρίχνει ευεργετικό ψιλόβροχο κι αλλού βροντάει, αστράφτει και καταποντίζει αθώους και φταίχτες”

 

Κι ας έριχνε ένα μαγιάτικο ψιλόβροχο που νότιζε δρόμους και στέγες σπιτιών της περιβαρδαρείου περιοχής. Κι ας ήταν πρωινό Κυριακής που “όλη η φύση ησυχάζει” στη Θεσσαλονίκη.

 

Ξαναβρεθήκαμε με τη Χριστίνη, στην πόλη του Αγίου -όπου κάθε βράδυ στην ομώνυμη παιδόπολη, πριν κοιμηθούμε, ψάλλαμε το απολυτήκιό του, το “Μέγαν εύρατο, εν τοις κινδύνοις…”. Στη Θεσσαλονίκη, για το μνημόσυνο του άνδρα της Σεβαστής, της αδελφής μου. Πήγαμε και στον “Άγιο Μηνά”, την εκκλησία που όσο ήμασταν μαθητές στην κάτω παιδόπολη, εκκλησιαζόμασταν τις Κυριακές. Ανάψαμε ένα κερί στη μνήμη του Μάκη.

 

“Εκεί, στο θαμπό φως των εικόνων και των σκιών της πόλης που υποδεχότανε το σούρουπο, ξεχύθηκαν πάλι τα παλιά, σαν πουλιά: απ΄τα σοκάκια που οδηγούν στο λιμάνι ξεπρόβαλλαν οι παλιοί συμμαθητές, ενώ από τα πλακάκια της Δωδεκανήσου, θαρρούσα πως άκουγα τους ήχους των ρυθμικών βηματισμών μας. Η κυριακάτικη ομάδα εκκλησιασμού των παιδοπολιτών-κυρίως μαθητών της Τρίτης και Τετάρτης Γυμνασίου, με τα όμορφα κοντά παντελονάκια της, τα λευκά πουκαμισάκια με τα μπλε γιλεκάκια και τα (μ)προκάτα παπούτσια, βαδίζαμε σε τριάδες. Ο κοινοτάρχης μας, ο κ. Ξανθός, ευσταλής έφεδρος αξιωματικός που πρόσφατα προσλήφθηκε στο προσωπικό του “Αγ. Δημητρίου”, δεν ξεχνά τα στρατιωτικά παραγγέλματα:

-Ένα, στο αριστερό…!”

… Κραπ!

-δυο, στο δεξί…!

… Κραπ! Κραπ!

Οι πρόκες των παπουτσιών, σαν άλλα κουρδιστά “στρατιωτάκια”, ηχούσαν δυνατά στην άσφαλτο· έτσι ανοιγόκλειναν παράθυρα με μισοξυπνημένους θυμωμένους πολίτες που μας αγριοκοίταζαν και τα ξανάκλειναν με θόρυβο. Τους χαλούσαμε τον ύπνο. Ο κ. Ξανθός, απτόητος, μετά από λίγο, έδινε το σύνθημα, “παιδιά τώρα όλοι μαζί, “Τί ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία…” και μόλις τέλειωνε αυτό το εμβατήριο ή κάποιο άλλο, ακολούθησε αυτό που μας άρεσε ιδιάιτερα, το “Τα Ρόδα, τα τριαντάφυλλα…”!

 

Και τότε αντήχησαν αρμονικότερα οι εφηβικές φωνές 30-40 παιδιών:

Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα

της άνοιξης καμάρι·” (…)

 

(Ωραιόκαστρ0-Ηλίας, Κρίτων, Μάκης-Αρχείο, Στ.Γ.Κ.)

Ήταν ένα συγκλονιστικό εμβατήριο -όπως ξανάγραψα- που παρέπεμπε στη γερμανική ή οποιαδήποτε άλλη Κατοχή. Εμάς όμως μας άρεσε γιατί ταίριαζε απόλυτα στο βηματισμό μας προσφέροντας ένα υπέροχο θέαμα… Μας έκανε και περήφανους για το ότι ήμασταν παιδοπολίτες!

Δίπλα μου στην τριαδα είχα τον Μάκη, πρώτο αδελφικό φίλο, “κολλητό” και αδελφό σε όλες τις φάσεις της ζωής μου. Από την Α’ τάξη του δημοτικού σχολείου στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, όπου πηγαίναμε από την παιδόπολη “Άγ. Δημήτριος”, μέχρι και την Στ’ τάξη Δημοτικού, στην παιδόπολη “Καλή Παναγιά” στη Βέροια.

 

Β’

ΣΤΑ 1961 τελειώνοντας το εξατάξιο Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη (Στ΄ Γυμνάσιο), έδωσα εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Ο Μάκης- πάντα φίλος με τον Κρίτωνα, το Θωμά, το Στ6έφανο, το Χρήστο, τον Κώστα, τον Αντώνη και άλλους- είχε ήδη περάσει στη Γερμανική Φιλολογία. Βρισκόταν στο δεύτερο έτος μια και είχαμε χωρίσει πριν ένα χρόνο στην Καλή Παναγιά. Ο Κρίτωνας πήγε στην Αμερική για σπουδές, ενώ ο Θωμάς στην Αυστραλία.

Είχαμε, με τον Πρόδρομο μια “ταξική” διαφορά διότι εγώ πέρασα στο Γυμνάσιο (Αθήνα) ένα χρόνο αργότερα από αυτόν (1955). Στα 1961 είχαμε τη δυνατότητα να δίνουμε σε οποιαδήποτε πανεπιστημιακή σχολή θέλαμε. Όποιος μάλιστα ήταν καλά προετοιμασμένος, μπορούσε να περάσει άνετα και με καλή σειρά σε περισσότερες από μία σχολές. Ξέραμε ότι η γνώση ήταν για πολύ λίγους και πληρωνόταν πανάκριβα, αλλά το προσπαθούσαμε πολύ όλοι οι παιδοπολίτες. Κι αυτό, για να ξεφύγουμε από την μίζερη μεταπολεμική καθημερινότητα των χωριών και τη σκληρή δουλειά στα χωράφια. Δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Αυτή τη δυνατότητα μας την έδινε η Παιδόπολη. Και μόνο γι αυτό, την ευγνωμονούμε.

 

ΕΙΧΑ δώσει στην ΟΠΕ (Οικονομικές Πολιτικές Επιστήμες) καθώς και στη Φιλοσοφική Σχολή (τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας). Τα γαλλικά τα είχα μάθει στο De Lasalle που ήταν δίπλα από την Παιδόπολη-είχα ήδη πάρει το Certificat (1961). Πηγαίνοντας δε στο φροντιστήριο “Σουκιούρογλου”, με τον καλό καθηγητή Henri Orliziesky, μαζί τον Κώστα Μπ., αγαπητό συμμαθητή και συμπαιδοπολίτη μου, τα καταφέραμε και περάσαμε στο Πανεπιστήμιο. Είχαμε τότε μια περίεργη αυτοπεποίθηση ότι, όχι μόνο θα περνούσαμε σε όποια σχολή και να δίναμε αλλά και με πολύ καλή σειρά! Επιπλέον, κρυφά θέλαμε να αποδείξουμε σε κάτι «τρυφερές ψυχές» (όπως στην ομαδαρχισσά μας τη Σοφία), το πόσο υποφέραμε ερωτικά γι αυτές. Ότι αξιζαμε, τελικά ένα βλέμμα της!

(Σταύρος και Μάκης, Ωραιόκαστρο. Αρχείο Στ.Γ.Κ.)

ΤΟ ΒΡΑΔΙ που βγήκαν τα αποτελέσματα και περίμενα εναγώνια, με πήρε στο τηλέφωνο από τη Θεσσαλονίκη ο φίλος Στέφανος Νάσιος-συμμαθητής του Πρόδρομου, του Χριστόφορου Μ., του Βαγιαννίδη Κ., του Πασιλούδη, του Κ. Δήμου, του Χρ. Βενέτη και άλλων λίγο «μεγαλύτερων» παιδιών από μένα. Ήδη φοιτούσαν σε πανεπιστημιακές σχολές. Έγώ, έμενα ακόμη στο Ωραιόκαστρο. Μου είπε, λοιπόν, περιχαρής πως πέρασα στην ΟΠΕ 17ος, αλλά και 2ος από τα αγόρια στη Γαλλική Φιλολογία! Η Γαλλική Φιλολογία Θεσσαλονίκης έπαιρνε τότε μόνο 30-32 άτομα, αγόρια και κορίτσια, ενώ η ΟΠΕ πολύ περισσότερα. Αλλά η Γαλλική Φιλολογία έδινε υποτροφίες σε αγόρια και κορίτσια χωριστά, άσχετα με τη σειρά εισαγωγής. Έτσι σπούδασα γαλλική φιλολογία με υποτροφία! Διαφορετικά οι σπουδές μου θα είχαν μεγάλο πρόβλημα, όπως συνέβαινε με όλους τους μη υπότροφους παιδοπολίτες. Οι σπουδές θα ναυαγούσαν νωρίς, λόγω έλλειψης χρημάτων. Κι αυτό διότι πληρώναμε τότε εγγραφές, δίδακτρα, εξέταστρα, αγοράζαμε τα βιβλία που ήθελαν οι καθηγητές. Πληρώναμε σίτιση και στέγαση, εισιτήριο στα λεωφορεία, παντού.

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ με μένα, σπούδασε -τον βοήθησα όσο μπόρεσα να τελειώσει τη γερμανική φιλολογία κι ο Μάκης. Την υποτροφία (8.000 δραχμές το χρόνο) την τρώγαμε μαζί κι όταν βγήκε ο Γ. Παπανδρέου (το 1963) και την έκανε 12.000 τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Ο Γ. Παπανδρέου, για τον οποίο αγωνιστήκαμε όλοι εμείς τής Ένωσης Κέντρου (γενιά του 1-1-4), μόλις έγινε πρωθυπουργός (1963) κατάργησε εγγγραφές, δίδακτρα, εξέταστρα, αγορές βιβλίων κ.λπ. Καθιέρωσε την δωρεάν παιδεία. Γιατί λοιπόν να μη τον ευγνωμονούμε εσαεί;

 

Με τον Μάκη και την Αμικάλ του LYCEE Θεσσαλονίκης, κάποτε που ήρθε για λίγο ο Γιώργος Παπαδόπουλος από την Αμερική-παλιός Παιδοπολίτης, γεωπόνος και σπουδαίος ζωγράφος της εποχής του (μέσα δεκαετίας του 1960) οργανώσαμε μια έκθεση έργων του, με απόλυτη επιτυχία. Ο Μάκης από μικρός ήταν επικοινωνιακός τύπος. Εγώ ήμουν πιο κλειστός. Αρεσκόταν με τους Φιλολόγους να οργανώνει κάθε χρόνο στην περίοδο των Απόκρεω τον περίφημο “Χορό των Ανεμώνων”, στον οποίο έκανε τον κονφερανσιέ και διασκέδαζε αφάνταστα τους καθηγητές μας οι οποίοι συμμετείχαν στη διασκέδαση.

 

Τελείωσα νωρίτερα από τον Πρόδρομο τη Σχολή μου και το 1966 με 1968 υπηρέτησα το στρατιωτικό μου στην Κόρινθο, τη Βυρώνεια. Στην Κύπρο (Καντάρα-1967)πήγα με την ΕΛΔΥΚ για δέκα μήνες. Είχαμε τα σπουδαία γεγονότα στους Αγίους Θεοδώρους και τα Κοφινού, με την οξεία κρίση του 1967. Φύγαμε από την Κύπρο με την ουρά στα σκέλια: ταπεινωμένοι από Αμερικανούς και Τούρκους!

Πήρα το απολυτήριο στρατού από το Άργος Ορεστικό (Καστοριά, 1868).

Όταν στα 1969 διορίστηκα στη Σύμη Δωδεκανήσου, ως καθηγητής Γαλλικών, ο Μάκης έκανε το στρατιωτικό του ακόμη. Είχαμε πια χωρίσει. Χωρίσανε κατ΄ανάγκη και οι δρόμοι μας: αυτός θα ακολουθούσε μια εμπορική σταδιοδρομία βοηθούμενος από την κα Τέλλογλου (πρώτα στην εταιρία «Κατσαρός» κι έπειτα στα τρακτέρ της «Fedt»). Άλλοτε ήταν στα χάι του κι άλλοτε στα ντάουν του.

 

Κυκλοθυμικός και άστατος στα “θέλω” του-αν και του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να φτιάξει μια ικανοποιητική οικογενειακή ζωή, προτίμησε την μποέμικη! Θες η αρώστια του αδελφού του μα και η δική του, θες η έλλειψη αυτοοπεποίθησης, συνετέλεσαν στο να κλειστεί σιγά σιγά στον εαυτό του. Εξάλλου, ήδη είχε μεγάλο βάρος μέσα του με τα ψυχολογικά προβλήματα, τόσο του αδελφού του Ανέστη όσο και της μάνα τους. Ο αδελφός του είχε ήδη κλειστεί στο Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων-πρώτα στο Δρομοκαΐτειο στην Αθήνα (όπου τον επισκεφθηκα μια φορά), έπειτα στο Λεμπέτ στη Θεσσαλονίκη), ενώ ο Μάκης, ίσως από αντίδραση, είχε φτιάξει το «Σαταν κλάμπ»: μια άϋλη υποτυπώδη λέσχη αρειμανίων “δεμεμελιστών” φίλων.

Είχε πάντα ένα σαρκαστικό χιούμορ και είχε καθιερώσει ως τρόπο ζωής το do.fa.ni. (dolce far niente), θεωρώντας εμάς τους υπόλοιπους φίλους του, τους “υπαλληλίσκους” του δημοσίου, κατώτερα όντα!

(Αμικάλ-Ο Μάκης στο κέντρο, με σταυρωμένα χέρια και γυαλιά. Εγώ, πρώτος δεξιά-αρχείο Στ.Γ.Κ.)

Όμως, όταν ήταν να νυμφευτώ τη Χριστίνη, καθηγήτρια φιλόλογο από την Κρήτη, που γνώρισα στη Σύμη κι αγάπησα σφόδρα, έδειξε μια απέραντη δυσαρέσκεια λέγοντάς μου εκείνο το αμίμητο, «-Ρε, Σταύρο και τι σχέση έχουμε εμείς με οικογένεια;». Παρόλα αυτά, μας στεφάνωσε το Σεπτέμβρη στα 1975. Υπηρετούσαμε, με τη Χριστίνη, στα σχολεία του Κιλκίς. Μέναμε στην Αχειροποιήτου, κοντά στη Φιλίππου όπου έμενε ο Μάκης. Όμως δεν είχαμε και πολλές σχέσεις. Θες τα πολύωρα (35 ώρες την εβδομάδα) και πολυήμερα (δουλεύαμε και τα Σάββατα) προγράμματά μας, θες ο γάμος που πάντα απομακρύνει τους εργένηδες από τους παντρεμένους, δεν βλεπόμασταν πια συχνά.

 

Τον Αύγουστο του 1976 «ήλθε» στη ζωή ο Παναγιώτης, ο πρώτος γιος μας, που τα άλλαξε όλα. Μπροστά στις αναπόφευκτες δυσκολίες και μη έχοντας ουσιαστική βοήθεια από πουθενά, αποφασίσαμε να ζητήσουμε μετάθεση στα Χανιά. Στα τέλη του 1977 προσγειωθήκαμε στα Χανιά, όπου είχαμε κοντά μας και τα πεθερικά (τους γονείς της Χριστίνης). Με το να έχουμε εναλλάξ πρόγραμμα στα σχολεία της πόλης με τη Χριστίνη (πρωι-απόγευμα), μπορέσαμε να μεγαλώσουμε πρώτα τον Παναγιώτη κι έπειτα το Μανόλη.

 

Ο Μάκης, ήλθε με την κα Τέλλογλου στα Χανιά, στις αρχές του 1980. Ήδη κούτσαινε γιατί είχε κάνει εγχείρηση στο ένα του πόδι. Ένα σκουριασμένο καρφί που είχε πατήσει παλιά, πολύ παλιά στην “Καλή Παναγιά” κακοφόρμησε. Είχε βγει στη σύνταξη (ΙΚΑ) με αναπηρία. Κάθε φορά που ανέβαινα στην Θεσσαλονίκη, τον συναντούσα. Τόσο με το θάνατο του αδελφού μου Κώστα (1989), όσο και της μάνας (1993). Ο ίδιος είχε παραξενέψει πολύ, όταν είχε πεθάνει κι ο Αργύρης ένας φίλος και συμφοιτητής του από τη γερμανική Φιλολογία. Είχε αυτοαπομονωθεί από τις παρέες του, είχε βρει ένα μικρό διαμέρισμα στην Ηετίωνος (Τούμπα Θεσσαλονίκης) και ενώ έπαιρνε χάπια για την ασθένεια από την οποία έπασχε με κρίσεις (επιληψία), έπινε πολύ άσχημα χωρίς να τρώει ανάλογα.

 

Τον βρήκα μια φορά στο νοσοκομείο “Άγ. Παύλος” (το παλιό Saint Paul των Καθολικών) στην οδό Φράγκων. Με ειδοποίησε μια πολύ φιλική του οικογένεια για το συμβάν. Δεν μιλούσε και δεν έλεγε τα προβλήματα υγείας του σε κανένα. Ούτε ποτέ μου μίλησε γι αυτά, αλλά ούτε και σε ένα ζευγάρι φίλων του -την Ευδοκία και τον άνδρα της- που τον νοιαζόντουσαν πολύ.

 

Έτσι, ένα πρωί στα 1997 “έφυγε” τελείως μόνος. Από εγκεφαλικό.

Με ειδοποίησαν, αλλά ήταν ήδη αργά.

 

 


Σχολιάστε