"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Παιδόπολη “Άγιος Ανδρέας” Αττικής (1954-1955)

 

 

 

[Η φωτογραφία πάνω αριστερά είναι της ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ]

 

ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΟΠΟΛΗ ΤΟΥ «ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ» (Ραφήνα, Αττικής, 1954-1955)

-Πώς βρέθηκα εκεί;

Λοιπόν! Τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο της Παιδόπολης  «Καλή Παναγιά» (Βέροια), μάλιστα με άριστα δέκα (10) και ειδική παρασημοφόρηση από τον μητροπολίτη Βεροίας τον Ιούνιο του 1954, έπρεπε να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις για να πάω στο Γυμνάσιο.

Όμως, στις εξετάσεις εκείνης της χρονιάς (1954) για το (εξατάξιο) Γυμνάσιο που δώσαμε  εγώ και άλλοι εξίσου καλοί συμμαθητές μου, συμπαιδοπολίτες, αποτύχαμε! Ήταν τόσο αυστηρό το σύστημα εισαγωγής (Γεροκωστόπουλο λέγανε τον υπουργό Παιδείας), ήταν τόσο αγέλαστοι και αυστηροί οι καθηγητές, ειδικά ο Γυμνασιάρχης, ώστε οι εφημερίδες έγραψαν πως το 40% των παιδιών που έδωσαν εισαγωγικές για το Γυμνάσιο σε όλη την Ελλάδα απέτυχε! Ήταν πολιτική της δεξιάς μεταπολεμικής κυβέρνησης (Κ. Καραμανλής), να μη σπουδάζουν όλοι -ειδικά τα φτωχά αγροτόπαιδα- που τα ήθελαν στα χωράφια. Η «καμένη γη» από τον εμφύλιο είχε ανάγκη από εργατικά χέρια και οι εξετάσεις ήταν μια … καλή πρόφαση,  για να σπουδάσουν μόνον οι «έχοντες και κατέχοντες».

Από την Παιδόπολη «Καλή Παναγιά», μη ξέροντας τι να μας κάνουν εμάς τους αποτυχόντες, μας έστειλαν στην Παιδόπολη «Άγ. Δημήτριος» Θεσσαλονίκης, ώσπου να πάρουν απόφαση οι κυρίες των Τιμών για την  τύχη μας. Ωστόσο παρακολουθούσαμε την… Στ΄ τάξη Δημοτικού που είχε η Παιδόπολη -πριν γίνει οριστικά Παιδόπολη για γυμνασιόπαιδες!  Ο κ. Πανίδης, ο δάσκαλος της τάξης, αρεσκόταν να με βάζει να διαβάζω τα κείμενα του Αναγνωστικού (που φυσικά τα ήξερα σχεδόν απ’ έξω) για να… μαθαίνουν σωστή ανάγνωση τα άλλα παιδιά της τάξης. Απορούσε μάλιστα πώς ήταν δυνατόν να είχα αποτύχει στις εξετάσεις…

Μια μέρα του Οκτώβρη με κάλεσε στο γραφείο του ο κ.   Παπαδημητρίου, στρατιωτικός και  αρχηγός της Παιδόπολης, και μου είπε ορθά κοφτά: «Δεν μπορείς να πας Γυμνάσιο. Διάλεξε: ή χωριό, ή κάποια τέχνη». Του είπα θα το σκεφτώ και θα του απαντήσω την άλλη μέρα. Αποσβολωμένος από το ανεπάντεχο νέο, απομακρύνθηκα από το γραφείο του. Με έπιασε μια βαθιά θλίψη. Για πρώτη φορά αισθανόμουν ένα κενό. Ήμουν μόνος στη ζωή: «Τι να πάω να κάνω στο χωριό; Η μάνα μου είναι φτωχή, τι θα με κάνει στα 13 μου χρόνια; Μόνο στα χωράφια με τα καπνά και τα σιτάρια». Ευτυχώς, εκεί που στεκόμουν σε μια γωνιά και τα σκεφτόμουν, με πλησίασε ο Σταύρος ο Χαμητζίδης, συγχωριανός μου, συμπαιδοπολίτης. Του είπα τον πόνο μου. Τον ρώτησα τι να κάνω; Μου λέει, πήγαινε για τέχνη στον « Άγιο Ανδρέα» κι άσε το χωριό. Η μάνα σου δεν μπορεί να θρέψει ούτε τον εαυτό της, τι θα σε κάνει…;»

Έτσι, μια ωραία φθινοπωρινή μέρα της ίδιας χρονιάς βρέθηκα να ταξιδεύω μαζί με άλλα παιδιά από τον «Άγιο Δημήτριο», για Αθήνα. Πηγαίναμε στον «Άγιο Ανδρέα» κοντά στη Ραφήνα, να μάθουμε την τέχνη του οικοδόμου. Από το σταθμό Λαρίσης, πήγαμε στο πρακτορείο των λεωφορείων που πήγαινε στη Ραφήνα, σταματήσαμε στη στροφή για τις κατασκηνώσεις του «Αγίου Ανδρέα». Είχε σουρουπώσει. Στη στροφή μας περίμενε ένας περίεργος τύπος. Ήταν ο κ. Γερμανός, στρατιωτικός κι αυτός όπως ο κ. Παπαδημητρίου της άλλης Παιδόπολης, και αρχηγός στον «Άγιο Ανδρέα». Χωρίς περιστροφές μας είπε να τον ακολουθήσουμε. Με τις βαλίτσες στο χέρι περπατήσαμε αρκετή ώρα ώσπου καταλήξαμε στην Παιδόπολη. Όπως ήμασταν κατακουρασμένοι κοιμηθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα που θα  ήταν μάλλον η τραπεζαρία.

Ο κ. Γερμανός μας είπε να παρουσιαστούμε την άλλη μέρα στο γραφείο του για να μας τακτοποιήσει στις ομάδες.

-Τι έμαθα στον «Άγιο Ανδρέα»;

Τα πεύκα έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι σε ένα αρκετά μεγάλο υποτυπώδες γήπεδο, μερικά παιδιά παίζανε μπάλα με ένα παπά! Ήταν ο προηγούμενος δ/ντής της παιδόπολης. Εκεί κοντά στην παραλία υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Ανδρέα-εξ ου και το όνομα της παιδόπολης.

Πολύ πράσινο και άμμος. Υπήρχαν σύρματα γύρω από την Παιδόπολη, ένα γήπεδο, μπάνιο στη θάλασσα. Κάθε Σάββατο είχαμε προβολή κινηματογραφικής ταινίας (συνήθως καουμπόικες, αμερικάνικες). Η προβολή γινόταν στον τοίχο ενός οικήματος-μάλλον της τραπεζαρίας, ίσως και τον κάτασπρο της εκκλησίας. Τη μηχανή χειρίζονταν στρατιώτες του κ. Γερμανού-που ερχόνταν με τζέιμς από την Αθήνα.

Στο εκκλησάκι εκκλησιαζόμασταν κάθε Κυριακή. Υπήρχαν και μικρά σπίτια περιμετρικά γύρω από ένα μεγάλο κεντρικό οίκημα και ένας ιστός σημαίας για έπαρση και την υποστολή.

 


(Το εκκλησάκι, όπως είναι σήμερα. Φωτο: Μ.Χαρμάνη-2020)

 

… Ξαφνικά ωρίμασα απότομα. Ο Οικοδόμος που μας μάθαινε κάθε μέρα τα σχετικά, περισσότερο πρακτική και λιγότερο θεωρία, μας έδινε τα εργαλεία να φτιάξουμε «χαρμάνι» με αμμοχάλικο, τσιμέντο και νερό, το φτυάρι για να το ανακατεύουμε και το «φραγκόφτυαρο» για να βάζουμε υλικό που με το «μυστρί» κτίζαμε τα τούβλα ή τα σοβαντίζαμε. Είχαμε τον «τενεκέ» με το υλικό (χαρμάνι), με τις λαβές καρφωμένου ξύλου για να το κουβαλάμε ή να το ανεβάζουμε στις ξύλινες σκαλωσιές. Μας μάθαινε πώς να φτιάχνουμε μια σκαλωσιά με «μαδέρια», πώς να ξύνουμε τους σκασμένους τοίχους με τη «σπάτουλα» κ.ά. Μια ζωή δηλαδή, τελείως άγνωστη και σκληρή για μένα τον «χαρτοπόντικα». Τα μεσημέρα, μετά το φαγητό, ξεκουραζόμασταν στους θαλάμους μας, διαβάζαμε αθλητικές εφημερίδες ή παιδικά περιοδικά. Θυμάμαι τους «Μικρούς Εξερευνητές», τα πρώτα τεύχη σε σχήμα εφημερίδας του «Ταχυδρόμου» και τα άλλα κοσμικά περιοδικά «Θησαυρός», Πάνθεον κ.λπ.

Στα μέσα του καλοκαιριού, μας είπαν πως όσοι θέλαμε να ξαναδώσουμε εξετάσεις για το Γυμνάσιο, θα κάναμε φροντιστήριο από καθηγητές που θα έρχονταν από την Αθήνα να μας προετοιμάσουν. Κόντεψα να τρελαθώ από τη χαρά μου. Εκείνες τις μέρες τελείως τυχαία είχε ανεβεί στην Παιδόπολη του Αγ. Ανδρέα κι ο παλιός αγαπημένος μου δάσκαλος, ο κ. Παντρεμένος Σπύρος που μας είπε, εμάς από την «Καλή Παναγιά», να ξαναδώσουμε οπωσδήποτε εξετάσεις, να μην αφήσουμε σε καμιά περίπτωση τα γράμματα.

Έτσι περάσαμε στο Γυμνάσιο και βρεθήκαμε ξανά στα θρανία. Θυμάμαι ένα συμπαθέστατο φιλόλογο, τον κ. Αναστασίου (;) που με το βιβλίο «Ο Γερο Στάθης» του Λέοντος Μελά, μας ξανάδωσε πνοή, αγάπη και έμπνευση για τα γράμματα.

Έπειτα όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Θα είχε μπει ο Σεπτέμβρης του 1954.  Θυμάμαι που μας χώριζαν σε ομάδες, μας φόρτωνα σε στρατιωτικά τζέιμς και μας πήγαιναν σε διάφορους σταθμούς για αναχωρήσεις: άλλοι για Θεσσαλονίκη, άλλοι για Κεφαλονιά κ.λπ. Η Παιδόπολη, τουλάχιστον με εκείνη τη σύνθεση που είχε τότε, διαλυόταν και τα παιδιά, άλλα επέστρεφαν στα χωριά τους, άλλα πήγαιναν για τέχνες και άλλα σε άλλες παιδοπόλεις, όπως εμείς που επιστρέφαμε στον “Αγιο Δημήτριο” ως γυμνασιόπαιδες… (Στ.Γ.Κ.)

 


Σχολιάστε