"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Από το Ημερολόγιο ενός Παιδοπολίτη (Στ.Γ.Κ.)

 

 

 

 

 

AΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΟΠΟΛΙΤΗ (1948-2018, Εβδομήντα χρόνια μετά)

 

“Κι αυτό το ανεκλάλητο

για τους νεκρούς,

όσο ζούσαν,

μπορούν να σου το πουν,

σαν είναι πεθαμένοι:

η επικοινωνία

των νεκρών έχει τη γλώσσα της φωτιάς

πέρα απ’ τη γλώσσα αυτών που ζουν»

(Τ.Σ. Έλλιοτ, Little Gidding)

 

 

(Η πρώτη Παιδόπολη “Αγία Ειρήνη”, στη Θεσσαλονίκη-Βίλα Μορδώχ, Ντεπό-1948, αρχείο Λ. Γερασίμου)

 

27 Μαρτίου 1948:  Κυβερνητική καταγγελία στον ΟΗΕ για το «παιδομάζωμα».

Ήμουν 6 ½ ετών, νεοεισαχθέντες από τη Λητή, με τον Κώστα το μεγάλο μου αδελφό, και τον Κυριάκο τον μικρότερο αδελφό της μάνας μου, στην Παιδόπολη «Αγία Ειρήνη», στο Ντεπό Θεσσαλονίκης.

Με εκατοντάδες άλλα παιδιά-εκεί στην την πρώτη επίσημη Παιδόπολη, μας συγκέντρωσαν εκείνη τη μαρτιάτικη μέρα, μέσα σε ένα μεγάλο τολ (παλιός στρατιωτικός καταυλισμός), όπου μας μίλησαν για τα «απαχθέντα Ελληνόπουλα» από τους κομμουνιστοσυμμορίτες.

Έγινε δοξολογία και εκφράστηκαν ευχές από πολλούς επίσημους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, για την επιστροφή των μικρών παιδιών στην Ελλάδα.

Τα ονόματα Νίκος Ζαχαριάδης και Μάρκος Βαφειάδης, ήδη στο άκουσμά τους μας προκαλούσαν φόβο και απέχθεια, αφού οι ψυχές μας ήταν φορτισμένες από χιλιάδες μνήμες και εγκλήματα με τη σφραγίδα τους. Τα ονόματα ήταν ήδη ακουστά…

 


(Ένα από τα μεγάλα τολ στον αυλόγυρο της “Αγίας Ειρήνης”-Ομαδάρχισσες της Παιδόπολης με μικρά ορφανά κοριτσάκια-αρχείο Λ. Γερασίμου)

 

Εμείς στην οικογένειά μας ακόμη θρηνούσαμε στα 1948, τις μεγάλες απώλειες αγαπημένων προσώπων (1944-1946) . Και γύρω μας, στην Παιδόπολη, εκείνη τη μέρα όπως θυμάμαι, επικρατούσε μια απόλυτη σιωπή, σαν εκείνες τις υπόκωφες σιωπές του καιρού, λίγο πριν ξεσπάσει μια ανοιξιάτικη ή φθινοπωρινή μπόρα.

Αγόρια και κορίτσια ήμασταν ορφανά πολέμου, ενός παράλογου, αδικαιολόγητου, ασυγχώρητου, εμφύλιου πολέμου της ηλιθιότητας των μεγάλων και των παρατάξεων που εκπροσωπούσαν.

Η Ελλάδα δεν ζούσε. Επιδίωκε να ζήσει, όπως- όπως, με τις μετακινήσεις των πληθυσμών, κυρίως  των παιδιών (ένθεν κακείθεν των συνόρων) ώστε οι μεν να μπορούν να πιέσουν τους δε με τα παιδιά!

Κι όταν η παιδική σου ηλικία είναι γεμάτη αίματα, δάκρυα και αιώνια μαυροφορεμένες γυναίκες, όταν το μαύρο είναι το κυρίαρχο χρώμα της παιδικότητάς σου, γιατί η μετέπειτα ζωή σου να είναι χαρούμενη;

Τί έμεινε στην παιδική ψυχή μας σαν απόθεμα χαράς;

Αν μη τι άλλο, ένα υποβόσκων μίσος για όλους εκείνους που διέλυσαν αναίτια, κατέστρεψαν και σκότωσαν αντεκδικούμενοι, απήγαγαν συγγενείς, γονείς, παιδικούς φίλους και προπάντων εξαφάνισαν την παιδική ηλικία μας.

Να, τί θυμάμαι από εκείνες τις ζοφερές μέρες.

(Στ.Γ.Κ.)

 


Σχολιάστε