"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Mα τρυφερή, καταπληκτική, έστω λησμονημένη επιστολή (2003)

 

 

 

 

 

 

Αγαπητέ μου Σταύρο      7/1/03

Έλαβα γράμμα από τον Παλιούρα και του έστειλα το εξής γραπτό.

Ελπίζω να μην σου κακοφανεί.

Κρίτων

===============================

Πήγα στην Παιδόπολη Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης κατά το σχολικό έτος 1957-1958, σε ηλικία 14 ετών, στην Τρίτη τάξη του τότε εξαετούς Γυμνασίου, και έφυγα το καλοκαίρι του 1961 για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τελικά, μετά από πολυετείς οδύσσειες  προσωπικές, πολιτικές, κτλ., κατέληξα, αποκτώντας το προνόμιο του Αμερικανού πολίτη.

 

Είχα γίνει δεκτός στην Παιδόπολη κατόπιν αιτήσεως της εκ μητρός γιαγιάς μου, άπορης χήρας και πρόσφυγος από τον Πόντο, με το αιτιολογικό ότι ήμουν ορφανός μητρός και άνευ προστασίας του από καιρού διαζευχθέντος πατρός μου. Η περίπτωσή μου, δηλαδή, διαφέρει κάπως από εκείνες των περισσότερων τροφίμων Παιδοπόλεων, δεδομένου ότι δεν προέκυψε από τα «δύσκολα εκείνα χρόνια 1947-1949,» ούτε και από τούς επαναπατρισμούς από τις ανατολικές χώρες.

 

Δεν είχα όμως αποκτήσει συνείδηση της διαφοράς μου αυτής καθ΄ όλη την τετραετή διάρκεια της ζωής μου στην Παιδόπολη, δεδομένου ότι ούτε οι σύντροφοί μου, ούτε το προσωπικό της Παιδοπόλεως  έκαναν ποτέ νύξη για τις αυτού του είδους πρoελεύσεις μας.

 



(Από θεατρική παράσταση σε σενάριο σκηνιθεσία μουσική Στ.Γ.Κ. (1957-1958) Ο Κρίτων καθιστός διαβάζει ένα γράμμα. Όρθιοι είναι ο Μάτσης  και ο Νάσιος, καθιστός ο μικρός Ηλιόπουλος-Ηλίας -και μια κοπέλα που παίζει το ρόλο της μάνας)

 

Σήμερα, 42 συναπτά χρόνια από τότε πού άφησα πίσω μου την πύλη της Παιδοπόλεως Αγίου Δημητρίου στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης, μία είναι η ανάμνηση της τετράχρονης Παιδοπολίτικης εμπειρίας που απομένει σαν σκληρό διαμάντι και που μ’ έχει χαράξει ανεξίτηλα: οι φιλίες.

 

Οι Παιδοπολίτικες φιλίες της εμπειρίας μου δεν ήταν απλώς γνωριμίες, ούτε  απλώς συναναστροφές. Είχαν ένα κάποιο ηρωικό, σχεδόν, στοιχείο που σου ραγίζει την καρδιά: παιδιά ορφανά, συχνά ξεκληρισμένα, με ανοιχτές πληγές στις ψυχούλες τους, να προσπαθούν, δίνοντας ότι είχαν μέσα τους, να στήσουν σκηνικό οικογένειας, να φροντίζουν το ένα το άλλο, να λαχταρούν ν’ ακούσουν τον καημό σου και να λαχταρούν ν’ ακούσεις εσύ τον δικό τους. Οι τρόφιμοι της Παιδόπολής μου, μέσα από τα  ερείπια των οικογενειών που δεν είχαν πια, ανακάλυπταν τη στοργή με το να δίνουν στοργή ο ένας στον άλλο. Γίναμε αδέλφια, όχι απλώς φίλοι. Αυτό μας έδωσε η Παιδόπολη, τη δυνατότητα να «κατασκευάσουμε» τις οικογένειες που δεν είχαμε.

 


(Ο Κρίτων δεύτερος από δεξιά καθιστός. Ο καρδιακός του φίλος πίσω του όρθιος είναι ο Πρόδρομος Μπαχατίρογλου)

 

Ανασκοπώντας τις αναμνήσεις από τη σημερινή χρονική απόσταση, πιστεύω ότι αυτό το ψυχολογικό-κοινωνικό φαινόμενο της Παιδοπολίτικης φιλίας/αδελφοποίησης δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την διακριτικότητα και τη μέριμνα του προσωπικού της Παιδόπολης – των «μανάδων», των ομαδαρχών και των ομαδαρχισσών, των κοινοταρχών, του αρχηγού και της υπαρχηγού. Όχι πως δεν είχαμε τις παιδικές γκρίνιες, αντιρρήσεις και παράπονα εναντίον τους – και βέβαια τις είχαμε. Όχι πως όλα τα μέλη του προσωπικού ήταν τέλεια – δεν ήταν. Θυμάμαι ομαδάρχισσες – όπως η δική μου, η  Ελένη – που η στοργή τους σε κάλυπτε σαν πάπλωμα, αλλά και άλλες κάπως πιο αποτραβηγμένες. Θυμάμαι και μία και μοναδική περίπτωση ψυχολογικά βάναυσης συμπεριφοράς  ενός μέλους του προσωπικού που πρόσβαλε το οικογενειακό παρελθόν ενός τροφίμου (1) – γεγονός αξιοσημείωτο για μας, τότε, που επειδή ακριβώς ήταν μοναδικό όλοι μας το θυμόμασταν για πολύ καιρό.

 

Το σπουδαίο όμως είναι ότι το περιβάλλον της Παιδοπολίτικης καθημερινότητάς μας ήταν περιβάλλον διακριτικότητας και μέριμνας. Συνειδητά είτε υποσυνείδητα, νοιώθαμε πως είμαστε παιδιά «καλυμμένα». Έτσι, αμέριμνα και χωρίς παρεισφρήσεις των «μεγάλων», ήμασταν απερίσπαστα στον σπαρακτικό εκείνο αγώνα μας για αμοιβαία στοργή, φιλία/αδελφοποίηση. Μονάχα μας δέναμε τις φιλίες μας, τις αντιζηλίες μας, κάναμε τα αστεία μας, τραγουδούσαμε τα τραγούδια μας, είχαμε τα καβγαδάκια μας και μελετούσαμε.

 

 

(Ο Κρίτων, πρώτος δεξιά. Αρχείο Στ.Γ.Κ.-Παιδόπολη Ωραιοκάστρου. Ο Στ.Γ.Κ. είναι τρίτος αριστερά του Κρίτωνα)

 

Η μελέτη στην Παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου ήταν άλλο πράγμα. Να σας διηγηθώ την πρώτη μου μέρα στην Παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου. Βροχερή, μουντή  μέρα, το φθινόπωρο του 1957. Μόνος μου, μία σταλιά παιδί, είχα διασχίσει τις λάσπες της πλατείας Βαρδαρίου της Θεσσαλονίκης, και παρουσιάστηκα στην πύλη της Παιδοπόλεως που τότε στεγαζόταν προσωρινά στα Σφαγεία – ξέρεις τι θα πει να περπατάς μόνος σου προς «τα Σφαγεία»; Ο θυρωρός, γελαστός για να με καθησυχάσει, με πήρε απ’ το χέρι στο γραφείο και απ’ εκεί ο αρχηγός (2)  με πήγε σε ένα ημικυλινδρικό, μεταλλικό παράπηγμα («τολλ» το λέγαμε, νομίζω), και με σύστησε σε καμιά εικοσαριά παιδιά που ήταν εκεί μέσα και μελετούσαν. Ήταν παιδιά της ηλικίας μου και μεγαλύτερα, καθισμένα σε θρανία με τα βιβλία τους, και στη μέση μια μεγάλη θερμάστρα. Δυό-τρία απ’ αυτά, με διαβήτες και υποδεκάμετρα, ήταν σκυμμένα πάνω από ένα θρανίο και είχαν απορροφηθεί σ’ ένα πρόβλημα γεωμετρίας.

 

Αυτή είναι η πρώτη μου εικόνα της Παιδόπολης. Τρία φτωχά αγόρια ντυμένα στην άκομψη στολή της Παιδόπολης σε μια τενεκεδένια παράγκα, σοβαρά-σοβαρά να εξονυχίζουν τον Ευκλείδη. Αναθάρρησα επειδή ήμουν ήδη ερωτευμένος με τη γεωμετρία. Είχα, επιτέλους, βρει φίλους. Είχα βρει σπίτι.

Το πράγμα είχε εξέλιξη. Με το πέρασμα του καιρού, αφομοιώθηκα στην πιο υπέροχη, την πιο αξέχαστη παρέα της εξηντάχρονης ζωής μου. Καταβροχθίζαμε κάθε είδους γνώση που έπεφτε στα χέρια μας, και είχαμε γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Έκτου Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης όπου φοιτούσαμε – ήμασταν οι καλύτεροι μαθητές. Ο καλύτερός μας ήταν ο Κώστας Τραπεζουντίδης, αριστούχος «κατά συρροήν» στα μαθηματικά, αρχαία ελληνικά, φυσική, ο καλύτερος παίκτης μπάσκετ και βόλλεϋ της πόλεως που μας έδωσε το σχολικό πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης το 1961 (και που αργότερα έπαιξε επαγγελματικά στην ομάδα του Ολυμπιακού),  παιδί ψηλόλιγνο, αδρά ωραίο με τα πυκνά ποντιακά φρύδια του, σεμνό όμως και με «ψώνιο» για τη θεολογία και τα θρησκευτικά, που και γι’ αυτό ίσως περιζήτητο απ’ τα κορίτσια της ηλικίας μας. Σπούδασε αριστούχος στο πολυτεχνείο, αλλά μας τον άρπαξε, πολύ πρόωρα, η επάρατη αρρώστια, ο καρκίνος.

 

Οι υπόλοιποι εμείς της παρέας, κάναμε ένα σωρό άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Είχαμε έναν καταπληκτικό ποδοσφαιριστή, παροιμιώδη σκόρερ, που είχε χάσει το ένα χέρι του από αδέσποτη χειροβομβίδα (3). Μάτια πάντα λυπημένα, εκτός από τις στιγμές που έλαμπαν γεμάτα θρίαμβο κάθε φορά που κυριολεκτικά έσκιζε τα δίκτυα του αντίπαλου τερματοφύλακα – πού ήταν εξάλλου στιγμές συχνότατες.

 

Η γραφή ποίησης έδινε κι έπαιρνε στην παρέα μας. Όσοι είχαν τάλαντο, συνέχισαν τη γραφή στην περαιτέρω ζωή τους, άλλοι στην Κρήτη όπου διαπρέπουν ως εκπαιδευτικοί, άλλοι στα πλάτη και μήκη των ωκεανών που όργωσαν ως καπετάνιοι του εμπορικού ναυτικού. Ένας από μας που βγήκε στο εξωτερικό να σπουδάσει γεωπόνος (4) αλλά διέπρεψε ώς ζωγράφος, μας έστειλε από τα ξένα ένα στιχάκι που το μελοποιήσαμε και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα:

 

«Στην ξένη γη χωρίς κρασί,

χιονίζει, δές,

κι ούτε ρωτούν

κι ούτε πονούν

για μια μικρή.

Mα, τί τά θές,

γι’ αυτό θά ζούν

χωρίς κρασί.

 

Μες στη βοή, τη χαλασιά

Γίναν τα μάτια της θολά

Κι ήρθαν λυγμοί κι ήρθαν καημοί

Φέρε βρε κάπελα κρασί

 

Μα, πού να ΄ρθεί, μένει εκεί

Μες στην ταβέρνα την παλιά

Καθώς που πίναμε μαζί

Παλιό ανέρωτο κρασί…»

 

Οι υπόλοιποι, οι ατάλαντοι μεταξύ μας, είχαμε το καλό γούστο να σιωπήσουμε και να πάψουμε να κακοποιούμε την ποίηση…

 

Το ενδιαφέρον για τη γεωμετρία ήταν ασίγαστο. Κάποτε, μερικοί από μας βάλθηκαν να λύσουν το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου. Ένας μας (το παρατσούκλι του ήταν «Καράτσος»)  (5) πίστεψε μάλιστα ότι το είχε λύσει. Εγώ όμως ήμουν πεπεισμένος ότι το πρόβλημα, αν επιδέχετο λύσεως, μόνο ο Τραπεζουντίδης θα ήταν ικανός να το λύσει. Ένα άλλο μέλος της παρέας, που σήμερα είναι διαπρεπής καθηγητής φυσικομαθηματικών στη Γερμανία (6), πίστευε ότι είχε βρει την απόδειξη ότι το πρόβλημα είναι ανεπίλυτο. Κάποια  εποχή δημοσιεύσαμε κι ένα πολυγραφημένο περιοδικό, «Τα Χρονικά μας»,  όπου ο φυσικομαθηματικός μας κατέθεσε και ένα φιλοσοφικό δοκίμιο γύρω από το θέμα «βίωμα, εμπειρία και κοσμοθεωρία» κατά τον Χάϊντεγγερ, αν θυμάμαι.

 

Υπήρχε και πολύ τραγούδι στην παρέα μας, επειδή είχαμε έναν καταπληκτικό τενόρο, που σήμερα διδάσκει την ελληνική λαλιά στην Αυστραλία (7). Σήμερα, όποιος της παρέας μας, όπου της γης κι αν είναι, θυμάται τον τενόρο μας, όταν ακούει τα δυο αγαπημένα τραγούδια μας εκείνων των ημερών, το «μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες» και το ισπανικό “No estas mas a mi lado, corazon,” όπως εκείνος μας τα τραγουδούσε.

 

Αλλά είχε και τους σιωπηλούς της η παρέα μας. Ιδίως ένας από μας, σήμερα καταστηματάρχης στη Θεσσαλονίκη, που μόνο λίγες, μεστές κουβέντες έσπαζαν την διάχυτη σιωπή των διαπεραστικών, παρατηρητικών ματιών του. Ήταν το παιδί με την πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ευθύνης και καρτερίας. Ο μόνος Παιδοπολίτης που γνώρισα από του οποίου τα χείλη ποτέ δεν πέρασε παράπονο. Ξέρει ποιος είναι.

 

Αυτές οι Παιδοπολίτικες εμπειρίες υπήρξαν καταβολές και ψυχολογικές άγκυρες – για μένα, τουλάχιστον – ανάλογες με εκείνες που παρέχει η οικογένεια. Είναι ο μέσα ψυχολογικός «τόπος» όπου δίνει κανείς την «απολογία» του βίου του. Κάνεις ό,τι κάνεις στη ζωή, αλλά ο τρόπος που διηγείσαι, ενδόμυχα στον εαυτό σου, την ζωή που έκανες, ελέγχεται από ένα συγκεκριμένο εσωτερικό ακροατήριο της φαντασίας σου. Για τον περισσότερο κόσμο, το εσωτερικό αυτό ακροατήριο είναι κυρίως η οικογένειά τους. Για τους εντελώς ξεριζωμένους και απορφανισμένους, το εσωτερικό ακροατήριο είναι το χάος. Για μένα, και φαντάζομαι για πολλούς Παιδοπολίτες συντρόφιμούς μου, το εσωτερικό αυτό ακροατήριο είναι, σε σημαντικό μέρος, η παλιά Παιδοπολίτικη παρέα μας. Αν κάποιος της παρέας, που δεν έχω δει για δεκαετίες, βρεθεί ξαφνικά μπροστά μου και μου ζητήσει να του «δώσω λόγο» για το τι έκανα στη ζωή, θα το θεωρήσω απολύτως φυσιολογικό του δικαίωμα. Έστω κι αν διαφωνήσει με το τι έχω να του πω, έστω κι αν ακολουθήσει καυγάς τρικούβερτος.

 

Σήμερα εργάζομαι ως ιδιοκτήτης εταιρείας οικονομικών/πολιτικών ερευνών, με πελάτες θεσμικούς επενδυτές στο χρηματιστήριο Νέας Υόρκης. Η εργασία μου μού προσφέρει την δυνατότητα εποπτικής παρατήρησης του διεθνούς γίγνεσθαι, κι έτσι ξέρω, λίγο-πολύ, τι συμβαίνει στη γενέτειρα. Επισκέπτομαι την Ελλάδα που και που, ηλικιωμένος πια και με σκληρυμένο το δέρμα απ’ τη ζωή, αλλά, «όπου και να πάω, η Ελλάδα με πληγώνει». Όταν ήμουν εύθραυστο ορφανό και απολακτισμένο, σαρανταπέντε χρόνια πριν, η Ελλάδα της Παιδόπολης δεν με πλήγωνε, μου επούλωνε τις πληγές. Κι αν κάποιος ενδιαφέρεται  να μάθει γιατί δεν με πλήγωνε τότε, αλλά με πληγώνει σήμερα, δεν έχει παρά να με ρωτήσει.

 

Κρίτων Ζωάκος

(Ο Κρίτων ήταν και παραμένει ένας από τους καλύτερούς μου φίλους. Έστω κι αν είναι πολύ μακριά-ΗΠΑ, έστω κι αν έχουμε χρόνια να τα πούμε. Στ.Γ.Κ.)

 

—————

(1) Αργύρης Καραπαναγιώτης- Νικόλαος Ξανθός

(2) Ο κ. Π. Τακίδης

(3) Σπυρόπουλος

(4)Γ. Παπαδόπουλος

(5) Ν. Καραγιαννίδης

(6) Σ. Κεραμίδης

(7) Θ. Ηλιόπουλος


Σχολιάστε