Θερινός κάματος… (Χ.Ν., 17-7-17)
Posted on 17 Ιουλ, 2017 in Κείμενα, Τα Παιδοπολίτικα | 3 comments
Θερινός κάματος…
- «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γην, εξ ης ελήφθης, ότι γη εί και εις γην απελεύσῃ·» (Παλαιά Διαθήκη, Γεν. 3,19)
Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ του καλοκαιριού! Εξυμνείται στη λογοτεχνία, όπως και το αίμα. Έχει χυθεί -και χύνεται- κάθε μέρα, με ή χωρίς καύσωνες. Τρέχει από τα μαυρισμένα μέτωπα των εργατών, κυλάει στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα των γερόντων ή στα νεανικά μάγουλα των παιδιών που δίνουν εξετάσεις, ρέει στην πλάτη και στα πόδια των αθλητών, μάς περιλούζει κρύος μπροστά στο φόβο! Έχει υφάλμυρη γεύση, θολώνει και τσούζει τα μάτια, συνοδεύεται από βαθιές ανάσες.
ΤΟ άπλετο φως κι ο καυτός ήλιος του Ιούλη βγάζουν στην επιφάνεια του σώματος τις τοξίνες και τα καλά κρυμμένα πάθη μας. Ναι, ο ιδρώτας μάς συντροφεύει μόνιμα το θέρος. Αναβλύζει με το σκληρό κάματο για τον επιούσιο στο χωράφι, με τον επίμονο μόχθο του μεγαλώματος των παιδιών, με τα μερόνυχτα σκληρής δουλειάς για επιβίωση στην κρίση, με το άγχος και τη λαχτάρα για μια θέση στη ζωή.
ΚΑΙ εδώ που τα λέμε, εν αρχή ην η γη! Από αυτή δεν προέρχονται όλα; Αυτή δεν μας προσφέρει τα πάντα; Σ΄αυτήν δεν ανήκουμε; Σ΄αυτήν δεν επιστρέφουμε; Τι μας ζητάει ως αντίδωρο; Τον ιδρώτα! Ιδρώτας στη γέννα, στη δουλειά, στην αρρώστεια, στα πάντα και παντού.
ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ μας γίνονται πιο θερμά. Ζέστη και ιδρώτας, ιδρώτας και μεροκάματο πάνε μαζί. Αλλού βέβαια, καλοκαίρι σημαίνει θάλασσα, διακοπές. Στα μέρη μας και στην ορεινή Κρήτη, το καλοκαίρι είναι βάσανο. Κατακαλόκαιρο, λοιπόν, με τη λαύρα και το λιοπύρι, να πώς περιγράφει ο Μαδαρίτης (Βαρδάκης Μιλτιάδης) (1) το ζόρισμα των ζώων του Αρτέμη, που τον συνοδεύουν στο αλώνι. Δεν έχει σημασία που πολλές καθαρόαιμες κρητικές λέξεις δεν τις πολυκαταλαβαίνουμε. Η αχώ τους, πιότερο το άρωμά τους, προσθέτει παραστατικότητα και δύναμη στην αφήγηση:
«Περασμένο κολατσιό ζεύφνει ο Αρτέμης τα βούγια, το μουλάρι και το γάιδαρο και τα βάνει στ΄αλώνι. Βασανισμένη κι ετούτη η δουλειά σαν ούλες μας -σκέβγεσαι. Τη φούργια του καϋμάτου απού οι πέτρες λυώνου με την κάψα, λαλεί κιαείς, κι ας του χτυπά ο ήλιος στ΄άστρο του κουτέλου.
Απαντονιαρισμένα φαίνουνται και τ΄απαντέρημα τα ζευτικά. Μα ποιος τα ξανοίγει; Μια οργυιά έει κατεβασμένο τ΄αποκάτω του αχείλι ο γάιδαρος κι ετσά ως σκύβει και πορπατεί με χαμηλωμένα τ΄αυθιά του, αντετά πως θωρείς οβριό διακονιάρη. Τα βούγια πάλι με τσι μουράγιες απού των έου φορεμένες για να μη τζιμπίσου κιανένα αστάχυ- και φτωχάνει θωρείς ο Αρτέμης-καϊναντίζου, για δεν των- ε πατήρει ν΄αναχαράσου και σαφής αναγκάδα είναι…»
ΕΜΕΙΣ πάλι, στα καπνοχώρια της Μακεδονίας είχαμε θερμά καλοκαίρια με υγρασία και άπνοια, με ξαφνικά μπουρίνια κι αγωνία για την καπνοσοδειά (2). Όπως αλλού για τη σταφίδα:
«… Με το φως του Μάρτη να αυγατίζει, αρχίζαμε το φύτεμα. Μόλις έβγαιναν τα φυτά στα «παρνίκια», τα μεταφυτεύαμε στα καπνοχώραφα. Είχαμε τότε καπνά «μπασμάδες» και «καμπά-κουλάκ» φερμένα από τους πρόσφυγες γονείς μας, μετά το ‘23. Με την τσάπα, το «τσιβί» και νερό σε βαρέλια, τα φυτεύαμε σε αράδες. Στο καλοκαίριασμα άρχιζε το μάζεμα του καπνού που έπρεπε να γίνει στην ώρα του. Η αγωνία για τον καιρό μεγάλη, αφού τότε (δεκατία του 1960) δεν υπήρχε ηλεκτρικό στα χωριά, ούτε «μετεωρολογική» υπηρεσία! Η πείρα των προηγούμενων χρόνων δίδασκε και οι πεπειραμένοι γέροντες προειδοποιούσαν! Το «μάζωμα» των καπνόφυλλων γινόταν με τα δυο χέρια (τον αντίχειρα και το δείκτη) και πολύ γρήγορα για να μη μας προλάβει η κάψα. Το «τσάκωμα» στο χωράφι μπορούσε να γίνει και τρεις φορές περνώντας από τα ίδια φυτά, επειδή έπρεπε τα φύλλα να «τιζευτούν» ανάλογα με το μέγεθός τους. Αρχίζαμε στις 3 τα μεσάνυχτα με τη δροσιά, μαζεύαμε μέχρι κοντά τις οκτώ το πρωί, πριν βγει για τα καλά ο ήλιος. Ο ιδρώτας κολλούσε πάνω μας… Έβλεπες τις νύχτες τα χωράφια να φωτίζονται από τις πετρελαιόλαμπες, τα κλεφτοφάναρα ή κανένα φακό, γιατί τις ασέληνες νύχτες δεν βλέπαμε μπροστά μας. Πυγολαμπίδες της νύχτας ήμασταν. Φορούσαμε ό,τι παλιόρουχο είχαμε: πουκάμισα μακρυμάνικα, μπαλωμένα μακριά πανταλόνια… Η κόλλα του καπνού ενοχλούσε και μαύριζε τα δάχτυλα. Οι γυναίκες φορούσαν μακριά φουστάνια και κάλτσες από μέσα, ποδιές στη μέση και τσεμπέρια στο κεφάλι. Η μάνα μου κρατούσε σε μια μαντίλα λίγο τυρί, ψωμί, ντομάτες και παγωμένο νερό. Οι άντρες, με τον ιδρώτα να τρέχει από παντού, μάζευαν τα σπασμένα καπνά και τα τοποθετούσαν ανάλογα με το μέγεθός τους, στα μεγάλα καλάθια. Πριν τα δει ο ήλιος και τα μαράνει. Τα μεταφέραμε στο σπίτι με τα γαϊδούρια ή τα κάρα. Λίγη ξεκούραση για πρωινό κι έπειτα άρχιζε το «παστάλιασμα» και το «τίζεμα». Βελονιάζαμε τα φύλλα με χοντρές ατσάλινες βελόνες που είχαν τρύπα πίσω για τον σπάγγο στον οποίο περνούσαμε τα καπνά γρήγορα-γρήγορα, πριν μαραθούν. Τα κρεμούσαμε σε «βαγόνια» ή σε θερμοκήπια στην αυλή, για να ξεραθούν στον ήλιο… Και τότε, με τη ζέστη και τον ιδρώτα, ερχόταν γλυκός ο ύπνος. Αλλά η μάνα έπιανε ένα μακρόσυρτο τραγούδι του καημού της πατρίδας και του έρωτα των ανθρώπων της, ο αδελφός μου έλεγε κανένα ανέκδοτο, να και το καρπούζι απ΄το ποταμι «μπούζι», πού να κοιμηθείς! Δουλεύαμε ασταμάτητα, δεκαπέντε-είκοσι ώρες τη μέρα. Με το τραγούδι, με το βλέφαρο τσιτωμένο μη κοιμηθούμε και τη βελόνα να περνάει γρήγορα τα καπνά, φτάναμε στο απομεσήμερο. Τρώγαμε και συνεχίζαμε έτσι, ώσπου να ΄ρθει η άλλη μέρα…»
ΝΑΙ! Υπήρχε τότε συντροφικότητα. Κι ας ήταν αβάσταχτη η φτώχεια που μας έδερνε. Κουβεντολόι, βόλτες τις Κυριακές, φλέρτ στις γειτονιές, ανέκδοτα, παλιές ιστορίες, τραγούδια: ζούσαμε! Κούραση αφάνταστη, ξενύχτια στα καπνά, δυνάστης ο ιδρώτας. Όμως, γελούσαμε, ονειρευόμασταν, γευόμασταν το ελάχιστο της ζωής. Ελπίζαμε, έστω λησμονημένοι από θεούς και δαίμονες. Μόνοι μας χτίζαμε το μέλλον. Ξέραμε πως ο πλούτος των καπνεμπόρων πήγαζε από τον δικό μας κάματο. Ξέραμε πως ήμασταν η συνισταμένη των περασμένων δυστυχιών των γονιών μας. Πάν΄ απ΄όλα ξέραμε πως, μετά τον εμφύλιο, η γη δεν είχε πια ανάγκη κι από άλλο αίμα, παρά μόνο μόνο τον ιδρώτα μας. Για να μας ζήσει. Έχει ο Θεός, λέγαμε…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1)[από το βιβλίο «Ροζοναρίσματα» του Μιλτιάδη Βαρδάκη (Μαδαρίτης), εκδ. Αλήθεια, Χανιά, 1976. Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η ροδαρά μας» της αρμενιανής εφημερίδας «Ελευθερόπολις»,τ.81, 2016, σελ.3]
-(2) από ανέκδοτες αφηγήσεις μου (Στ.Γ.Κ.)
———————————————
ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗΤΟ ΦΙΛΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ” 18-7-17:
[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ [ΣΥΝΤ/ΧΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ]] ~ 18 Ιουλίου 2017 ~ 12:37 ~ Απάντηση
Ο Σταύρος Καλαϊτζόγλου με το σχεδόν σπαρακτικό του άρθρο “Θερινός κάματος”, αποδεικνύεται μεγάλος τεχνίτης της ζωής και του λόγου. Με πόση παραστατικότητα αφηγείται τα δύσκολα -φοιτητής όντας τότε- χρόνια της φτωχής αγροτικής ζωής στο Κιλκισιακό χωριό του, ωστόσο, σπαρακτική ακούγεται η φωνή του:
”Ζούσαμε, δουλεύαμε, ονειρευόμαστε, γευόμασταν το ελάχιστο της ζωής. Ελπίζαμε, ξεχασμένοι από θεούς και δαίμονες. Μόνοι μας χτίζαμε το μέλλον: πάνω από όλα ξέραμε πως, μετά τον εμφύλιο, η γη δεν είχε πια ανάγκη κι από άλλο αίμα, παρά μόνο τον ιδρώτα μας. Για να μας ζήσει, Έχει ο Θεός, λέγαμε….” Η απεραντωσύνη της αγάπης του Σταύρου Καλαϊτζόγλου προς όλους τους συνανθρώπους του, ανεξαρτήτως των όποιων διαφορετικών τους και κληρονομουμένων υπαγωγών – καταβολών, τον σημαδεύει ως τα τώρα, κι ας βασανιζόταν αφόρητα, τόσο πολλά χρόνια, από τον πόνο της ορφάνιας στις φιλόξενες ΠΑΙΔΟΠΟΛΕΙΣ της “Καλής Παναγιάς Δοβρά” Βεροίας και του ”Αη – Δημήτρη” Θεσσαλονίκης. Αυτός, ο εκλεκτός συνεργάτης των “Χ.Ν.”, που βίωσε την απάνθρωπη εξαφάνιση σχεδόν όλης της πατρικής κι ευρύτερης οικογενείας του τον επάρατο καιρό του αδελφοκτόνου διχασμού, επιδεικνύει -ίσαμε τώρα- αξιοσημείωτη, γενναιόδωρη και παραδειγματική συναίνεση, ισορροπία, υπομονή και ΛΗΘΗ, ακριβώς για την αποτροπή επανάληψης νέου καταστροφικού εμφυλίου, ενώ οι ηττημένοι του εμφυλίου αυτοβαφτίζονται -ακόμα και σήμερα- ως οι “μόνες προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας” [!], απόλυτα δέσμιοι της ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗΣ τους ΜΝΗΜΗΣ και του ανεξήγητου φανατισμού, κι ας φωνάζει σθεναρώς ο πατριώτης Κομμουνιστής Τάκης Λαζαρίδης ”Ευτυχώς ηττηθήκαμεν σύντροφοι…”
Ο εκλεκτός φίλος Σταύρος Καλαϊτζόγλου, πάντα έχει τον τρόπο να μας συγκινεί με τον απλό κι απέριττο λόγο του. Τού πρέπουν πολλοί έπαινοι και οι καλύτερες ευχές όλων μας. Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλική αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.
Το μεροφαι μου εξαρτιονταν απο τον καματο της καλλιεργιας των δημητριακων και οσπριων γι αυτο με συγκινει η περιγραφη σου -ειναι μια ολοκληρωμενη εικονα εποχης.Δεν καταλαβαινω γιατι αναφερερεσαι στο οτι ο πλουτος του καπνεμπορα ηταν κλοπη του υδρωτα σου.Μηπως δεν ζουμε σε καπιταλιστικο συστημα;Μηπως οι αρχαιοι δεν ειχαν τους δουλους κι αυτοι μη εχοντας τι να κανουν το φιλοσοφουσαν δημοκρατικα η μηπως σημερα δεν υπαρχουν τ αφεντικα;Αυτο το σφηνομενο καθεστος μηπως πρεπει να το κανουμε λεμονοκουπα;Ερωτηση και τιποτα περισσοτερο.
Ναι! Ήταν κλοπή, γιατί δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, ούτε καν λειτουργούσε κανένας νόμος της αγοράς, ώστε να υπάρχει κάποιος σχετικός ανταγωνισμός. Απλά το κράτος καθόριζε κάποια τιμή ασφαλείας με την οποία, αν δεν τα έπαιρνε ο έμπορος τα καπνά, τα έπαιρνε τότε το κράτος!
Οι τιμές ήταν εκείνες των εμπόρων που δεν σήκωναν παζαρέματα, κι αν έβρισκαν λίγη υγρασία σε κάποια από τα αποθηκευμένα καπνά, αμέσως κατέβαζαν την γενική τιμή σε όλα!
Δεν ήταν κλοπή αυτό;
Τα καπνοχώρια ήταν ξεχασμένα από κάθε κυβέρνηση και φορέα. Εξαλλου ούτε αγροτικός συνδικαλισμός υπήρχε τότε. Κι αν υπηρχε, ήταν συκοφαντημένος.
Οι αγρότες εκείνης της εποχής-δεκαετία του’ 50 και ΄60-αν και ήσαν πάρα πολλοί σε όλη την Ελλάδα, δεν είχαν καμιά βοήθεια από πουθενά, αφού μόλις τότε “δημιουργούνταν” από τον Κ. Καραμανλή οι”Αγροτικοί Συνεταιρισμοί” και η Αγροτική Τράπεζα (άλλες μεγάλες κομματικές πληγές!)
Ακόμη θυμάμαι το σπαραξικάρδιο ποντιακό τραγούδι, για τους καπνέμπορους:
“Έρτεν εμπόρ να παίρν τσάμπα τον καπνόν
τον χωρέτ κε ρωτούν σο λογαριασμόν”
[Ήρθαν οι έμποροι να πάρουν τσάμπα τον καπνό
τον χωριάτη δεν ρωτούν στον λογαριασμό]
Πάντα καλά!
Αυτα που αναφερεις ειναι και δικα μου βιωματα γι αυτο και μου ειναι κατανοητα.Εγω λεω πως ειναι αναγκη να πεταξουμε την βδελλα απο τον ζβερκο μας κι οχι απλως να επισημενουμε την κλεψια του υδρωτα μας.Παντα φιλικα.