"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Είχαμε βεντέμα εκείνη τη χρονιά, πατέρα…(του Βαγγέλη Κακατσάκη)

 

 

[Ο Βαγγέλης Κακατσάκης που και άλλες φορές τίμησε τις σελίδες μας με κείμενά του, είναι αγαπητός φίλος και αγαπητότατος δάσκαλος στα Χανιά. Η ποίησή του, αλλά και τα  σύντομα κείμενά του στα "Χανιώτικα νέα" είναι όμορφα, τρυφερά, απλά, πλούσια σε λέξεις και αισθήματα.

Το παρακάτω απόσπασμα-πιθανόν από ανολοκλήρωτο έργο που ετοιμάζει-είναι ένα μικρό αριστούργημα.

Δημοσιεύοντάς το, του ευχόμαστε να  θυμάται πάντα τον πατέρα του  (μήνας Νοέμβρης, των ψυχών μας Βαγγέλη, έστω κι αν είναι ταυτόχρονα ημέρα των γενεθλίων σου.)

Ο  ΧΡΟΝΟΣ των απογενομένων κι ο χρόνος ο δικός μας είναι ένας: η συνέχεια της ζωής και της μνήμης...  Στ.Γ.Κ.]

———————————————————————————————————

 

 

Είχαμε βεντέμα εκείνη τη χρονιά, πατέρα

“Χανιώτικα νέα”, 24-11-20

Γραφει ο Βαγγέλης Κακατσάκης, δάσκαλος

[…] Δεν είχα προλάβει να κάνω το πρώτο βήμα, όταν άκουσα την καμπάνα τ’ Αγιού Πνευμάτου. Ήταν ένα μικρό αδύναμο “ντιν – νταν”, που θα μπορούσε να το είχε προκαλέσει ο νοτιάς, όπως συχνά το κάνει άνοιξη καιρού, όπως με φούρια κατεβαίνει απ’ τις Μαδάρες κι αποκρεμιέται στο σείστρο της. Κάτι τέτοιο, όμως δεν ήταν πιθανό, Νοέμβρη μήνα. Ποιος ξέρει!

Ίσως να ήταν κάποιο μικρό παιδί που πρόλαβε να τραβήξει το σκοινί την ώρα που η μάνα του άναβε τα καντήλια. Ίσως, όμως, το μικρό αυτό αδύναμο “ντιν νταν” να μην υπήρξε ποτέ ως ήχος αλλά να ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου. Ό,τι όμως και να ήταν δεν είχε σημασία, γιατί δεν ήταν αυτό η ουσία. Η ουσία βρισκόταν ακριβώς στο κενό που υπήρχε στον ελάχιστο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στο “ντιν” και στο “νταν”. Στο κενό που μου φάνηκε ότι το γέμιζαν τα δικά σου, τα τελευταία σου λόγια, όπως και τα είπε η Χρυσούλα, η μικρή σου χαϊδεμένη, έξω από την εντατική. «Δεν θέλω να ζήσω. Θέλω μόνο να είστε πάντα έτσι. Αγαπημένοι». Είχες μαζέψει όλες σου τις δυνάμεις για να το πεις, όταν σου είπε: «Θα βγεις γρήγορα από εδώ, μπαμπά! Και θα πάμε όλοι μαζί να μαζώξομε τσ’ ελιές».

[…] Φαίνεται πάντως ότι υπάρχει πάντα ένας μυστικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των αισθήσεων. Το λέω αυτό γιατί δεν εξηγείται αλλιώς, το γεγονός, ότι από ένα σημείο και πέρα τα μάτια μου απέκτησαν, ακριβώς την ίδια σε ένταση, δύναμη, που είχαν μέχρι τώρα τ’ αυτιά μου. Κι έτσι με τη δύναμη αυτήν οπλισμένα τρύπησαν τη γη και συνάντησαν τον βολβό ενός μανουσακιού. Ήταν οι στιγμές που μέσα στα σπλάχνα του πλήθαιναν οι μυστικές φωνές που έλεγαν και ξανάλεγαν στο κοιμισμένο φύτρο ότι έφτασε ο καιρός να βγει στο φως. Κι αυτό κόντρα στον χειμώνα που έρχεται και στην παγωνιά που κουβαλά.

Εκεί μέσα σε είδα κρυμμένο, πατέρα! Ίσως γιατί τα μάτια πήραν διαταγή απ’ τ’ αυτιά να σε δουν, όταν κάποια άλλα σου λόγια περυσινά κι αυτά, ήρθαν να προστεθούν μαζί με τ’ άλλα στα πτερύγια των αυτιών μου. «Να δεις που βγήκανε τα μανουσάκια, Βαγγέλη!».

 


[…] Ναι ήσουν εκεί! Στ’ ανάλαφρο βήμα του δεξιού ποδιού του Νεκτάριου που χορεύει πεντοζάλη. Στο μετάλλιο του μεγάλου Θεοκλή που αστράφτει στο στήθος του. Στο ανοιχτό βιβλίο που διαβάζει ο δεύτερος Θεοκλής. Στο δεξί χέρι της Δέσποινας που κρατά τη σημαία του σχολείου της στην τελευταία παρέλαση. Στη γεμάτη απορία έκφραση του Γιάννη που βλέπει τον Ιούδα να καίγεται. Στ’ ανοιχτά χειλάκια της Ζωής, έτσι όπως συλλαβίζουν τα “λα λα” όλα της. Ναι δεν έπεσα έξω, ήσουν εκεί!

Σε σένα είπα το “είντα νέα”, το γνωστό μας σύνθημα που αποτελούσε, μέχρι πριν ένα χρόνο τον πρόλογο της σαββατοκυριακάτικης επικοινωνίας μας. Σε σένα για ν’ ακούσω καθαρά την απάντησή σου. «Έχουμε βεντέμα, οφέτος Βαγγέλη!».

 


1 σχόλιο

  1. Τιμή και χαρά για μένα η φιλοξενία του κειμένου μου στο μοναδικό στο είδος του ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ σου!
    Το πόσο με συγκίνησες με τα που γράφεις, δε λέγεται! Σήμερα το συναπάντημά του…
    Σου χρωστώ πολλά! Μέσα σ’αυτά και ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ.
    Μόλις κατάβω στα Χανιά θα κανονίσω να σου τα φέρω…
    ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΕ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΕ!

    Υ\Γ
    Η τελευταία του επιθυμία

    «Άνοιγε τους λάκκους εσύ,
    τις ελιές εγώ θα τις φυτεύω».
    Διαταγή πάντα ο λόγος του πατέρα.
    Ίσα ίσα που ανέπνεε,
    όπως έστρωνε το χώμα στα δεντράκια.

    «Και την καρυδιά εγώ θα τη φυτέψω»,
    μου ’πε την άλλη μέρα,
    όταν τελειώσαμε με τις ελιές.
    «Λένε πως όποιος φυτέψει καρυδιά,
    τη βγάζει δεν τη βγάζει τη χρονιά»,
    σκεφτόμουν, ενώ άνοιγα το λάκκο.

    Μάζευα τα καρύδια εφέτος,
    δεκαοχτώ χρόνια μετά το φευγιό του,
    και τα θυμήθηκα.
    Κοντά σ’ αυτά και πως
    στο χρόνο απάνω,
    όταν κατάλαβε πως έφτανε το τέλος του,
    μια ήταν η χάρη που μου ζήτησε
    -με ανάσα από φιάλη οξυγόνου.
    Να βρω τον τρόπο,
    να τον πάω μέχρι το χωράφι,
    για ν’ αποχαιρετήσει τα δέντρα.
    τα τελευταία απ’ τα πολλά που φύτεψε.

    (Από την ποιητική μου συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”)

Σχολιάστε