Ποίηση… (Εμιλυ Ντίκινσον)
Posted on 21 Ιαν, 2017 in Ποιηση | 0 comments
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ
• “The bee is not afraid of me,
I know the butterfly;
The pretty people in the woods
Receive me cordially.
The brooks laugh louder when I come,
The breezes madder play.
Wherefore, mine eyes, thy silver mists?
Wherefore, O summer’s day?” (-Emily Dickinson)
ΑΓΡΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Άγριες νύχτες – Άγριες νύχτες!
Αν ήμουν μαζί σου
Οι Άγριες νύχτες θα ήταν
Η απόλαυση μας
Μάταιοι οι άνεμοι
Για μια καρδιά σε λιμάνι
Αρκετά με την Πυξίδα
Αρκετά με τους Χάρτες
Κωπηλατώντας στην Εδέμ
Αχ! η Θάλασσα!
Μονάχα να προσόρμιζα
Απόψε Σ’ εσένα!
ΑΝ ΜΠΟΡΩ
Αν μπορώ να σταματήσω
μια καρδιά που πάει να σπάσει
Δεν θα ζήσω μάταια.
Αν μπόρων να απαλύνω
μιας ζωής την Οδύνη
Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο
Ή να βοηθήσω
ένα μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
Να μπει ξανά μες στη Φωλιά του
Δεν θα ζήσω μάταια.
ΕΛΠΙΔΑ
Είναι η ελπίδα ένα πράγμα με φτερά
που κουρνιάζει στην ψυχή μου
και δίχως λέξεις τραγουδάει τον σκοπό
χωρίς ποτέ να σταματάει.
Και πιο γλυκά
Ακούγεται στην θύελλα
Επαίσχυντη πρέπει να είναι η καταιγίδα
που μπορεί να ταράξει το μικρό πουλί,
που κράτησε τόσους πολλούς ζεστούς.
Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη,
Και στην πιο παράξενη θάλασσα
Ωστόσο ποτέ, ούτε στην έσχατη ανάγκη,
δεν ζήτησε ούτε ψίχουλο, από μένα
[HOPE
"Hope" is the thing with feathers—
That perches in the soul—
And sings the tune without the words—
And never stops—at all—
And sweetest—in the Gale—is heard—
And sore must be the storm—
That could abash the little Bird
That kept so many warm—
I've heard it in the chillest land—
And on the strangest Sea—
Yet, never, in Extremity,
It asked a crumb—of Me.]
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ
Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως
Να `χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.
Σκληρή μου δόθηκε, πικρή και άδικη μοίρα.
«Βασίλισσα του Γολγοθά» για τίτλο πήρα,
κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,
κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα
που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,
όταν το κράτημα του άλλου χεριού γνωρίζει.
Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει
και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.
Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι
δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.
Τριπλή νίκη σε μια μέρα να `ναι, φτάνει.
«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι
μ` ένα σκοπό που κι η ψυχή τους τραγουδάει.
Να `ναι ο τρόπος, τάχα, αυτός;
Ποιός μου απαντάει;
ΤΟΣΟ ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΑ
Τόσο ανεπαίσθητα σαν μια μικρούλα λύπη
Το Καλοκαίρι έσβησε ως παρουσία
Τόσο ανεπαίσθητα που από κοντά μας λείπει,
Χωρίς να φαίνεται πως έχει κάνει προδοσία.
Παντού σκορπίστηκε σιωπή, παντού γαλήνη,
Σαν ξαφνικά το σούρουπο μεγάλο να’ χει αρχίσει
Σαν να θέλει ασυντρόφευτη να μείνει
Σε δείλι απόμακρο, μονάχη της η φύση.
Νωρίς το σύθαμπο την θέση του έχει πάρει
Το πρωινό θολές ανταύγειες ξετυλίγει
Με ευγενική και όλο μελαγχολία χάρη,
Σαν επισκέπτης που ετοιμάζεται να φύγει.
Κι έτσι χωρίς φτερά, κουπιά, χωρίς τιμόνι
Σ’ ονειρική, παραμυθένια τρυφεράδα
Το Καλοκαίρι με αναμνήσεις μας φορτώνει
Και φεύγει Θείο, στην στερνή του Ομορφιά.
ΡΙΞΕ ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΧΑΡΕ
Ρίξε τα εμπόδια Χάρε, τα κοπάδια
Να μπουν τα κουρασμένα,
Που χει τελειώσει η περιπλάνησή τους
Κι έχουνε πάψει να βελάζουν πια.
Είναι δική σου η πιο γαλήνια νύχτα,
Δικό σου είναι το πατρικό μαντρί,
Πολύ σιμά είσαι, να σ’ αναζητούμε,
Και για να σε καλούμε, πρόθυμος πολύ.
Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπούν
σε πλαϊνό μου χώρο.
Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «κι είμαστε αδέρφια».
Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ` όνομά μας.
0 Comments
Trackbacks/Pingbacks