Ποιητικός χρόνος και φθορά… (Χ.Ν., 7-11-16)
Posted on 7 Νοε, 2016 in Δοκιμές | 0 comments
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑ…
- «…Σκιές και θραύσματα
Απόμακρα του νου παιχνίδια» (Λεωνίδας Κακάρογλου, «Οι Μέρες πριν τα Χρόνια», 2007, σελ. 20)
ΜΕ ΟΡΟΥΣ ποιητικούς, ο μήνας Νοέμβρης είναι ο αρχειο-μνήμων του χρόνου: συμμάζεμα σκέψεων, τακτοποίηση «φύλλων», αποδημία πουλιών, απολογισμοί, ξεκαθάρισμα συναισθημάτων και «φίλων», αποκαθήλωση ιδεών (ή ιδεοληψιών), καταστροφή πραγμάτων εν αχρηστεία, πληρωμές «χρεών», επανάκριση σχέσεων, προγραμματισμοί, απώλειες… Κοντά είναι κι οι «χειμώνες».
ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ να παρατείνεται απελπιστικά, παραμένει διαρκές το κλασικό υπαρξιακό πυθαγόρειο ερώτημα: “Πη παρέβην; τι δ’ έρεξα; τι μοι δέον ουκ ετελέσθη;” (1). Ένα ερώτημα κυρίως για τους πολιτικούς μας που άλλα λένε, άλλα πράττουν κι άλλα σκέφτονται ενδόμυχα! Τα πυθαγόρεια ερωτήματα επιμένουν στην επικαιρότητά τους, όμως ελάχιστοι τα υποβάλλουμε στον εαυτό μας.
ΚΙ ο καιρός με τις αλλαγές του συνεργεί στην αρχειοθέτηση των φθινοπωρινών ημερών: από δω οι θετικές (ηλιόλουστες), από κει οι αρνητικές (βροχερές), παραπέρα οι νεκρές (ψυχρές)! Το μουντό χρώμα του ουρανού κι η ελάχιστη ηλιοφάνεια εμπνέουν τις πρώτες μελαγχολίες. Οι αραιές ακόμη, έστω και καταρρακτώδεις βροχές, συντελούν σε προσωρινό εγκλεισμό στο σπίτι. Στην αδράνεια. Όσο για την ατμόσφαιρα πολλές φορές μας προειδοποιεί για επερχόμενες μπόρες και καταιγίδες, αλλά και για την πλήρη νέκρωση της φύσης. Από την άλλη, η απομόνωση στο σπίτι φέρνει την περισυλλογή, ενώ και η διάθεσή μας γίνεται πολυκύμαντη, σαν τη θάλασσα: άλλοτε μαγευτική κι άλλοτε επίφοβη. Όλα τείνουν στη φθορά, όμοια με τη μορφή ενός θρυμματισμένου κοχυλιού που το διαλύει η θάλασσα.
ΠΟΣΟ όμορφα και επιγραμματικά τα συνοψίζει αυτά ο ποιητής Λεωνίδας Κακάρογλου; Έτυχε πρόσφατα να ξεφυλλίσω μια παλαιότερη ποιητική συλλογή του -έναν ύμνο για το πέρασμα του χρόνου, για την ακινητοποιημένη μνήμη («…Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν», που λέει κι ο Αλεξανδρινός). Και να νιώσω έτσι βαθύτερα τί σημαίνει φθορά κι απώλεια ανθρώπων και πραγμάτων.
«Πώς με βασανίζει/ αυτή η αρχειοθέτηση των αισθημάτων
Εισερχόμενα: Λύπη /Εξερχόμενα: Μνήμη» (2)
Μέσα σε δ ώ δ ε κ α λέξεις, η πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης: είμαστε ένας «φάκελος» γεμάτος ποικίλα αισθήματα, με προεξάρχουσα τη λύπη, και με ελάχιστες «σελίδες» ευφροσύνης. Ένας φάκελος που γράφει απ΄έξω «Μνήμη» κι από κάτω, συλλογή στιγμών.
Ο ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΣ χρόνος, όπου κι αν βρισκόμαστε, είναι οδυνηρός γιατί εμπεριέχει αυθύπαρκτη τη θλίψη (3). Για τον Λ.Κ., το παρελθόν παίρνει μορφές πρωτεϊκές: είναι «οι κρεμασμένες μέρες» των Χανιών πάνω σε μια νεραντζιά, τα χνάρια από τις «πατημασιές» κάποιου αγαπημένου προσώπου, ή του άλλου που άφησε το «άρωμά» του στα δάχτυλά μας∙ είναι το αδειανό «κόκκινο φόρεμα» μιας γιορτής που δεν τέλειωσε∙ είναι μια απλή «ζωγραφιά», είναι τα «αδιέξοδα» που αφήνει μια μεγάλη απουσία με τις ανείπωτες «λέξεις»… Είναι ο απόηχος μιας «φωνής» που δεν θα ξανακουστεί∙ «τα όνειρα» που φιλοξενούν στους κόσμους τους πρόσωπα που «έφυγαν», όμως επιμένουν να μας «επισκέπτονται» συχνά! Είναι κάποιες αμίλητες «φωτογραφίες», ή οι παλιές κινηματογραφικές αφίσες που φλυαρούν στην Πινακοθήκη των Χανίων, για κόσμους αλλοτινούς, όμορφους.
ΧΡΟΝΟΣ είναι κι η αποτύπωση στη μνήμη μας της στιγμής του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα, που έμεινε –τουλάχιστον για μας- ένας ευσταλής, άψογα ντυμένος αρχοντάνθρωπος της εποχής του:
«Δεν πρόσεξες πατέρα/ Την πρώτη μέρα της Άνοιξης
Σκόνταψες στο φως/ Κι έγινες αιθρία» (4)
Είναι…, και τι δεν είναι τώρα οι μέρες του φθινοπώρου για τον ποιητή; Κι «οι άδειες κούνιες της αυλής» που κάποτε πλημμύριζαν από φωνούλες, είναι οι περιοδικοί καταστροφικοί ανεμοστρόβιλοι που μας συνεφέρνουν, είναι κι η νοσταλγία που, σε κάθε βελονιά στο φροντισμένο «ράψιμο» ενός καημού από τη μάνα, ξαναγεννιέται. Με το αδύναμο πια φως του ήλιου να περιγελά τα περασμένα:
«Κάθε πρωί η μητέρα ράβει έναν καημό
«Πώς πέρασαν τα χρόνια και ξέχασα πώς ζουν
Οι άνθρωποι, ο ήλιος πια δεν μπαίνει στο σπίτι
Μόνο τσακίζεται στα τζάμια
Και κοροϊδεύει τους περαστικούς χειμώνες…» (5)
ΕΙΝΑΙ κι η θάλασσα, η δεμένη με τη μοίρα των ανθρώπων των νησιών. Η θάλασσα η πολύβουη, η πολύμορφη. Στη φθινοπωρινή ανάσα της, άμα την περπατήσεις στις ακρογιαλιές της, θα ακούσεις τον απόηχο της σιωπής της μνήμης όλων των όντων… Μα όταν αγριεύει, καταπίνει τις ελπίδες μυριάδων πλασμάτων που παλεύουν στη ράχη της για μια καλύτερη ζωή. Τότε θε να τη δεις να ξερνά σπαράγματα ζωής στις ακτές του Αιγαίου. Η θάλασσα, το πιο ελκυστικό μα κι απρόβλεπτο στοιχείο της φύσης, μιλά αισθαντικότερα με τη φωνή της ποίησης. Ο ποιητής συλλέγει τις σπασμένες εικόνες της, τις «αρχειοθετεί», κι ενώ αυτές του σιγοτρώνε τα σωθικά, τις μεταμορφώνει όμορφα σε στίχους.
ΣΤΗΝ ακύμαντη χανιώτικη «Θάλασσα του Νοεμβρίου» κρύβονται τόσες ανέκφραστες οδύνες! Η «κάθε στιγμή» ζωής (απ΄τον έρωτα, τη γέννηση, το θάνατο) ανήκει στη βούλησή της:
«Θάλασσα του Νοεμβρίου/ Ακύμαντη σαν προσμονή
Κάθε στιγμή δική σου
Ούτε του ήλιου τις σταλαγματιές/ Δεν μ’ αφήνεις να κρατήσω
Μαζεύω τα ερείπια του καλοκαιριού
Ρούχο παρατημένο/ Που βρήκε σώμα να ταιριάξει
Και συναρμολογώ τα γυμνά κορμιά/ Που πέταξαν με τις κακοκαιρίες
Να φτιάξω/ Ένα άλλο καλοκαίρι
Να μου ζεστάνει την καρδιά» (6)
ΝΑ’ ΤΑΝ μπορετό λέει να φτιάχναμε εμείς όπως τη θέμε τη ζωή μας! Να φτιάχναμε τις μέρες και τα χρόνια όπως εμείς τα θέμε: μακραίνοντας τις ολιγόστιγμες χαρές, μικραίνοντας τις λύπες, προσφέροντας χρόνο και τρυφερότητα σε αγαπημένα πρόσωπα, λιγοστεύοντας τις πίκρες των συνανθρώπων μας, κουβεντιάζοντας με φίλους για τα ωραία της ζωής -όσα υπάρχουν ακόμη- και πλάθοντας φανταστικούς καινούργιους κόσμους.
ΜΑ, τί κάθομαι και λέω τώρα; Αύριο οι μέρες μας πάλι θα είναι λυπημένες. Χωρίς να φταίει το φθινόπωρο, ούτ΄ ο καιρός κι η ποίησή του: με την ανεργία συντροφιά, με μνημόνια που γεννούν άλλα, με λογαριασμούς απλήρωτους, με συνεχείς διακονισμούς σε τράπεζες, με απειλές για εξώσεις, με συνταγματικές παραβιάσεις, με την ελπίδα φευγάτη προ πολλού, με απώλειες δυσαναπλήρωτες… Κι ο χρόνος να κυλάει αμέριμνος κι απελπιστικά αμέτοχος στο γίγνεσθαι των ανθρώπων, επειδή δεν υπάρχει εκείνο το αλλοτινό ζωογόνο φως που θέρμαινε την ύπαρξή μας προσφέροντάς της απλόχερα την ελπίδα.
ΕΥΤΥΧΩΣ που ενάντια σε όλα αυτά, υπάρχει ακόμη η καλή ποίηση: μια υπόμνηση ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί. Και πως οι εποχές κι οι μέρες μας διαδέχονται η μια την άλλη ακούραστα. Χωρίς να μας ρωτούν: άλλοτε φωτεινές κι άλλοτε σκοτεινές∙ όμως διαβαίνουν και δεν μένουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Πυθαγόρας (580-496 π. Χ.), «Χρυσά Έπη», 40-44 (=Τί κακό έκανα; Τί καλό έπραξα; τι που όφειλα να κάνω δεν το έκανα;)
-(2) Λεωνίδας Κακάρογλου, «Οι μέρες πριν τα χρόνια», σελ. 13, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2007
-(3)«…Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα…». (Τ. Λειβαδίτης, «Της εξοχής»)
-(4) Λεωνίδας Κακάρογλου, «Οι μέρες πριν τα χρόνια», σελ. 43, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2007
-(5) ό.π. σελ.38
-(6) ό.π. σελ.16