Χανιώτικη ποίηση (“Στα Βαθιά”-Έμμυ Παπαβασιλείου)
Posted on 24 Νοε, 2018 in Βιβλιοπαρουσίαση (livres) | 0 comments
[Τα Χανιά πάντα αγαπούν την ποίηση. Πρωτοπόρος ο βραβευμένος Γιώργης Μανουσάκης, ο "ποιητής" της πόλης.
Σήμερα υπάρχουν πολλοί ποιητές, μερικοί από τους οποίους παρουσιάζονται κι από την ιστοσελίδα μας]
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
(συλλογή «Στα Βαθιά», εκδ. Γαβριηλίδη, 2017)
Προσωπικά μου αρέσει η ποίηση που θέτει ερωτήματα, όπως η αναζήτηση ταυτότητας σε μια περίοδο συγχύσεως ιδεών και δυναμικής επέμβασης (με την έννοια της βίας) πραγμάτωσης παράλογων πράξεων (όπως είναι η περίοδος των δυο πρώτων δεκαετιών του 21ου αι.)
Ή, η άλλη ποίηση που αποτελεί μια κραυγή απογοήτευσης για όσους πίστεψαν πως, αν η ιδεολογία τους ερχόταν στα πράγματα, θα βελτίωναν με τον τρόπο τους τον κόσμο (1). Είναι η απατηλή περίοδος της Ελλάδας, μετά το 2015 και την «πρώτη φορά» αριστερή -ή σχεδόν αριστερή- κυβέρνησή μας.
Η τελευταία οκταετία είναι ένας αποκαλυπτικός καθρέφτης ενός χρεοκοπημένου και τελείως ανυπόληπτου ελληνικού κράτους, που παρέσυρε στην πτώση του μια ολόκληρη κοινωνία. Μια ήδη εκμαυλισμένη κοινωνία από τους μεταπολιτευτικούς πολιτικούς ταγούς της. Μια κοινωνία που έζησε επί τρεις δεκαετίες (1981-2011) μια επίπλαστη ευημερία, έρμαιο του ασύδοτου καταναλωτισμού και του πελατειακού συστήματος.
H επιγραμματική ποίηση -τέτοια είναι η της Έμμυς Παπαβασιλείου- αποτελεί το δυσκολότερο είδος έκφρασης, αφού σε λίγες φράσεις πρέπει ο ποιητής να κλείσει ένα ολόκληρο σύμπαν. Το γιαπωνέζικο χάικου, το αρχαιοελληνικό επίγραμμα, η ολιγόλεκτη σύγχρονη ποίηση, η κρητική μαντινάδα κ.ά. είναι σ΄ αυτή την κατεύθυνση
Φυσικά και χρειάζεται να είναι κανείς «δεινός κολυμβητής» (κάτι κυριολεκτικά που εμείς δεν είμαστε), ώστε με “φαρδιές απλωτές” του μυαλού να προσεγγίσει τα προβλήματα που θίγει η ποίησή της Έμμυς. Μια ποίηση που προσκαλεί σε περίσκεψη με πλαίσιο μια «ιστορική» πια (μετά το 2015) απογοήτευση και ωθεί σε αναγκαστική εγκατάβαση στο είναι (αυτογνωσία). Μια ποίηση που αναδίδει πίκρα για μια ιδεολογία που διαψεύδεται καθημερινά από τα πράγματα.
Έχουμε, κατά την άποψή μας, πολιτική ποίηση που καλεί τον αναγνώστη σε γλωσσική εμβύθιση (immersion language), ώστε να στοχαστεί περί και δια τον παρακμιακό μεταπολιτευτικό μας κόσμο, για το τι συμβαίνει στη χώρα και να φιλοσοφήσει και να δράσει.
Μικρή απόπειρα, η ανίχνευση ορισμένων, πάντα κατά την άποψή μας, πολιτικών αποχρώσεων:
Αρέσει «η Καταιγίδα» (σελ. 10) καθώς και η «Πατρίδα»(σ.11): εμπεριέχουν και αναλύουν την κρίση αυτογνωσίας μας, της οποίας η έλλειψη έφερε την επιπολαιότητα στο πολιτικό προσκήνιο, που με τη σειρά της μας οδήγησε στην κατάρρευση όχι μόνο του οικονομικού αλλά και του αξιακού μας κόσμου.
Σωτήριος στην κρίσιμη κατάσταση που περνάμε εδώ και 8 χρόνια θεωρείται- και είναι- ο πολιτισμός (σελ. 11)∙ το «πως και το γιατί» φτάσαμε εδώ, θα «πάρει καιρό» να το καταλάβουμε, αν και «λαίμαργες δίνες», οι κάθε είδους εμμονές «καραδοκούν τη λογική μας» («Δίνες», σελ. 12)∙ και πώς να αντιληφθούμε την οδυνηρή πραγματικότητα, όταν αυτή φιλτράρεται από παντού με τις «ψευδείς ειδήσεις» («Παραμορφωτικοί καθρέφτες» σελ.13), ενώ εμείς εξακολουθούμε να τη βλέπουμε πάντα μέσα από «ιδεολογικούς» παραμορφωτικούς καθρέφτες;
Αγαπημένο θέμα οι πρόσφυγες, οι «αδικημένοι» της ιστορίας (σελ. 14), άπτεται και του δικού μας ενδιαφέροντος, αφού κι εμείς είμαστε απόγονοι προσφύγων. Όλοι είμαστε πρόσφυγες, «έρμαια των καιρών» της ιστορίας. Και πολλές φορές χωρίς κανένα «σωσίβιο». («Στα βαθιά», σελ.15).
Επίσης, μας αρέσει η ανίχνευση στα έγκατα των πάσης φύσεως ιδεολογιών που, αφού ταλάνισαν εκατομμύρια κόσμου, κατέρρευσαν («Ο Εχθρός», σελ.19). Θέλει πολύ θάρρος να αναγνωρίσει κανείς τον «μέσα εχθρό» του, τον εαυτό του. Η Έμυ δικαιώνεται, όταν λέει πως «το κακό με ζήλο δικτυώνεται» (σελ. 20) προωθώντας τη μετριότητα σε βάρος των ικανών πολιτών. Ζήσαμε δεκαετίες την αξιακή διάβρωση που δυστυχώς συνεχίζεται.
Θαυμάσιο το ποίημα «Απώλεια» (σελ.22). Πράγματι, κανείς δεν μας μαθαίνει την «τέχνη αυτή του βίου», να πενθούμε δηλαδή αξιοπρεπώς πρόσωπα και πεποιθήσεις. Το παρελθόν του καθενός μας βαραίνει ασύμμετρα στο παρόν και τον συνθλίβει… Αλλά και το ποίημα «Σαν να μην έζησαν» (σελ. 23), είναι υπέροχο. Καταγγελτικό για όσους, παρότι αγαπημένοι φίλοι, επιμένουν να κρατούν και σήμερα μια στάση ζωής ξεπερασμένη από την πραγματικότητα: ο κόσμος γύρω τους σεισμοδονείται, η «διάψευση» είναι καθημερινό φαινόμενο, κι όμως αυτοί επιμένουν.
Η «διλογία» (σελ. 24-25) είναι αριστουργηματική. Η καταχρηστική χρήση του λόγου και η απρονοησία ημών των πολιτών να μη περιφρουρήσουμε την πρώτη σημασία των λέξεων (κυριολεξία), επέτρεψαν τη διαστρέβλωση των εννοιών και τη σύγχυσή τους στο «μίξερ των ιδεών» («Ξέρω γιατί», σελ. 28). Όταν επανακτήσει ο λόγος την πρωταρχική του σημασία, η αποχή από τα κοινά των ικανών δεν θα θεωρείται δεδομένη.
Σήμερα, δεν φοβόμαστε όσα υποπτευόμαστε (αφού δυστυχώς γίνονται πραγματικότητα!)∙ φοβόμαστε («Υποψίες», σελ. 29) όσα δεν υποψιαζόμαστε καν (την απεριόριστη δύναμη της τεχνολογίας; Μήπως και τον έλεγχο των συναισθημάτων μας;) Γι αυτό χρειαζόμαστε εχέφρονες παντού.
Το παραφρασμένο καρτεσιανό μότο που εμπλουτίζεται καταλήγοντας σε ένα όμορφο παράθεμα (σελ. 8 και 33), επιτρέπει και σ’ εμάς να στοχαζόμαστε πάνω στις λέξεις ελπίδα-γραφή-ανασύνταξη-δράση, λέξεις κλειδιά της ζωής. Αμυδρή και νοσταλγική πάντα η ομορφιά («Το Πέρασμα», σελ.37): σαν άλλη φευγαλέα ηλιαχτίδα καταχείμωνα, δίνει πνοή στη ζωή. «Επιμονή» χρειάζεται για το ξεπέρασμα της κρίσης (σελ. 39). Εξάλλου, η πληρότητα και ο σκοπός του εαυτού μας («Η τελευταία φέτα», σελ.41), η συλλογικότητα στη δράση («Με το κερί», σελ. 42) και η «επιστροφή» στη λέξη πατρίδα (σελ. 44) είναι αιτήματα των καιρών.
Στο ποίημα «Στο δρόμο βγήκα» (σελ. 45) έχουμε το τέλος της οδύσσειας με το ταξίδι της αυτογνωσίας. Αν η λεκτική πόντιση «Στα βαθιά» του κόσμου και του εαυτού μας, θα μας επιτρέψει να ανασυνταχθούμε ως άτομα και σύνολα, αυτό εξαρτάται από εμάς τους ίδιους.
… Αν μη τι άλλο, η δύναμη της ωραίας ποίησης είναι αυτή: να μας κάνει να συνερχόμαστε!
Σημείωση: (1)
«Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι πολεμούν και χάνουν τη μάχη
και αυτό για το οποίο αγωνίζονταν πραγματοποιείται, παρά την ήττα τους.
Και, τότε, αποδεικνύεται ότι δεν ήταν αυτό που εννοούσαν
και ότι άλλοι πρέπει να αγωνιστούν γι αυτό που εννοούσαν υπό άλλο όνομα» (William Morris, 1834-1896)