Ο εις την κοιλάδα κοιμώμενος (ποίηση) [Le dormeur du val, Arthur Rimbaud]
Posted on 20 Οκτ, 2020 in Ποιηση | 0 comments
\
[Ένα από τα αντιπολεμικά ποιήματα της Γαλλικής λογοτεχνίας που λατρεύω, έστω κι αν είναι νεανικό -γραμμένο στα 16 χρόνια του ποιητή (Ρεμπώ)- έστω κι αν θεωρείται λίγο πρωτόλειο-, είναι το σονέτο “Le dormeur du Val”, του Αρθούρου Ρεμπώ.

Το λατρεύω για τις έντονες αντιθέσεις εικόνων του, για την απλότητά του, αλλά και για το σημαντικό αντιπολεμικό μήνυμά του. Γι αυτό και το περιέβαλα, όσο μπόρεσα, με ιδιαίτερη αγάπη στην απόδοσή του από τα γαλλικά στα ελληνικά. Στ.Γ.Κ.]
===================

«C’est un trou de verdure où chante une rivière, Accrochant follement aux herbes des haillons D’argent; où le soleil, de la montagne fière, Luit: c’est un petit val qui mousse de rayons.
Un soldat jeune, bouche ouverte, tête nue, Et la nuque baignant dans le frais cresson bleu, Dort ; il est étendu dans l’herbe, sous la nue, Pâle dans son lit vert où la lumière pleut.
Les pieds dans les glaïeuls, il dort. Souriant comme Sourirait un enfant malade, il fait un somme : Nature, berce-le chaudement : il a froid. Les parfums ne font pas frissonner sa narine ;
Il dort dans le soleil, la main sur sa poitrine, Tranquille. Il a deux trous rouges au côté droit.
[https://www.youtube.com/watch?v=Wysw20rS4rk]
=============================================
[Για τους νεκρούς όλων των πολέμων]

Ο εις την κοιλάδα κοιμώμενος (μτφρ. Στ.Γ.Κλώρη.)
“Είναι μια τρύπα πράσινη∙ κι ένα ποτάμι ψάλλει Τρελά στα σχίνα μπλέκοντας κουρέλια ασημένια Κι ο ήλιος ανατέλλοντας, στην κορυφογραμμή, να, λάμπει: Έτσι, η μικρή κοιλάδα μες στο φως μοιάζει για μεταξένια.
Νιος στρατιώτης, με στόμα ορθάνοιχτο και με γυμνό κεφάλι -στο γαλανό το κάρδαμο, ανάσκελα- ξαπλώνει Φαρδύς πλατύς μες στην ομίχλη, στης χλόης την αγκάλη Χλωμός κοιμάται∙ και το φως πλουσιοπάροχα τον ζώνει

Τα πόδια του φιλούν γλαδιόλοι, ακίνητος, κοιμάται∙ Θαρρείς παιδάκι άρρωστο, χαμογελά στον ύπνο Πλάση, νανούρισέ τον απαλά γιατί κρυώνει
Τ’ αρώματα δεν του μιλούν με της ζωής το χάδι Κοιμάται πια στον ήλιο, το χέρι του στο στήθος στέκει Γαλήνιος! Δυο τρύπες κατακόκκινες στα δεξιά του έχει.”
[Απόδοση από τα γαλλικά, Στ.Γ. Καλαϊτζόγλου, α'μορφή 1992, β' μορφή 2017]
Δείτε κι αυτό:
https://www.dailymotion.com/video/xcmxev —————————————————————

Μετάφραση στα αγγλικά:
“It’s a green hollow where a river sings
Madly catching white tatters in the grass.
Where the sun on the proud mountain rings:
It’s a little valley, foaming like light in a glass. A conscript, open-mouthed, his bare head
And bare neck bathed in the cool blue cress,
Sleeps: stretched out, under the sky, on grass,
Pale where the light rains down on his green bed. Feet in the yellow flags, he sleeps. Smiling
As a sick child might smile, he’s dozing.
Nature, rock him warmly: he is cold.
The scents no longer make his nostrils twitch:
He sleeps in the sunlight, one hand on his chest,
Tranquil. In his right side, there are two red holes. [Le Dormeur du Val, Arthur Rimbaud 1854-1891] =============================================
2.-Πόσο θα ταίριαζε μια συγκριτική μελέτη ανάμεσα στο παραπάνω ποίημα και το παρόμοιο, εξίσου συγκλονιστικό, του Οδ. Ελύτη; 4 “Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του’ φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε…
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα,
Χωρίς άλλα κεριά,
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη…
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ’ τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του’ φυγε η ζωή. Μην πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!”
(Οδ. Ελύτης, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας, Ίκαρος , 1979, Αθήνα)