Βρεττάκος Νικηφόρος
Posted on 31 Ιουλ, 2020 in Κείμενα | 0 comments
Βρεττάκος Νικηφόρος
[Kροκεές 1912- Aθήνα 1991]
- «Προσευχηθείτε να περάσει αυτό το σύννεφο
που πάει να γίνει πεπρωμένο μας.»
[Νικηφ. Βρεττάκος, «1-9-1939», 13-14. Το μεσουράνημα της φωτιάς, 1940. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 112.]
—————————————————————————————————————————————–
ΑΠΟ τους μεταπολεμικούς ποιητές αυτός που ήταν πιο κοντά στην ψυχοσύνθεσή μας, όσο ήμασταν μαθητές, ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Λίγο ο απλός τρόπος γραφής του, λίγο η καθαρότητα των στίχων του και περισσότερο τα μηνύματα ανθρωπιάς και αγάπης προς τη φύση που ανέδιδε η ποίησή του, μας είχαν συναρπάσει στη νεότητά μας. Τότε δεν μας ενδιέφερε η κομματική προέλευση, η λεγόμενη «στρατευμένη» (=engagee) ποίηση γιατί δεν μας ενδιέφεραν τα κόμματα (ή δεν καταλαβαίναμε από πολιτική). Μας ενδιέφερε η ποίηση…, τι είναι αυτή, τι ρόλο παίζει στη ζωή των ανθρώπων και πόσο καθοδηγητική μπορούσε να είναι… Ξένοιαστα χρόνια, ρομαντικά χρόνια πλημμυρισμένα από το συναίσθημα και την αναζήτηση ενός ωραιότερου αύριο από αυτό που μας κληροδότησαν ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος σπαραγμός…
Ο γλυκύτατος ποιητής που γνώρισα προσωπικά από ένα σύντομο πέρασμά του από τα Χανιά -στα 1986- μου θύμισε τον παιδικό μου φίλο Κρίτωνα Ζ. Με εκείνη την ευκαιρία μιλήσαμε και για τον Κρίτωνα που έλειπε στην Αμερική. Είχαν μεταξύ τους κάποια ποιητική σχέση-που εκ των υστέρων έμαθα (στα 2020) είχε ως καρπό 7 επιστολές!
Ευκαιρία ο Κρίτων να αναδιπλώσει όλες εκείνες τις ανησυχίες του που εκπροσωπούσαν κι εμάς και να μιλήσει περιγράφοντας ταυτόχρονα τις αγωνίες μας να βρούμε ‘αποκούμπι’ στην ποίηση-την παρηγορητική ποίηση, την ωραία ποίηση.
————–
(Η πρόσκληση για το διήμερο το αφιερωμένο στον ποιητή, 1986, Χανιά)
——————————————————————
Και οι δυο, Κρίτων και Νικηφόρος, ήταν από τα ίδια μέρη μέρη, τη Λακωνία. Ο Κ. του είχε γράψει μια φορά ένα ωραιότατο γράμμα, αν και μικρός μαθητής στο Γυμνάσιο (εξατάξιο τότε), στο οποίο ζητούσε να του εξηγήσει ο ποιητής τί είναι η ποίηση.
Έψαξα την επιστολή τον καιρό της χούντας, επειδή ήξερα ότι ο Βρεττάκος την είχε βάλει ως εισαγωγή του στην ποιητική Συλλογή «Το Βάθος του Κόσμου». Δυστυχώς, ενώ βρήκα το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο του Ν. Αμπατζιάδη -παλιού στελέχους της Παιδόπολης “Άγ. Δημήτριος” και ενώ του εξήγησα για το ζωηρό ενδιαφέρον μου να το αποκτήσω, ο κ. Αμπατζιάδης μου συνέστησε να ΜΗ το αγοράσω, διότι το βιβλίο βρισκόταν στον κατάλογο “Απαγορευμένων Βιβλίων” της Χούντας (Index)!
Στην ποίησή τους, και ο Κρίτων και ο Βρεττάκος, εξέφραζαν-ο καθένας με τον τρόπο του-τις αγωνίες τους. Είχαν και οι δυο τις ίδιες πανανθρώπινες ευαισθησίες και την ίδια ποιητική δύναμη…
Μου αρέσει ο Ν. Βρεττάκος για την απλότητα των στίχων του, για τη φυσιολατρία του που όμως σε οδηγεί παραπέρα: στη μεταφυσική των πραγμάτων. Αναδεικνύει ως πρωταρχικές κοινές, όμως ξεχασμένες έννοιες, τις αγάπη, φως, ειρήνη, Ελλάδα…
————————–
Λέει για την Ελλάδα (στη «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη»):
«Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος. όλες οι λέ-
ξεις που ονομάζουν το φως.
Περικλείνεται μες στα τρία φωνήεντα και τα τρία σου σύμφωνα
των βιβλίων η βίβλος.
Κ’ ενανθρωπίστη στις τρις συλλαβές σου το φως» (Στ.Γ.Κ.)
—————————————————-
(χειρόγραφη αφιέρωση του ποιητή στο γιό μου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ)
ΠΟΙΗΣΗ
Τα παρακάτω ποιήματα είναι μια μικρή γεύση από την ποίησή του. Ή μάλλον μια πρόγευση:
1.-Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
(στα αγγλικά)
Τhe Greek language
Nikiforos Vrettakos
Τhe Greek language
(translated by Marjorie Chambers)
When Ι sometime leave this light
Ι shall meander upwards like a
murmuring stream.
And if by chance somewhere among
the azure corridors
Ι meet with angels, Ι shall speak
to them in Greek, since
they do not know languages. They
speak among themselves with music.
2.-Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
3.-Γράμμα
Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα.
Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.
Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.
Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιό μου Μή με λησμόνει!
Εἶναι ἕνα φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕνα πράσινο κῆπο του.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι.
Ἀνεβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο,
κοντὰ στὴν καλοσύνη σου,ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰ ἀνάσα μητέρας,
κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.
Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι, ποὺ τριγυρισμένη
ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργῖτες, γνέθει τὴν ἐλπίδα.
ἄλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο.
4.-Μεταρσίωση
Τὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.
Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.
Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.
ΣΤΙΧΟΙ:
- «Δίχως εσέ, δε θα ’βρισκαν
νερό τα περιστέρια.
[«Δίχως εσέ», 1-2. Το βιβλίο της Μαργαρίτας, 1949. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 157.]
- «Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.»
[«Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή», 1-3. Η παραμυθένια πολιτεία, 1947. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 141.]
- «Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου
και φάνη ο μέγας κόσμος·
μέσα στο λίκνο της χαράς,
έχασα τη φωνή μου.
[«Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου», 1-4. Το βιβλίο της Μαργαρίτας, 1949. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 158.]
- [...] Και για πρώτη φορά
νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν
ώρες που είν’ έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις
πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες;
Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή.»
[«Επιστροφή από τους Δελφούς», 33-37. Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 269.]
- «Κι όποιος μετράει τα χρώματα, χάνει τα δάχτυλά του.»
[«Ηλιοβασίλεμα», 3. Μαργαρίτα, 1939. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 102.]
- «Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο
έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
[...]
κοιμάται ένα βρέφος, μοναξιά δεν υπάρχει.»
[«Μοναξιά δεν υπάρχει», 1-7, 9. Το βάθος του κόσμου, 1961. Τα ποιήματα, Β΄. Τρία φύλλα, 1981. 222.]
- «Διαδέχονται οι μέρες μου γρήγορα η μια τους την άλλη,
σα να ’ναι πουλιά που κυνηγιούνται στο σούρουπο
μιας ερήμου, μπερδεύονται, πέφτουνε το ένα τους
πάνω στο άλλο, χτυπιούνται ―σωριάζονται,
γίνονται ένα σώμα οι μέρες μου. Σφηνώνονται μες
στις Κυριακές οι Δευτέρες, μπλέκονται οι μήνες
καθώς τα χαρτιά της τράπουλας: Μάρτης
κι αμέσως Δεκέμβρης, Αύγουστος έπειτα,
παγώνουν οι άκρες των χεριών μου καθώς
ψηλαφώ το λαβύρινθο, προσπαθώντας να βάλω μετά
την Κυριακή τη Δευτέρα, ή τον Απρίλη
πριν απ’ το Μάη. Να χωρίσω ξανά
τη βδομάδα σε εικοσιτετράωρα.»
[«Ο λαβύρινθος». Οδοιπορία, Γ΄, 1972. Τα ποιήματα, Β΄. Τρία φύλλα, 1981. 299.]
- «Το σύμπαν ολόκληρο είναι ένα όστρακο
που εκκολάφτηκε μέσα του τ’ ακριβό
μαργαριτάρι ο άνθρωπος.»
[«Φιλοσοφία», 1977. Αλέξανδρος Αργυρίου, Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία: Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου. Εκδόσεις Σοκόλη, 1979. 208.]
Υ.Γ.
Το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού ανακήρυξε το 2012 «Έτος Βρεττάκου»: αφορμή τα 100χρονα από τη γέννηση, αλλά και τα 20χρονα από το θάνατό του. Γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του 1912 στις Κροκεές Λακωνίας και πέθανε το 1991 στη Πλούμιτσα Λακωνίας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα και σπάνια πλέον πήγαινε στο χωριό. Πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο, το δε 1942 έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της χουντικής διδακτορίας, το 1967, αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Με τη μεταπολίτευση, ξαναγύρισε, εγκαταστάθηκε στις Κροκεές. Στις αρχές του 1980 έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στα χαλάσματα της Πλούμιτσας, όπου και έγραψε πολλά από τα έργα του αγναντεύοντας τον Ταΰγετο, τη λατρεία του.
Έργα του είναι:
“Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940)”,
“Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949)”,
“Τα θολά ποτάμια (1950)”,
“Πλούμιτσα (1951)”,
«Το Βάθος του Κόσμου» (1961),
“Προμηθέας (1979)”,
«Ο διακεκριμένος Πλανήτης» (1983),
«Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» (1981) κ.ά.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τιμήθηκε με πολλά Ελληνικά και ξένα βραβεία, ενώ προτάθηκε και υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στην ποίηση. Το 1987 έγινε Ακαδημαϊκός.