Χριστουγεννιατικη Ποίηση (Τάκης Παπατσώνης, 1895-1976)
Posted on 21 Δεκ, 2019 in Ποιηση | 0 comments
2.-ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ,
“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ” (1914)
Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών… Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί – το ξέρω αλίμονον! – τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά… Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..
Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
υου Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…
——————————————-
-ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ,
“ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ”
Ποιμένας ταπεινότατος, και όχι αυλητρίδα εταίρα,
και θεάρεστη και συνετή κάμνω του αυλού μου χρήση,
αλλά έπαψεν απόψε πια η γαλήνη των προβάτων
νάναι ο σκοπός της γλυκερής μου εσπερινής λατρείας,
και ούτε η πομπή του Ωρίωνα, ούτε η όψη της Κασσιόπης
δεν μούθηκαν παραμικρή διανόηση στ’ όραμά μου.
Μ’ ελκύει το κάτι Απώτερο, που παιδεμός ναν’ τόβρω,
αλλά, και χάρη περισσή το στέφει, ώστε να λέω,
Ας μου χαθούν κι ένα και δυο από τα βοσκήματά μου,
και ας πλανηθούν δυσεύρετα στο σκότος της Σελήνης,
και ας κράζουσι τα υπόλοιπα σαν Αστραπές της Νύχτας,
αλλά είναι κάτι Αλλόκοτον εμένα η προσμονή μου:
δεν περιμένω να ορθωθεί το Εωθινό Φεγγάρι,
ούτε του τάδε, ούτε του δείνα Αστερισμού το αχνάρι.
Δεν περιμένω την οσμή καμίας σπανίας βοτάνης,
αλλά το Υπερουράνιο, που, θεέ μου, θα με ράνεις,
και θα φανώ ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,
που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.
Παρ’ όλα τα τρισκόταδα, λαμπρά το παν διακρίνω,
ώστε και θέλοντας, και μη, κάτι να μεγαλύνω.
Η γενική αναστάτωση των υπεργείων Ταγμάτων,
έκαμε μέτοχο κι’ εμέ, κι’ οι αχτίνες των ομμάτων
φθάνουν αυτού, που πριν λαμπροί οι ταχτικοί αστέρες
με φέρναν σε υπολογισμούς για Ετη, Μήνες, Ημέρες.
Φόβος, ούτε καν φαίνεται, και χαρά με συνέχει
και βλέπω Ηλίους νυχτερινούς, κι’ η Ιδέα μου όλο τρέχει.
Εορτάζω. Μα είμαι πάνσοφος ποιμένας, για τρελάθη
ο λογισμός μου, ώστε να ιδώ παρόμοια ένδοξα λάθη;