"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Μνήμη “Μίγρη¨(Μιχ. Γρηγοράκης, 1932-2009)

 

 

 

 

 

ΜΝΗΜΗ «ΜΙΓΡΗ»  (1932-2009)

  • «Εκεί που έπρεπε να κάνουμε το αυτονόητο δείξαμε ότι είμαστε λίγοι», [Χαράλαμπος Κουρούσης, γιατρός- δημοτικός σύμβουλος, με αφορμή το ψήφισμα του Δήμου Χανίων (28/12/18),  για το θάνατο του Μίνωα Ζομπανάκη και την απόφασή του για ονομασία  οδού στη μνήμη του σπουδαίου επιστήμονα. Δε έγινε όμως το ίδιο και για τον «ποιητή της πόλης», το Γ. Μανουσάκη!] (1)

 

 

 

ΠΑΝΕ δέκα χρόνια από τον απροσδόκητο θάνατο ενός εξαιρετικού συνεργάτη των «Χανιώτικων νέων», φίλου και σύμβουλου του ιδρυτή της εφημερίδας, του κ. Γ. Γαρεδάκη, αλλά και πολλών άλλων…

 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ πιο σωστή έκφραση απ’ αυτή που είχε πει ο Βίκτορας Ουγκώ για μια αναπάντεχη απώλεια: «Ζωή είναι μια φράση που κόπηκε στη μέση…» δηλώνοντας το αιφνίδιο του θανάτου κάθε ατόμου που είχε ακόμα πολλά να προσφέρει.

 

ΚΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ Γρηγοράκης είχε πολλά. Όχι μόνο με τις  καίριες κι επίκαιρες επισημάνσεις του για τα συμβαίνοντα (παλιά και νέα) στα Χανιά («Μίγρης»), όχι μόνο να μας θυμίσει παλιούς τύπους των Χανιών και επαγγέλματα που «έφυγαν», ούτε φυσικά για τις εργασίες του πάνω στην τυπογραφία και στους ξένους περιηγητές στην Κρήτη, ούτε για τα λαογραφικά ή τις εύθυμες ιστορίες του. Το πλούσιο αρχείο των «Χ.ν.» είναι έργο ζωής και έχει τόσα να μας αποκαλύψει.
ΑΝΗΣΥΧΟΣ νους, αυτοδίδακτος (η εμπειρική γνώση και το συλλεκτικό πάθος του αντιστάθμιζαν τα καλύτερα πανεπιστημιακά διπλώματα), επίμονος ιστοριοδίφης και συστηματικός «αρχειοθέτης», σε υποδεχόταν με το λεπτό χαμόγελο και τις λιγοστές αλλά σταράτες κουβέντες του. Με τις εμπεριστατωμένες δε απαντήσεις του σε κάθε θέμα, έφευγες απόλυτα ικανοποιημένος. Δίκαια τα «Χ.Ν.» του είχαν ετοιμάσει το δικό του άνετο χώρο στη Μπουνιαλή: χώρο πνιγμένο από βιβλία, ράφια, φωτογραφίες, περιοδικά, αφιερώματα, αποκόμματα εφημερίδων φυλαγμένα σε ξεχωριστούς φακέλους.

 

ΥΠΗΡΞΕ το alter ego του κ. Γιάννη. Ο Μιχάλης ήταν από εκείνους τους χαλκέντερους ανθρώπους τους φτιαγμένους απ’ την ιδιότυπη και περίεργη στόφα να δουλεύουν ανεξάντλητα, επισταμένα και αποδοτικά αποφεύγοντας ταυτόχρονα τη δημοσιότητα και την προβολή του εαυτού τους. Συνεπής και σεμνός, φορές ιδιόρρυθμος, δεν εγκατέλειψε ποτέ την κρυφή αγάπη του, τη λογοτεχνία. Αν και το ήξερε -όπως συχνά μου έλεγε- «η εφημερίδα τρώει τους λογοτέχνες»- είχε αφοσιωθεί περισσότερο στα «Χ.ν.» και λιγότερο στη λογοτεχνία.

 

 

 

ΞΑΝΑΘΥΜΑΜΑΙ ένα ποίημά του από τη νεανική ποιητική συλλογή του «Ρίμες Νοσταλγικές» (1968, 1978) που μου χάρισε λίγα χρόνια αφότου τον γνώρισα- γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πρόκειται για μια φαινομενικά ρομαντική συλλογή ποιημάτων, λίγο απαισιόδοξη αλλά καλοδουλεμένη και γραμμένη σε προχωρημένη δημοτική γλώσσα… Στο παρακάτω ποίημά του, βαθιά πολιτικό, εξυμνεί την προσπάθεια των απλών μεροκαματιάρηδων να βρουν χαρά: όμως δεν τους το επιτρέπουν οι κοινωνικές ανισότητες κι η καταπίεση των «αφέντηδων», όπως συμβαίνει αιώνες τώρα:

«Την κουρασμένη μας θωριά, τα πονεμένα χέρια

Πώς θε να τα γεμίζανε-νομίσαμε ψυχή μου-

Με καλωσύνης τάλαντα, με της χαράς αστέρια.

Μα ήρθε πάλι των κακών αφέντηδων η διάτα

Και τώρα να τα χέρια μας από καρφιά γεμάτα» (2)

ΠΑΝΤΑ, ο Μιχάλης έκρυβε μέσα του και  μια υφέρπουσα αισιόδοξη ενατένιση του κόσμου. Όσο βαρύ κι αν ήταν το παρόν που ζούσε. Είχε την άσβηστη ελπίδα των «καλύτερων ημερών» στις οποίες κι εμείς ελπίζουμε, με έναν κόσμο στον οποίο θα πρέπει κυρίαρχη ιδεολογία να είναι ταυτόσημη με τη δικαιοσύνη. Όσα μνημόνια και κρίσεις κι αν περνούν οι άνθρωποι και οι χώρες.

ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που τον γνώρισα, έστω για λίγα χρόνια. Τόσο ως συνομιλητή σε πολλά ενδιαφέροντα θέματα έρευνας, ιστορίας και λογοτεχνίας, όσο κι ως συνεργάτη στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα». Τον θυμάμαι τόσο στην Καραϊσκάκη, όσο και στη Μπουνιαλή. Ένιωθα λιγάκι άβολα αντικρίζοντας αυτόν και τον άλλο Μιχάλη, το συνάδελφο Σαραβελάκη, στο πατάρι της Καραϊσκάκη: είχα μπροστά μου δυο κορυφαίους της τότε χανιώτικης δημοσιογραφίας…

 

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ στο υπόγειο της Μπουνιαλή, στο άντρο/βασίλειό του, όπου βρίσκεται το αρχείο της εφημερίδας, ο Μιχάλης με δεχόταν ευπροσήγορα. Πάντα κρατούσε κάτι σημαντικό στα χέρια του -βιβλίο, εφημερίδες, φωτογραφίες ή περιοδικά- ενώ εγώ του΄ φερνα κάποια μηδαμινή γαλλική μου εργασία ή του ζητούσα διευκρινίσεις πάνω σ΄ ένα θέμα. «-Τι έχουμε πάλι;», το κλασικό ερώτημά του. Κι αρχίζαμε τα δικά μας…

 

ΑΥΤΑ που με εξέπληξαν από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας ήταν η ταπεινότητα, η σεμνότητα και κυρίως η ευρυμάθειά του. Ήταν απλός, λίγο ατημέλητος, αλλά πολύ συγκροτημένος στον τρόπο έκφρασης και επιχειρηματολογίας. Έγκυρος στις επισημάνσεις του, περισσότερο σοφός από όσο θα περίμενε κανείς.

 

ΗΤΑΝ γενναιόδωρος σε ό,τι του ζητούσες. Κι αν σε συμπαθούσε, μπορούσε να ξοδέψει πολύ χρόνο για να σε ενημερώσει επακριβώς. Το μεγάλο χάρισμα που είχε ο Μιχάλης ήταν ότι κάθε φορά που του ζητούσες μια οποιαδήποτε πληροφορία, είχε στη διάθεσή του ένα σωρό αποδεικτικά στοιχεία (ντοκουμέντα).

 

ΣΠΑΝΙΟ χαρακτηριστικό του, ως «ιστοριοδίφη» και ερανιστή, ήταν ότι αναζητούσε με πάθος την κάθε λεπτομέρεια στις ιστορικές πηγές της. Διασταύρωνε ό,τι ήθελε να καταγράψει, γι αυτό και το αρχείο του ήταν πολύπλευρο και έγκυρο.

 

ΔΕΝ επιθυμούσε, όπως τονίσαμε, τη δημοσιότητα. Ούτε την επεδίωκε. Έστω κι αν τον παρακινούσαν πολλοί να «βγει προς τα έξω». Γι αυτόν, σημαντικότερη θέση στη ζωή του κατείχε το έργο που πρόσφερε και λιγότερο μια παροδική προβολή. Ο κόσμος τον ήξερε απ΄τα γραφόμενά του. Αυτό του αρκούσε.

 

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ήταν χρεωμένος στην αγάπη των δικών του ανθρώπων, αλλά και στη βαθιά εκτίμηση που έτρεφαν το αναγνωστικό κοινό και οι απλοί πολίτες των Χανίων γι’ αυτόν. Το σημαντικότερο όλων ήταν η ίδια η πολυκύμαντη ζωή που έζησε, τα βιβλία που διάβασε, η θητεία του στη Βιβλιοθήκη Χανίων, οι προτάσεις που πραγματοποιήθηκαν, το συλλεκτικό του πάθος: άφησε ένα αρχειακό υλικό που θα το ζήλευαν ακόμη και μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες. Επίκεντρο πάντα η αγαπημένη του πόλη, τα Χανιά , με πρώτη φυσικά τη Νέα Χώρα -το γενέθλιο τόπο του.

 

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ του από τα Χανιά υπήρξε πολύ ωφέλιμο για την πόλη και σημαντικό για την εφημερίδα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

-(1) Κατά πληροφορίες μας έχει ήδη δοθεί το όνομα του Μιχ. Γρηγοράκη σε μια πάροδο της Σελίνου.

-(2) Όσο ο Μιχάλης ήταν στην Βιβλιοθήκη (1978) έστειλε την ποιητική του συλλογή σε ένα «Άνθρωπο των Γραμμάτων» (=λογοτέχνη), στο Γάλλο Ελληνιστή Gaston-Henry Aufrere που όχι μόνο εξέφρασε μια επιτυχή αποτίμηση των στίχων της συλλογής, αλλά και μετέφρασε -το παραπάνω ποίημα- αμέσως στα γαλλικά (εικόνα του εγγράφου).


Σχολιάστε