"Ο λόγος ο εφήμερος βαστά μόνο μια μέρα
το άρωμά του όμως κρατεί και νύχτα και ημέρα"
Στ.Γ.Κ., Νοε. 2010

Μεγαλοβδομαδιάτικη ποίηση (Ρίλκε-Ουγκαρέτι)

 

 

 

ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

 

1.-Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «PIETA»


«Τα πόδια σου, που άλλοτε, πόδια εφήβου

ήταν, Ιησού, τα βλέπω πάλιν έτσι,

σαν τότε που τα γύμνωσα δειλά

και τα έπλυνα, πώς είχαν στα μαλλιά μου

μέσαθε, μπερδευτεί, που πολύ μοιάζαν

μ’ ένα άσπρο αγρίμι μες σ’ αγκαθοτόπι.

 

Τα μέλη σου, που δεν αγαπήθηκαν

ποτέ, για πρώτη- πρώτη, τα βλέπω έτσι,

φορά, τούτη τη νύχτα της αγάπης.

 

Ακόμη δεν πλαγιάσαμε μαζί

κ’ έκπληκτη, άγρυπνη η νύχτα, γι’ αυτό θα ‘ναι.

 

Μα δες, τα χέρια σου είναι ξεσκισμένα-

Αγαπημένε όχι από με, δεν είναι

δαγκωματιές δικές μου. Κ’ η καρδιά σου,

που θα ‘πρεπε η είσοδός μου να είναι μόνο,

μένει ανοιχτή, μπορεί και να μπει κάποιος.

 

Τώρα είσαι κουρασμένος, κουρασμένο

το στόμα σου, τ’ οδυνηρό μου στόμα

δε λαχταρά. – Αχ, Ιησού, Ιησού, πότε ήταν

δική μας η ώρα; Πώς, κ’ οι δυο μας,

παράξενα, έτσι, προς το χαμό πάμε;»  (Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος)

 

2.- Giuseppe Ungaretti, « La PIETA’» (απόσπασμα)


«Ειμ’ ένας πληγωμένος άνθρωπος

και θα ‘θελα να φύγω

και να φτάσω επιτέλους,

έλεος εκεί όπου ακούγεται

ο άνθρωπος μόνος με τον εαυτό του.

Δεν έχω παρά έπαρση και καλοσύνη.

Και νιώθω εξορισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους.

Μα γι αυτούς πασχίζω.

 

Δε θα ‘μουν άξιος να επιστρέψω στον εαυτό μου;

Γέμισα με ονόματα τη σιωπή.

Κομμάτιασα καρδιά και νου

για να γίνω σκλάβος των λέξεων;

 

Βασιλεύω σε φαντάσματα.

Ω, φύλλα ξερά,

ψυχή παρασυρμένη πέρα δώθε…

 

Όχι, μισώ τον άνεμο που ‘χει φωνή

πανάρχαιου κτήνους.

 

Θεέ μου, αυτοί που σε ικετεύουν

δεν σε γνωρίζουν πια παρά κατ΄ όνομα;

 

Μ’ έχεις εκδιώξει απ’ τη ζωή.

Θα μ’ εκδιώξεις κι απ’ το θάνατο;

 

Ίσως και να ‘ναι ανάξιος ο άνθρωπος να ελπίζει.

Ως και η πηγή των τύψεων στέρεψε;

Ανώφελο το αμάρτημα

αν δεν οδηγεί πια στην αγνότητα.

 

Η σάρκα μόλις που θυμάται

πώς κάποτε υπήρξε δυνατή.

Τρελή ‘ναι και φθαρμένη η ψυχή.

Θεέ μου, κοίτα την αδυναμία μας.

 

Γυρεύουμε μια βεβαιότητα.

Ούτε που γελάμε πια με μας;

Συμπόνεσέ μας, λοιπόν, ωμότητα.

 

Δεν αντέχω άλλο να μένω εγκλωβισμένος

στον δίχως αγάπη πόθο.

 

Ίχνος δικαιοσύνης δείξε μας.

Ο νόμος σου πού είναι;

Κατακεραύνωσε τα καημένα μου πάθη,

λύτρωσέ με  από την ανησυχία.

Απόκαμα να ουρλιάζω χωρίς φωνή.» ((Τζιουζέπε Ουνγκαρέττι, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

 


Σχολιάστε