"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Emily Dickinson (1830-1886)

 

 

 

 

 

ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ,  ΠΟΙΗΜΑΤΑ


 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΡΕΓΑΤΑ ΣΑΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Δεν υπάρχει Φρεγάτα σαν το βιβλίο

Να μας πηγαίνει σε τόπους μακρινούς

Ούτε ένα άλογο κούρσας

Δεν ξεπερνάει μια σελίδα αγέρωχης ποίησης.

Αυτή τη διάσχιση κι οι πιο φτωχοί

μπορούν να κάνουν

Χωρίς διόδια να τους καταπιέζουν.

Πόσο λιτοδίαιτο είναι το άρμα

που κατευθύνει μια ανθρώπινη ψυχή!

 

[There is no Frigate like a Book

There is no Frigate like a Book

To take us Lands away,

Nor any Coursers like a Page Of prancing Poetry –

This Traverse may the poorest take

Without oppress of Toll –

How frugal is the Chariot That bears a Human soul]

 

ΑΓΡΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Άγριες νύχτες – Άγριες νύχτες!

Αν ήμουν μαζί σου

Οι Άγριες νύχτες θα ήταν

Η απόλαυση μας

Μάταιοι οι άνεμοι

Για μια καρδιά σε λιμάνι

Αρκετά με την Πυξίδα

Αρκετά με τους Χάρτες

Κωπηλατώντας στην Εδέμ

Αχ! η Θάλασσα!

Μονάχα να προσόρμιζα

Απόψε Σ’ εσένα!

 

 

ΑΝ ΜΠΟΡΩ

Αν μπορώ να σταματήσω

μια καρδιά που πάει να σπάσει

Δεν θα ζήσω μάταια.

Αν μπόρων να απαλύνω

μιας ζωής την Οδύνη

Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο

Ή να βοηθήσω

ένα μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη

Να μπει ξανά μες στη Φωλιά του

Δεν θα ζήσω μάταια.

 

 

 

ΕΛΠΙΔΑ

Είναι η ελπίδα ένα πράγμα με φτερά

που κουρνιάζει στην ψυχή μου

και δίχως λέξεις τραγουδάει τον σκοπό

χωρίς ποτέ να σταματάει.

Και πιο γλυκά

Ακούγεται στην θύελλα

Επαίσχυντη πρέπει να είναι η καταιγίδα

που μπορεί να ταράξει το μικρό πουλί,

που κράτησε τόσους πολλούς ζεστούς.

Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη,

Και στην πιο παράξενη θάλασσα

Ωστόσο ποτέ, ούτε στην έσχατη ανάγκη,

δεν ζήτησε ούτε ψίχουλο, από μένα

[HOPE

"Hope" is the thing with feathers—

That perches in the soul—

And sings the tune without the words—

And never stops—at all—

And sweetest—in the Gale—is heard—

And sore must be the storm—

That could abash the little Bird

That kept so many warm—

I've heard it in the chillest land—

And on the strangest Sea—

Yet, never, in Extremity,

It asked a crumb—of Me.]

 

 

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ

Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως

Να `χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.

Σκληρή μου δόθηκε, πικρή και άδικη μοίρα.

«Βασίλισσα του Γολγοθά» για τίτλο πήρα,

κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,

κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα

που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,

όταν το κράτημα του άλλου χεριού γνωρίζει.

Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει

και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.

Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι

δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.

Τριπλή νίκη σε μια μέρα να `ναι, φτάνει.

«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι

μ` ένα σκοπό που κι η ψυχή τους τραγουδάει.

Να `ναι ο τρόπος, τάχα, αυτός;

Ποιός μου απαντάει;

 

 

 

ΤΟΣΟ ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΑ

 

 

Τόσο ανεπαίσθητα σαν μια μικρούλα λύπη

Το Καλοκαίρι έσβησε ως παρουσία

Τόσο ανεπαίσθητα που από κοντά μας λείπει,

Χωρίς να φαίνεται πως έχει κάνει προδοσία.

Παντού σκορπίστηκε σιωπή, παντού γαλήνη,

Σαν ξαφνικά το σούρουπο μεγάλο να’ χει αρχίσει

Σαν να θέλει ασυντρόφευτη να μείνει

Σε δείλι απόμακρο, μονάχη της η φύση.

Νωρίς το σύθαμπο την θέση του έχει πάρει

Το πρωινό θολές ανταύγειες ξετυλίγει

Με ευγενική και όλο μελαγχολία χάρη,

Σαν επισκέπτης που ετοιμάζεται να φύγει.

Κι έτσι χωρίς φτερά, κουπιά, χωρίς τιμόνι

Σ’ ονειρική, παραμυθένια τρυφεράδα

Το Καλοκαίρι με αναμνήσεις μας φορτώνει

Και φεύγει Θείο, στην στερνή του Ομορφιά.

ΡΙΞΕ ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΧΑΡΕ

Ρίξε τα εμπόδια Χάρε, τα κοπάδια

Να μπουν τα κουρασμένα,

Που χει τελειώσει η περιπλάνησή τους

Κι έχουνε πάψει να βελάζουν πια.

Είναι δική σου η πιο γαλήνια νύχτα,

Δικό σου είναι το πατρικό μαντρί,

Πολύ σιμά είσαι, να σ’ αναζητούμε,

Και για να σε καλούμε, πρόθυμος πολύ.

Πέθανα για την ομορφιά

και μπαίνοντας στο χώμα

ακούω κάποιον ν` ακουμπούν

σε πλαϊνό μου χώρο.

Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»

«η ομορφιά» του είπα

«για την αλήθεια πέθανα»

είπε «κι είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς

μιλήσαμε, ωσότου

βρύα ήρθαν στα χείλη μας

κι έκρυψαν τ` όνομά μας.


Σχολιάστε