"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Μάνα, μητέρα, μαμά

Γράμμα στη μητέρα (από τον Σαλβατόρε Κουαζίμοντο)

«Γλυκύτατη μητέρα, είναι η ώρα που κατεβαίνουν οι ομίχλες,

ο Ναβίλιο χτυπά ανάκατα στα φράγματα,

τα δέντρα φουσκώνουν απ’ το νερό, καίγονται απ’ το χιόνι·

δεν είμαι θλιμμένος στο Βορρά: δεν είμαι

και σε γαλήνη με τον εαυτό μου, μα δεν περιμένω

συγγνώμη από κανέναν, πολλοί μου έδωσαν δάκρυα

σαν άνθρωπος με άνθρωπο. Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, ότι ζεις

σαν όλες τις μανάδες των ποιητών, φτωχή

και σωστή στο μέτρο της αγάπης

για τα ξενιτεμένα παιδιά σου. Σήμερα είμαι εγώ

που σου γράφω.» Επιτέλους, θα πεις, δυο λόγια

από ‘κείνο το αγόρι που ‘φυγε μια νύχτα με μια κοντή κάπα

και μερικούς στίχους στην τσέπη. Φτωχό, σχεδόν έτοιμο για κατορθώματα,

θα το σκοτώσουν καμιά μέρα σε κανένα μέρος.

«Αλήθεια, θυμάμαι, ήταν σ’ εκείνο το γκρίζο σταθμό

των αργών τρένων που μετέφεραν αμύγδαλα και πορτοκάλια,

στις εκβολές του Ιμέρα, το ποτάμι ήταν γεμάτο καρακάξες,

άλατα, ευκαλύπτους. Μα τώρα σ’ ευχαριστώ,

αυτό θέλω, για το σαρκασμό που έβαλες

στα χείλη μου, μειλίχιο σαν το δικό σου.

Εκείνο το χαμόγελο μ’ έσωσε από πόνους και κλάματα.

Και δεν ενδιαφέρει αν τώρα έχω ένα δάκρυ για σένα,

και για όλους εκείνους που σαν κι εσένα περιμένουν,

και δεν ξέρουν τί πράγμα. Αχ, ευγενικέ θάνατε,

μην αγγίξεις το ρολόι της κουζίνας που χτυπά πάνω στον τοίχο,

όλα τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν πάνω στο σμάλτο

της δικής του πλάκας, πάνω σ’ εκείνα τα ζωγραφισμένα λουλούδια:

μην αγγίξεις τα χέρια, την καρδιά των ηλικιωμένων.

Μα μήπως απαντά κανείς; Ω συμπονετικέ θάνατε,

ντροπαλέ θάνατε. Αντίο, αγαπημένη, αντίο γλυκύτατή μου μάνα » [Salvatore Quasimodo)

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ στα Ιταλικά

Lettera alla madre

«Mater dulcissima, ora scendono le nebbie,

il Naviglio urta confusamente sulle dighe,

gli alberi si gonfiano d’acqua, bruciano di neve;

non sono triste nel Nord: non sono

in pace con me, ma non aspetto

perdono da nessuno, molti mi devono lacrime

da uomo a uomo. So che non stai bene, che vivi

come tutte le madri dei poeti, povera

e giusta nella misura d’amore

per i figli lontani. Oggi sono io

che ti scrivo.» Finalmente, dirai, due parole

di quel ragazzo che fuggì di notte con un mantello corto

e alcuni versi in tasca. Povero, così pronto di cuore,

lo uccideranno un giorno in qualche luogo.

«Certo, ricordo, fu da quel grigio scalo

di treni lenti che portavano mandorle e arance,

alla foce dell’Imera, il fiume pieno di gazze,

di sale, d’eucalyptus. Ma ora ti ringrazio,

questo voglio, dell’ironia che hai messo

sul mio labbro, mite come la tua.

Quel sorriso m ‘ha salvato da pianti e da dolori.

E non importa se ora ho qualche lacrima per te,

per tutti quelli che come te aspettano,

e non sanno che cosa. Ah, gentile morte,

non toccare l’orologio in cucina che batte sopra il muro,

tutta la mia infanzia è passata sullo smalto

del suo quadrante, su quei fiori dipinti:

non toccare le mani, il cuore dei vecchi.

Ma forse qualcuno risponde? O morte di pietà,

morte di pudore. Addio, cara, addio mia dulcissima mater» (Salvatore Quasimodo

Στ.Γ.Κ.


Σχολιάστε