Ένας αβάσταχτος Έρωτας… (Χ.ν., 11-2-19)
Posted on 13 Φεβ, 2019 in Δοκιμές | 0 comments
Ένας αβάσταχτος Έρωτας..
Από μόνη της αποτελεί μια ήπειρο: με αυτάρκεια στα έχει της, με πλούσια σε εικόνες φύση, άλλοτε ήρεμης κι άλλοτε άγριας· με ευχρωμία ημερών και ευωχία εποχών, με ευψυχία ανδρών και γυναικών, με ανυπόκριτη και ενστικτώδη φιλοξενία. Η Κρήτη πορεύεται στους αιώνες, αγέρωχη και υπερήφανη.
Την περηφάνια του νησιού συνοψίζει σε μερικούς στίχους, ο μεγάλος καστρινός ριμαδόρος, ο ποιητής Κώστας Φραγκούλης (1905-2005):
«Άγρια που’ ναι τα Σφακιά, ήμερη που΄ναι η Στεία!
Όμορφη κι ακατάδεκτη απού΄ναι όλ’ η Κρήτη!
Με τα καλά το Ρέθεμνος, τα τζεβαϊργια η Χώρα,
Με τα΄αρχοντιές τως τα Χανιά, τα ξόμπλια το Λασίθι
Γιαλό κι αόρι καρπερή, καλόγαλη, αντρογέννα Κρήτη» (…)(1)
«Ακατάδεκτη» δεν είναι «όλ΄ η Κρήτη». Είναι όμως κατακτήσιμη. Κι αυτή η κατάκτηση να γίνεται σιγά-σιγά και υπομονετικά. Θέλει «ημέρωμα». Και των δυο πλευρών. Θέλει να της παραχωρήσεις για να σου δώσει. Ζητά συμβιβασμούς και σεβασμό στο λόγο που θα πεις και θα δώσεις. Όπως το ορίζει η μαντινάδα:
«Σα δώσω ‘γω το λόγο μου, σα σιδερή θελιά ’ναι
Και δεν τον ξαναπαίρνω μπλειο, μαγάρι κι ίντα να’ναι».
Από μόνη της, η Κρήτη, αποτελεί τόπο αυτοθεραπείας, ίασης των ψυχοσωματικών ασθενειών, λύτρωσης συναισθηματικών πόνων, παρηγοριάς σε πενθούντες. Αναρίθμητα τα φαρμακευτικά βότανά της και μοναδικά στον κόσμο. Γι αυτό και περιζήτητα, αφού κάθε βότανο και ξέχωρο ίαμα.
Τα Χανιά ανέκαθεν αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν, την ελκυστικότερη και πιο ερωτεύσιμη περιφέρεια («χώρα») του νησιού. Το λέει κι ο Γεώργιος Χορτάτζης (16ος με αρχές 17ου αι.), ο Ρεθεμνιώτης ποιητής της «Ερωφίλης», του «Κατζούρμπου» και της «Πανώριας» (ή «Γύπαρη»):
«Πανώρια, θυγατέρα μου, στην Ίδα γεννημένη,
Με πόθον εκ τον κύρη σου κι΄ έγνοιαν αναθρεμμένη (…)
Έβγα λοιπό εκ τα δάσητα κι απού τις αγριγιάδες,
Απού τσι κάψες μίσσεψε, λείψε απού τσι κριγιάδες,
Και πήγαινε σπουδακτική ΄ς μια χώρα τιμημένη,
Τση Κρήτης ομορφύτερη, του κόσμου ζηλεμένη.
Κυδώνια την κράζουσι κ’ οι χώρες την τιμούσι
Οι άλλες όλες του νησιού κι ως θεά την προσκυνούσι
Για τσι πολλές τση χάριτες, μα πλιά γιατί σ’ εκείνη
Η φρονιμάδα κατοικεί και στέκ΄η καλωσύνη (…)»
Όποιος έρχεται στη χώρα (τα Χανιά) «της φρονιμάδας και της καλωσύνης», μαγνητίζεται, μένει εδώ (2). Κι όποιος φεύγει, μετανιώνει και ξαναγυρνά. Έστω και νοερά, όπως οικτίρει τον εαυτό του ένας «Ανώνυμος» ποιητής, στο ποίημα «Αποχαιρετισμός προς τους Κρήτας» (3):
«Λυπούμαι που εσκόρπιζεν η άσωτος καρδιά μου
Εδώ κ’ εκεί περιοδικά τόσα αισθήματά μου,
Και δεν τα ‘φύλαγε η φτωχή που να τα έχει τώρα,
Στα ζηλεμένα μας Χανιά να τα προσφέρη δώρα.
Όση κι αν μου’ μενε δροσιά εις την καρδιά ακόμα
Δάκρυα χαρά τα πότισα στ΄αθάνατό σας χώμα
Εδώ που θα΄χει αιώνια η δόξα πανηγύρι,
Για να στολίζη με μυρτιές και δάφνες τ΄Ακρωτήρι…»
Και πιο κάτω, στο ίδιο ποίημα ο «ανώνυμος» γράφει:
«Μισεύω Κρήτη μου γλυκειά, με πόνο σε αφίνω·
Πάγω στη μαύρη μου σκλαβιά,
Μα την πτωχή μου την καρδιά
Εις τα Χανιά αφίνω.
Έχετε ΄γεια, σταυραετοί, έχετε γεια Χανιά μου
Κι εμένα λησμονήσετε, αλλ΄ όχι την καρδιά μου» (4)
Αλλά, ας ξαναθυμηθούμε την, όλο λατρεία και τρυφερότητα για τα Χανιά, ευχαριστήρια επιστολή (απόσπασμα) του Π. Βιάρ –καθηγητή, δόκτορα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης- που έστειλε στον τότε (9 Απριλίου 1978) Δήμαρχο Χανίων Γιάννη Κλωνιζάκη:
«…Ένα ταξίδι στην Κρήτη μοιάζει, κατά την άποψή μου, περισσότερο με μια πρόσκληση παιδείας παρά με τουριστικό ταξίδι. Η Κρήτη, μέσα σε λίγες μέρες μου έδωσε, και μάλιστα αφειδώς, ακριβώς αυτό που ήθελα φτάνοντας εδώ: την αδελφική φιλία των ανθρώπων της, την επιβλητική ομορφιά των τοπίων της, την αντανάκλαση του περασμένου μεγαλείου της από τα πολλαπλά ίχνη των περασμένων πολιτισμών της.
Από όλες τις πόλεις της Κρήτης, η δική σας (σσ. εννοεί τα Χανιά) είναι η πιο ελκυστική. Διασχίζοντας τους δρόμους της και ζώντας την καθημερινή ζωή, ανακάλυπτα κάθε λίγο και λιγάκι θαυμαστά πράγματα, και αισθάνομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου την επιτακτική ανάγκη να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου…»
Μυριοτραγουδημένη και χιλιοπαινεμένη όλη η Κρήτη: μαντιναδοκεντημένο όλο το κορμί της, με λεβέντικους χορούς και ρυθμούς και με το «γλέντισμα» της ζωής, ξαπλώνει νωχελικά στη μέση της Μεσογείου αποτελώντας μοναδικό κάστρο πολιτισμού και πολεμίστρα ανάμεσα σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία.
*Σταμάτης Αποστολάκης: «Λαϊκή Ποίηση Κρήτης και Καζαντζάκης», στο περιοδικό «η Λέξη», τ. 191-193, σσ. 159-167, Γενάρης-Σεπτέμβρης 2007.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Κώστας Φραγκούλης (1905-2005), τα «Δίφορα», σελ. 17, 1968
-(2) Σίγουρα, όπως εγώ, θα συμφωνήσει –Έλληνας ή ξένος-με τον «ποιητή της πόλης», το Γιώργη Μανουσάκη που στο ποίημά του «Ανάμνηση» καταλήγει λέγοντας, «Κι όμως, εδώ πρέπει να ζήσω»! Τέτοια λατρεία!
-(3 και 4): περιοδικό «Η Λέξη», τ. 191-193 (Γενάρης-Σεπτέμβρης 2007) «Η Κρήτη» (αφιέρωμα), σ.24 (καταγραφή ποιητικού ανθολογίου-για την Κρήτη- από τους Αντ. Φωστιέρη και Θαν. Νιάρχο).