Σαπφώ-Sappho
Posted on 13 Απρ, 2020 in Ποιηση | 0 comments
[Ποίημα άκρως ερωτικό, σε μετάφραση Οδ. Ελύτη]
ΣΑΠΦΩ
“φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν ἔμμεν᾽
ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι ἰσδάνει καὶ πλά
σιον ἆδυ φωνείσας ὐπακούει
καὶ γε
λαίσας ἰμέροεν τό μ᾽ ἦ μὰν καρδίαν ἐν
στήθεσιν ἐπτόαισεν· ὠς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω
βρόχε᾽, ὤς με φώναισ᾽ οὐδ᾽ ἒν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλ᾽ ἄκαν μὲν γλῶσσα †ἔαγε†, λέπτον
δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν ὀπ
πάτεσσι δ᾽ οὐδ᾽ ἒν ὄρημμ᾽ ἐπιρρόμβεισι
δ᾽ ἄκουαι,
†έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος
κακχέεται†, τρόμος δὲ παῖσαν ἄγρει χλω
ροτέρα δὲ ποίας ἔμμι τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω
᾽πιδεύης φαίνομ᾽αι·
ἀλλὰ πὰν τόλ
ματον ἐπεὶ †καὶ πένητα†
[Σε μετάφραση ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, Ίκαρος, 1984, σελ.78-81]
“θεός μου φαίνεται στ΄αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντικρύ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβα
νει·
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος την καρδιά μου
σού τ’ ορκίζομαι·
γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξαφνου να μου κόβεται η μι
λιά μου΄ μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει· πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω· μα βου
‘ιζουν τ΄αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει· τρέμω σύγκορμη άχ
και πρασινίζω σαν το χόρτο και λέω πως
λίγο ακόμη· λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυ
χήσω · κι όμως όλα κανείς να τα τολ
μάει πρέπει· τι και παρατημένη ακόμη…”
————————————————-
That man seems to me to be equal to the gods
who is sitting opposite you
and hears you nearby
speaking sweetly
and laughing delightfully, which indeed
makes my heart flutter in my breast;
for when I look at you even for a short time,
it is no longer possible for me to speak
but it is as if my tongue is broken
and immediately a subtle fire has run over my skin,
I cannot see anything with my eyes,
and my ears are buzzing
a cold sweat comes over me, trembling
seizes me all over, I am paler
than grass, and I seem nearly
to have died.
but everything must be dared/endured not so boldly/penitent.
—-
Fragment 31
Sappho 610-570 BC
————————-
Για τη ζωή της λίγα πράγματα είναι γνωστά. Είναι πιθανό ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου. Ήταν σύγχρονη του Αλκαίου και του Πιττακού. Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο.
Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος (β΄ μισό του 2ου μ.Χ. αι.), την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή («μικρά και μέλαινα»). Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό Σούδα, πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία. Αργότερα, μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου, γύρισε στη Μυτιλήνη, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τους διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών. Αυτή η σχέση, που ήταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, δεν ήταν κάτι που έκανε πρώτη η Σαπφώ. Μαρτυρείται ότι και άλλες γυναίκες της εποχής διατηρούσαν τέτοιου είδους ωδεία. Όμως η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε και ερωτικές διαστάσεις και γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως».
Ένας μεταγενέστερος θρύλος λέει ότι η Σαπφώ, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα. Δεν είναι όμως γνωστό, αν υπήρξε καν πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν πρόκειται για θρύλο. Πιθανότατα πρόκειται για παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνα, ακόλουθου της Αφροδίτης