“Ψηλά βουνά, αδέρφια μου…” (Χ.ν., 9-12-19)
Posted on 9 Δεκ, 2019 in Δοκιμές | 0 comments
“ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ, ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ…”
- “Τα βουνά και οι άνθρωποί τους αποτελούν ξεχωριστή χώρα στην οποία ο ουρανός, κουρασμένος από το βαθύ μπλέ των θαλασσών, απλώνει τα άλλα χρώματα και τη σοφία του”
ΠΑΡΑΜΕΝΩ λάτρης των ψηλών βουνών. Όχι μόνο επειδή αυτά είναι συνυφασμένα με τα παιδικά μου χρόνια, αλλά και γιατί, σήμερα που η κλιματική αλλαγή είναι μη αναστρέψιμη, “καλούνται” αυτά, με τα τόσα αγαθά και την ήρεμη σοφία τους, να βοηθήσουν στη σωτηρία του πλανήτη εξορθολογίζοντας τη στάση μας απέναντι στη φύση.
ΑΝ αναλογιστεί κανείς την πλούσια σημειολογία των βουνών, θα παρατηρήσει πως οι κρητικές Μαδάρες τα έχουν όλα: θρύλους, παραδόσεις, ιστορίες, βαθιά σοφία και “ριζίτικα”. Έχουν ωραίους ανθρώπους, χιλιοτραγουδήθηκαν και μυριοπατήθηκαν από αντάρτες της ελευθερίας, των ψυχών και των σωμάτων. Περπατημένες και καταγραμμένες πέτρα την πέτρα από τους τυχερούς του “Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων” (ιδιαίτερα τους πρωτεργάτες/πρωτοπόρους, τον Χρ. Χουλιόπουλο και τον Αντ. Πλυμάκη), σήμερα αποτελούν πηγή άσκησης, υγείας, ελεύθερου πνεύματος, δέους και γαλήνης.
… ΣΤΟ εξομολογητικό, ημερολογιακής μορφής, βιβλίο με τίτλο “Περισσότερο από μισό αιώνα πριν…” (2011), ο σπουδαίος συνεργάτης των “Χ.ν.”, παλιός σπηλαιολόγος και ορειβάτης, υπομνηματιστής ιστορικών γεγονότων και κυρίως λάτρης της Κρητικής Φύσης, ο Αντώνης Πλυμάκης, μας δίνει κάποιες από τις “Μαδαρίτικες και άλλες αναμνήσεις του” (1952-1956). Με απλό και αυθόρμητο τρόπο καταγράφει το πάθος του για το βουνό και τη φύση, αλλά και την αγάπη του για τους ανθρώπους της κρητικής γης.
ΩΣ ΕΠΙΜΕΤΡΟ του βιβλίου του (1), ο Α.Π. μάς προσφέρει μια λιγότερο γνωστή πτυχή της προσωπικότητας του μακαριστού Ειρηναίου Γαλανάκη που για πολλές δεκαετίες υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Κισάμου και Σελίνου. Για τον “Ειρηναίο τση Μαδάρας”, όπως τον χαρακτηρίζει, γράφει: “Λίγες σελίδες θέλω να αφιερώσω στον εκατοντάχρονο πλέον σύγχρονο Άγιο τnς Μαδάρας, τον Σεβασμιότατο Μnτροπολίτn Κισάμου-Σελίνου Ειρnναίο. Στον Επίσκοπο-ορειβάτη που αγάπnσε τις Μαδάρες των Χανίων όσο λίγοι Χανιώτες και από νεαρός έφτανε στις κορφές των. Όπως τα Χανιά μας, ολόκλnρn n Κρnτn και n Ελλάδα μας, μα και πέρα απ‘ αυτόν και οι Μαδάρες, θα τον θυμουνται αιώνια. Μερικά από όσα έγραψε -ο Ειρηναίος- γι‘ αυτές παραθέτω στn συνέχεια και μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές ξεπnδά n αγνn και όμορφη ορειβάτισσα ψυχή του”:
“Αντίπερά μου ψnλώνουν τα περήφανα βουνά, οι τραγουδισμένες Μαδάρες, και κάτω μου απλώνεται n θάλασσα, που τόσο χαϊδευτικά αγκαλιάζει το νnσί μας. Να ο κόσμος που ζω και στοχάζομαι πλάι στο ερπετό και το έντομο, αδέρφι στις τοσες άλλες οδερφικές ζωές τnς Μάνας φύσης, πολλές φορές παίζω με τα μυρμήγκια και τα άλλα ελάχιστα πλάσματα τnς γnς. Ω! θεία ποίnσn των πραγμάτων!… Σ‘ ευχαριστώ, γιατί μ‘ έκανες να βλέπω πολλά και να νιώθω ακόμn περισσότερα μέσα στnν όμορφη πλάσn.
“Ψnλά Βουνά, αδέλφια μου ψnλά βουνά, πόσο με σέρνει n μοναξιά και n μεγαλοσύνn σας. Το θυμούμαι καλά αυτό από τις παιδικές μου αναμνήοεις. Δεν μ‘ άρεσαν καθόλου οι κάμποι και τα χαμnλώματα κι αν κάπου-κάπου βρισκόμουνα σε χαμnλό τόπο, ανέβαινα στnν κορυφή κάποιου δέντρου για να μnν είμαι χαμnλά. Ψnλά βουνά με τις περήφανες κορφές, που γεμίσατε τόσες φορές τnν ψυχή μου με υψnλά φρονήματα και με γενναίους στοχασμούς. Μnπως ο Θεός δεν μίλnσε τόσες φορές πάνω από τις ουννεφοσκέπαστες κορυφές σας; Μnπως οι Προφήτες και οι Ερnμίτες δεν πήραν από τους κεραυνούς σας εκείνn τn φωτιά τnς καρδιάς για ν‘ ανάψουν στις ψυχές των λαών και των πατρίδων το φως τnς μετάνοιας και τnς σωτηρίας;
“Αδέλφια μου ψnλά βουνά ευλογnμένα νά ‘στε. Ανέβηκα τόσες φορές πάνω στις απάτnτες κορφές σας και κατέβηκα μέσα στις βαθειές χαράδρες σας. Είδα τις ρίζες των αιωνίων δέντρων, που τρυπώνανε βαθειά στους βράχους σας, ήπια νερό από τις κρυστάλλινες πnγές σας και πλάγιασα τη μέρα και τη νύχτα στους ίσκιους και τους θάμνους σας. Στάθηκα τόσες φορές στα ύψη σας και κοίταξα μακριά τη θάλασσα και τη στεριά. Κι ακόμη πλειό μακριά από τη θάλασσα και τη στεριά κοίταξα βαθειά το μεγάλο ορίζοντα κι ήθελα να δω τα σύνορα του άλλου κόσμου…”
Ο ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, σαν άλλος Άγιος Φραγκίσκος, ζει έντονα τα πάντα κι απολαμβάνει στο έπακρο τα δώρα της φύσης. Ονοματίζει την κάθε μια βουνοκορφή που τον περιβάλλει- εκεί στο “Πατάρι” του Αποκόρωνα- την Αγία Σοφία. Αλλά και την κάθε βρυσούλα και πηγή που “μουρμουρίζει” με το κελαρυστό νερό της την παρουσία του Θεού. Χαίρεται αντικρίζοντας τα βουνά και τα φαράγγια των Λευκών Ορέων. Η ποιητικότητα της φυσιολατρείας του Ειρηναίου δεν εξαντλείται μόνο σε αισθαντικές περιγραφές εικόνων. Του αρέσουν κι οι φιλοσοφικές προεκτάσεις, οι παρομοιώσεις με τα ανθρώπινα:
“Κοιτάζω τούτες τις αψηλές κορφές της Μαδάρας και στοχάζομαι τις άλλες λευκές κορφές της Κρήτης, τους ασπρομάλληδες παππούδες της. Κάποιους στερνούς ζευγολάτες και καπετάνιους της, Ιερωμένους, Δασκάλους που βαστούνε στα κεφάλια των και στις καρδιές των τη γνωστικάδα της Κρήτης, και την ξεχύνουν χαμηλά σε παιδιά και εγγόνια και θρέφουν και ποτίζουν τις φαμίλιες της και τις γενιές της…”
Και συμπληρώνει ο “Άγιος της Μαδάρας”:
“Άν ήθελε κανείς να γκρεμίσει και να βγάλει από τα Λευκά όρη την κορφή του Αγίου Πνεύματος, σίγουρα θα πέφτανε κι οι άλλες κορφές κι οι άλλες πλαγιές των. Το ίδιο και ‘κείνοι που θα΄θελαν να βγάλουν από την παιδεία και την παράδοση της Κρήτης το πνεύμα του θεού, είναι σαν να γκρεμίζουν και τις άλλες πνευματικές κορφές της”
ΚΙ ΟΜΩΣ, σήμερα δεν “γκρεμίζουμε” μόνο τις κορφές της φύσης, του πνεύματος και των ανθρώπινων αξιών. Σήμερα βιώνουμε την αρχή ενός εφιαλτικού τέλους: η κλιματική αλλαγή, με τα βίαια καιρικά φαινόμενά της, θα φέρει το “γκρέμισμα” της ανθρώπινης ύπαρξης στη Γη. Η συχνότητα των φυσικών καταστροφών δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της φρούδας έπαρσής μας να “δαμάσουμε” και να “εκμεταλλευτούμε” εμείς τα αγαθά της φύσης. Το τίμημα της αλαζονείας μας, όπως πάντα, θάνατος. Κι όταν θα πλησιάζει το τέλος μας, ίσως στοχαστούμε με πίκρα, με τον ποιητή (2):
“Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβει το φως μου
αγάλια αγάλια ο θάνατος, ένας θε να ειν’ εμένα/ ο πιο τρανός καημός μου. (…)
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση
πράσινη, απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θά ειναι πως δε σε χάρηκα, σκυφτός μες στα βιβλία,
ω Φύση, ολάκερη ζωή κι ολάκερη σοφία! “(1906)
ΑΥΤΗ τη σοφία και την πληρότητα που μόνο τα ψηλά βουνά κι η φύση μας χαρίζουν, να πως την αποδίδει ο Αντώνης Πλυμάκης με το λιτό της γραφής του τρόπο, από το ύψος των βουνοκορφών και των χρόνων του:
“… Όλος ο κόσμος που αγνάντευα από τις κορφές ήταν δικός μου και ξέγνοιαστος κυκλοφορούσα παντού νοιώθοντας μιαν εσωτερική ευτυχία που ποτέ δεν μπορούν να σου δώσουν εξωτερικοί παράγοντες. Σήμερα, που όλα τελειώνουν και ίσως έχω πιο πολλά απ΄ όσα χρειάζομαι, έχω την αίσθηση πως δεν έχω ΤΙΠΟΤΑ”
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Αντ. Πλυμάκης, “Περισσότερο από μισό αιώνα πριν…” (Μαδαρίτικες και άλλες αναμνήσεις, Χανιά 2011 (αποσπάσματα από τις σελίδες 8 και 101-103 του βιβλίου του)
-(2) Κ. Παλαμά, Άπαντα, 5ος τ., β΄έκδοση, Γκοβόστης, “Η Πολιτεία και η Μοναξιά” (“Ο πιο τρανός καημός μου”, απόσπασμα), σ. 463
——————————-
* Μνήμη φυσιολατρείας Ειρηναίου Γαλανάκη και υπόμνηση “Ημέρας των Βουνών” (11/12)