"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Οι τρεις δυνάμεις του κακού (σημαντικό άρθρο του Χρ. Γιανναρά)

 

 

 

[ Για τη σχέση χριστιανισμού και κορωνοϊού ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς επισημαίνει:

Οι τρεις δυνάμεις του κακού

 

Χρ. Γιανναράς, “Κ”, 8-11-20

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Αγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις. Ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσιαστική ισχύς, ούτε η φήμη και οι επιφανείς τίτλοι μπορούν να αναχαιτίσουν την άγρια επιβουλή. Εφιάλτης θανάτου βασανιστικού και προθανάτιας, ανελέητης μοναξιάς, της πιο απόλυτης. Ούτε βλέμμα ούτε νεύμα για να ακουμπήσει κάπου η (έτσι και αλλιώς ασυντρόφευτη) αγωνία του τέλους.

Η πανανθρώπινη εμπειρία του άγριου τρόμου της απειλής δικαιολογεί ως επιγέννημα (διαχρονικό και πανανθρώπινο) την πλασματική θρησκευτικότητα. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα, ορμέμφυτη στη φύση του ανθρώπου, η θρησκεία: Να γαντζωθεί ο άνθρωπος σε μια υπερβατική ελπίδα ότι μπορεί και να νικηθεί η νομοτέλεια, να γίνει πιθανό το αδύνατο.

Ποια είναι τα όπλα της θρησκείας, πώς επιβάλλεται στον άνθρωπο; Οπλα της είναι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», βεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκυ. Και τα τρία μαζί μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο ελπίδα, πέρα από τη λογική και τις αισθητές βεβαιότητες. Γιατί όμως ο Χριστιανός Ντοστογιέφσκυ, καύχημα της Εκκλησίας, βεβαιώνει ταυτόχρονα ότι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» είναι «οι τρεις δυνάμεις του κακού» στον κόσμο και στην Ιστορία; Γιατί «δυνάμεις του κακού» τα όπλα της θρησκείας;

Επειδή, εξηγεί ο Ντοστογιέφσκυ, «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό… Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα… δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα τσαρλατάνων».

Και προχωράει την ανάλυσή του ο Ντοστογιέφσκυ: «Δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ηθελε την ελεύθερη πίστη – εμπιστοσύνη του ανθρώπου… Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης: η αγάπη, όχι το μυστήριο ούτε το κύρος. Στο μυστήριο και στο κύρος υποτάσσεσαι τυφλά, υποχρεωτικά, ακόμα και ενάντια στη συνείδησή σου». («Αδελφοί Καραμάζοφ» 2, 5, V).

Αν ο Χριστός κατέβαινε από τον σταυρό, θα έπαυε να υπάρχει άνθρωπος, ύπαρξη ελεύθερη να πει «ναι» ή «όχι» στην Αιτιώδη Αρχή της, στον πλαστουργό της. Η ιλιγγιώδης μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι, ακριβώς, η υπαρκτική ελευθερία του, η αυτοπροαίρετη κατάφαση ή απόρριψη του τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής – του Θεού που δεν «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, υπάρχει όχι ως αιτιώδης αναγκαιότητα, αλλά ως ελευθερία προσώπου, «πατρική», «υική», «παρακλητική».

Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ακατανόητος στη σημερινή ελλαδική κοινωνία, διότι η Εκκλησία έχει πάψει, πολλές δεκαετίες τώρα, να είναι τρόπος της ύπαρξης και θέλει να είναι μόνο μια διδαχή συμπεριφοράς. Υποκύπτοντας στον κυρίαρχο εκπροτεσταντισμό (στα πλαίσια του μικρονοϊκού, μιμητικού «εξευρωπαϊσμού» της ελλαδικής κοινωνίας) η ελλαδική Εκκλησία σαρκώνει έναν διδακτισμό και νομικισμό, που κραυγάζει τη μακάβρια αλλοτρίωσή της, την ολοκληρωτική θρησκειοποίησή της. Παντού κήρυγμα, κήρυγμα, ιδεολογικές ντιρεχτίβες και δεοντολογία συμπεριφοράς, πανομοιότυπα όπως στο ΚΚΕ. Μοιάζει να έχει ολότελα ξεχαστεί ότι η γνώση στην Εκκλησία κατορθώνεται με την εμπειρία μετοχής, «ανεπαισθήτως»: όπως η γνώση της μητρικής αγάπης, της πατρικής προστασίας, της συναρπαγής του έρωτα, όπως η εκ-στατική προφάνεια της Τέχνης. Στην Εκκλησία δεν έχει θέση η κατοχύρωση του εγώ με αρεταλογική ορθοπραξία, με βαθμολογούμενη – μετρητή πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η καμουφλαρισμένη έπαρση του τηρητή νομικών διατάξεων. Είναι «βασιλεία του Θεού» η Εκκλησία, όπου μας «προάγουν» (χειραγωγούν) οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές, πρωτοπόροι της αυτοπαραίτησης, όχι προσκοπάκια της «καλής πράξης κάθε μέρα».

 


 

 

 

 

Ζούμε μια δραματική δοκιμασία σήμερα, στους ναούς της ελλαδικής επικράτειας, πληρώνουμε τίμημα ακριβό θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους, έχουν αρράγιστη την (ψυχολογική) βεβαιότητα ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν είναι δυνατό να μεταδίδουν τον θανατηφόρο ιό COVID-19, τον «κορωνοϊό». Εχουν ακούσει αναρίθμητα κηρύγματα «χριστιανικής» συμπεριφοράς, αλλά μάλλον δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για τον τρόπο ύπαρξης που συνιστά την Εκκλησία.

Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ ότι ο «καθαγιασμός» του άρτου και του οίνου στην Ευχαριστία δεν μεταβάλλει την κτιστή φύση σε άκτιστη, αλλάζει τον τρόπο της ύπαρξης. Το υλικό σώμα (σάρκα και αίμα) του ιστορικού Ιησού δεν «μετουσιώθηκε» σε άκτιστο – τη θεωρία της «μετουσίωσης» (transubstantiatio) την εφεύρε η φιλοσοφικά υπανάπτυκτη, πρώιμη μεσαιωνική Δύση, που έκανε από τον άρτο «όστια». Η Εκκλησία πάντοτε μαρτυρεί και κηρύττει ότι το υλικό σώμα του Χριστού σάρκωσε τον τρόπο της υπαρκτικής ελευθερίας του Ακτίστου. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν «μεταλλάσσονται» μαγικά σε άφθαρτη ύλη. Πραγματώνουν, ως φθαρτή ύλη, τον τρόπο (αγαπητική κένωση) της υπαρκτικής ελευθερίας.

Αυτά με τη γραφίδα ενός αναρμόδιου, χωρίς το παραμικρό κύρος, με το ρίσκο να αδικεί ή να ζημιώνει τα όσα τον υπερβαίνουν. Θα προσθέσω ωστόσο, μια έκκληση: Ας βρισκόταν ένας, έστω μοναδικός και ασυντρόφευτος επίσκοπος, όχι «παιδαγωγός», που να επαναφέρει τη λειτουργική πρακτική των πρώτων χριστιανικών αιώνων: Να κοινωνούν οι πιστοί με τεμάχιο εμβαπτισμένου στον οίνο άρτου, που ο λειτουργός θα αποθέτει με λαβίδα στην παλάμη τους.

 

 


Σχολιάστε